Ο αστακοπόλεμος της Μυκόνου & ο Άνθρωπος που αγαπούσε το χαβιάρι


 Γράφει η Αντιγόνη Ζυμπερδίκα


Επιστρέφοντας από τις διακοπές, σε μία προσπάθεια επανάκτησης του σφυγμού της επικαιρότητας μέσω μίας διαδικτυακής περιήγησης, έπεσα πάνω σε μία σειρά από δημοσιεύματα που αφορούσαν συναυλία του Σάκη Ρουβά, που διοργανώθηκε πριν από λίγες μέρες στην καλοκαιρινή Μέκκα των εγχώριων διασήμων, τη Μύκονο. Πλείστοι Έλληνες της άρχουσας τάξης μετά των συζύγων τους, αφού έδωσαν τη μάχη του πρώτου «καναπέ πίστα»- του .........
οποίου η αξία του κλεισίματος φημολογείται ότι άγγιξε τις 4000 ευρώ- κατέληξαν να επιδίδονται σε ξέφρενο αστακοπόλεμο στο τέλος της βραδιάς και να παίζουν μπουγέλο με τρίλιτρα μπουκάλια γνωστής βότκας. 
Μετά την ιντερνετική περιήγηση, σειρά είχε το άνοιγμα της τηλεόρασης. Με το πάτημα του πρώτου κουμπιού βρίσκομαι ενώπιον μίας συνέντευξης του σκηνοθέτη Γιάννη Σμαραγδή, με αφορμή τη νέα του ταινία που θα βγει στις αίθουσες τον προσεχή Οκτώβριο και έχει τίτλο «Ο Θεός αγαπούσε το χαβιάρι». Πρωταγωνιστικός χαρακτήρας της ταινίας ο Ιωάννης Βαρβάκης, ο Έλληνας που αφού έγινε ζάμπλουτος εμπορευόμενος ρώσικο χαβιάρι, αποφάσισε να διαθέσει το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στην προετοιμασία του υπόδουλου έθνους για την Επανάσταση του 1821. Πεθαίνοντας, κληροδότησε ό,τι απέμεινε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. 
Η αντίθεση των δύο παραπάνω εικόνων πυροδότησε το μυαλό με μία σειρά από αναπόφευκτους συνειρμούς. Η σύγκρισή τους μας οδηγεί στο «βρες τις ομοιότητες» και όχι στον «εντοπισμό των διαφορών», όπως συνηθίζεται στα αντίστοιχα παιχνίδια-γρίφους των περιοδικών. Οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, που χάρισε στον τόπο μία σειρά από Εθνικούς Ευεργέτες, δεν έχουν καμία σχέση με τους σημερινούς έχοντες και κατέχοντες.  
Ο Βαρβάκης, όπως όλοι ξέρουμε, ήταν μόνο ένας από τους πολλούς που ευεργέτησαν πραγματικά το τότε νεόκοπο ελληνικό κράτος. Ο Ευάγγελος Ζάππας, ο Γεώργιος Αβέρωφ, ο Ανδρέας Συγγρός και ο Μπενάκης, ο Ριζάρης, ο Σίνας, ο Τοσίτσας, ο Σταύρου, ο Στουρνάρας, ο Ευγενίδης και τόσοι άλλοι, που με τα κληροδοτήματα και τις δωρεές τους ενίσχυσαν με αγάπη την πατρίδα τους, προσφέροντας στους συμπολίτες τους. Έχτισαν Σχολεία, Πανεπιστήμια, Βιβλιοθήκες, Θέατρα, Ωδεία, Μουσεία, Νοσοκομεία, αναστήλωσαν Μνημεία, έκαναν έργα οδοποιίας, στήριξαν την οικονομία και τις πρώτες κρατικές τράπεζες. Αν αναλογιστεί κανείς πόσα κτίρια, δρόμοι και έργα φέρουν τα παραπάνω ονόματα, θα μείνει έκπληκτος από το μέγεθος της προσφοράς. Της πραγματικής, άδολης και φιλοπατρικής προσφοράς. 
Οι σύγχρονοι εύποροι Έλληνες εξαντλούν τη μεγαλοψυχία τους στο σημείο που σταματάει η εύνοια των φοροαπαλλαγών. 
«Αδειάζει επί τας όχθας
του κλεινού Ταμησσού,
και δύναμιν, και δόξαν,
και πλούτον αναρίθμητον
το αμαλθείον.»
 

Έγραφε ο Ανδρέας Κάλβος στην ωδή του «Ο Φιλόπατρις». Μόνο που, δυστυχώς, δε μπορούμε να αποδώσουμε τον ίδιο χαρακτηρισμό στους σύγχρονούς μας μεγαλοαστούς. Λέγεται ότι το σύνολο των καταθέσεων Ελλήνων στο εξωτερικό ισοσκελίζει το ύψος του ελληνικού χρέους, 300 δισ ευρώ. Δεν ξέρω αν και κατά πόσο αληθεύει. Και σίγουρα, όχι μόνο δεν είναι εφικτή αλλά ούτε και δίκαιη, η λύση μερικές χιλιάδες Έλληνες να βγάλουν από το τέλμα 10.000.000. 
Αυτό που πραγματικά ενοχλεί δεν είναι η έλλειψη αυτοθυσίας και φιλοπατρίας, αλλά η ακραία προκλητική συμπεριφορά έναντι όλων. Το ποντάρισμα στη χρεωκοπία των πολλών για να φέρουν πίσω τις καταθέσεις και να γίνουν ακόμη πλουσιότεροι οι λίγοι. Η κοσμοθεωρία που τους φέρνει να πετούν και να ποδοπατούν πανάκριβα εδέσματα, την ώρα που χιλιάδες συμπολίτες μας περιμένουν στις ουρές για ένα πιάτο φαΐ. Να διαθέτουν μέχρι και 4.000 ευρώ (με απόδειξη;) για να εξασφαλίσουν μία καλύτερη θέση σε μία νυχτερινή τους έξοδο, όταν αυτοκτονούν συνάνθρωποί μας ακόμη και για μικρότερα χρέη.Ο αστακοπόλεμος ενοχλεί πολύ περισσότερο από την απουσία φιλανθρωπίας. 
Τον τελευταίο καιρό έκανε το γύρο των social media μία photo με το σύνθημα «Δε γίνεται τα σκυλιά των πλουσίων να ζουν καλύτερα από τα παιδιά των φτωχών». Εύχομαι και ελπίζω ότι κάποια στιγμή θα ζούμε σε μία χώρα που το παραπάνω μήνυμα θα συνιστά πραγματικότητα και όχι ουτοπία.