Απ’ το Θατσερισμό στο Μερκελισμό -απ’ το σφαγείο στο θυσιαστήριο-

 Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Τις δεκαετίες του 70 και 80, πολλές φεμινίστριες έλεγαν, πως, αν μας κυβερνούσαν γυναίκες ο κόσμος μας θα ήταν καλύτερος. Επρεπε να ‘ρθουν στην εξουσία δυο γυναίκες, που με τις πολιτικές τους άλλαξαν τη.........
ζωή των ευρωπαϊκών λαών προς το χειρότερο, για να καταρριφθεί αυτός ο μύθος. Και οι δύο, με μηδενική συλλογική κοινωνική συνείδηση και ταυτότητα προέλευσης, διακατεχόμενες από το κόμπλεξ των μικρομεσαίων, που το όνειρό τους είναι η ατομική κοινωνική αναρρίχησή τους στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, έκαναν ότι ήταν δυνατόν για να κερδίσουν την εύνοια εκείνων που τους υποτιμούσαν και τους περιφρονούσαν, βλάπτοντας τους όμοιούς τους απ’ τους οποίους ήθελαν να ξεχωρίσουν, με εκδικητική μανία.
Η πρώτη, η λεγόμενη σιδηρά κυρία, κόρη χασάπη και μεθοδιστή-ιερέα, έκανε ήδη απ’ τα νιάτα της μαθήματα προφοράς Oξφόρδης για να ξεχωρίσει απ’ το «πόπολο»και παντρεύτηκε έναν πλούσιο επιχειρηματία, πιστεύοντας ότι έτσι έμπαινε αυτομάτως στη λέσχη της υψηλής κοινωνίας.
Η δεύτερη, κόρη προτεστάντη ιερέα, έκανε τα πάντα, με άκρατο καιροσκοπισμό, για να αναρριχηθεί στην πυραμίδα εξουσίας, πρώτα στην κομμουνιστική νεολαία της Ανατολικής Γερμανίας (FDJ) και μετά στο Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα (CDU) της ενωμένης Γερμανίας, εκμεταλλευόμενη την ιδιαίτερη σχέση που καλλιέργησε μεθοδευμένα με τον Καγκελάριο Χέλμουτ Κόλ.
Η πρώτη, αφού έθεσε σαν πρώτο στόχο την αναδιανομή των εισοδημάτων υπέρ των πλουσίων, συνέτριψε το κύριο εμπόδιο αυτής της αντιλαϊκής πολιτικής, που ήταν τα θρυλικά συνδικάτα Trade Unions(TUC) της Βρετανίας, αρχίζοντας απ’ το πιο ισχυρό, εκείνο των Ανθρακωρύχων, αποδεικνύοντας ότι η λέξη Αλληλεγγύη των βρετανών και των ευρωπαίων εργατών υπάρχει μόνο στα χαρτιά(όταν οι βρετανοί ανθρακωρύχοι υπό την ηγεσία του θρυλικού Σκάρτζιλ απεργούσαν για οκτώ συνεχείς μήνες οι βρετανοί και ευρωπαίοι συνδικαλιστές, αντί να δείξουν αλληλεγγύη τους υπονόμευαν, για να έρθει αργότερα η σειρά τους. Οι Πολωνοί δε ανθρακωρύχοι της Solidarinosc, έκαναν διπλές βάρδιες για να προμηθεύσουν την Βρετανία με άνθρακα).
Η δεύτερη, με τη συνδρομή του σοσιαλδημοκράτη ηγέτη Σρέντερ, κατόρθωσε να εφαρμόσει την ίδια πολιτική κάτω από τις ιαχές των γερμανών συνδικαλιστών, που δέχτηκαν για πάνω από δέκα χρόνια μειωμένες αυξήσεις των μισθών τους κάτω από το ποσοστό του πληθωρισμού, δηλαδή μειώσεις, για να γίνει η γερμανική οικονομία η πιο ανταγωνιστική στην Ευρώπη, σε βάρος των υπολοίπων «συντρόφων τους» της Ευρώπης.
Η πρώτη, δίχως πλέον κάποια αντίδραση από τα διαλυμένα συνδικάτα των εργατών, ιδιωτικοποίησε δημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς κοινής ωφελείας και συρρίκνωσε το κράτος πρόνοιας. Εφαρμόζοντας μια ακραία νεοσυντηρητική/νεοφιλελεύθερη πολιτική αύξησε δραματικά την ανεργία και τη φτώχεια και σαν αντιπερισπασμό, δημιούργησε τον πόλεμο για τα νησιά Φόλκλαντ με την Αργεντινή, χορταίνοντας τους ανέργους με πατριωτικό αέρα. Ακολούθησε μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, προκειμένου να μειώσει τον πληθωρισμό, δείχνοντας μια προτίμηση προς την έμμεση φορολογία, που πλήττει κυρίως τα χαμηλά και κατώτερα στρώματα, έναντι της φορολογίας εισοδήματος, και αύξησε τον ΦΠΑ στο 15%. Το 1982, ο πληθωρισμός είχε πέσει στο 8,6% από 18%, αλλά οι άνεργοι είχαν διπλασιαστεί ξεπερνώντας τα 3,6 εκατομμύρια. Την ίδια εποχή, ο Γερμανός Καγκελάριος Χέλμουτ Σμιτ, απαντούσε στο γερμανικό κοινοβούλιο ρητορικά στους χριστιανοδημοκράτες, που ζητούσαν μια παρόμοια πολιτική με εκείνη της Βρετανίας: «θέλετε 5% περισσότερο ανεργία ή 5% περισσότερο πληθωρισμό». (Δυστυχώς, ελάχιστοι εργαζόμενοι και άνεργοι γνωρίζουν πως η επιλογή καταπολέμησης της ανεργίας ή του πληθωρισμού είναι μια καθαρά πολιτική και ιδεολογική απόφαση. Η κατά προτεραιότητα καταπολέμηση του πληθωρισμού είναι αίτημα κυρίως των τραπεζών)
Η δεύτερη, λέγοντας κάθε τόσο «εγώ είμαι εδώ για να υπηρετήσω τη Γερμανία» (Ακόμα και ο Αδόλφος Χίτλερ μιλούσε  στο όνομα του γερμανικού λαού και όχι της Germania), εφήρμοσε και εξακολουθεί να εφαρμόζει την ίδια πολιτική αλλά όχι τόσο στην ίδια τη χώρα της αλλά στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, εκμεταλλευόμενη την οικονομική και πολιτική κυριαρχία της στην Ευρωζώνη και σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά. Ανάμεσα στις δύο. Η πρώτη έκανε βρετανική πολιτική δημοσιονομικής σταθερότητας και λιτότητας, πλήττοντας κυρίως τους βρετανούς, επηρεάζοντας εμμέσως ( αποτελώντας παράδειγμα προς μίμηση για τις άλλες συντηρητικές δυνάμεις της Ευρώπης) τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς.
Το παράδοξο είναι ότι και οι δύο έχουν πολλούς οπαδούς ανάμεσα στους εργαζόμενους, ακόμα και στους άνεργους, που συγχέουν το συμφέρον τους με τη συμφορά τους.
Οσον αφορά στη χώρα μας και στην πολιτική που θέλει να μας επιβάλει η Δεύτερη,
στο προχθεσινό φύλλο της η γερμανική εφημερίδα .Sueddeutsche Zeitung γράφει: «υπάρχουν δύο τρόποι για εξεύρεση λύσης στο ελληνικό πρόβλημα. Είτε να αποχωρήσει η Ελλάδα από την ευρωζώνη επιστρέφοντας στη δραχμή, είτε να δρομολογηθεί ένα αποφασιστικό σχέδιο Μάρσαλ στο πλαίσιο της νομισματικής ένωσης» και καταλήγει: «υπάρχει βεβαίως και μία τρίτη δυνατότητα, η χειρότερη όλων: να συνεχιστεί η ίδια πολιτική που εφαρμόστηκε μέχρι σήμερα».
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στην περίπτωση της δεύτερης, ισχύει αυτό που είχε γράψει πριν ενάμιση αιώνα ο γερμανός φιλόσοφος Μαξ Στίρνερ(1806-1856): «Κανείς άλλος δεν είναι τόσο ανηλεής και αδίστακτος όσο ο γερμανός, διότι δεν αποσκοπεί μόνο στο να ανατρέψει τον ίδιο του τον εαυτό, αλλά ολόκληρο τον κόσμο. Οπου κατεδαφίζει ο Γερμανός, πρέπει να πέσει ένας Θεός και ένας ολόκληρος κόσμος να χαθεί. Η καταστροφή για τον Γερμανό σημαίνει δημιουργία και η συντριβή του χρονικού είναι η αιωνιότητά του».