Όνειρο στο κύμα

 Γράφει ο Δημήτρης Ποταμιάνος

Μελετώ αυτόν τον καιρό το γοητευτικό εγχειρίδιο του εξελικτικού βιολόγου Robert Trivers, Deceit and Self- Deception- Fooling yourself the better to fool others (Απάτη και αυταπάτη- Κοροϊδεύοντας τον εαυτό μας για να ξεγελάσουμε καλύτερα τους άλλους), και διαρκώς ξεπροβάλλει εμπρός μου η εικόνα της ηλιόλουστης εκείνης μέρας όπου με φόντο το ακριτικό Καστελλόριζο να πλέει στο κύμα ο κυβερνήτης μας Γ. Α. Παπανδρέου ανακοίνωνε την απόφασή του να ......
προστρέξουμε σε ξένη βοήθεια για να καλύψουμε τον τρύπιο προϋπολογισμό μας και βέβαια τα χρέη μας προς τους πρόθυμους ως τότε δανειστές μας.
Ο Τράιβερς ξεκινά τη μεθοδική έρευνά του με ένα απλό ερώτημα: Πώς είναι δυνατόν εμείς οι άνθρωποι (αλλ’ από κοντά κι όλα τ’ άλλα πλάσματα της φύσης) να έχουμε αναπτύξει τέτοια θαυμαστά αισθητήρια όργανα για τον εντοπισμό και την πρόσληψη της πληροφορίας, την οποία όμως το πρώτο που κάνουμε, μόλις την υποδεχτούμε, είναι να τη διαστρέφουμε, να αλλοιώνουμε δηλαδή το ωφέλιμο περιεχόμενό της; Με άλλα λόγια, πολύ κακό ή καλό, όπως το πάρει κανείς, για το τίποτα.
Το βλέπουμε φυσικά αυτό να γίνεται με τους ερωτευμένους. Μάτια δεν έχουν παρά μόνο για τα αμφισβητούμενα συχνά χαρίσματα του καλού ή της καλής τους. Ενώ συνήθως επίσης παρατηρείται πως ο τελευταίος που παίρνει είδηση τις απιστίες του συντρόφου του/της είναι εκείνος που θα μπορούσε εύκολα και από πρώτο χέρι να έχει τις πιο έγκυρες πληροφορίες.
Η γλώσσα μας, επιχειρηματολογεί πάντα ο Τραίβερς, αυτό το σπουδαίο ομολογουμένως καμάρι μας, που την ακονίσαμε τόσο υποδειγματικά, για να μπορούμε να μεταδίδουμε με σαφήνεια στους άλλους τις σκέψεις και τις επιθυμίες μας, έγινε τελικά κι αυτό ένα εργαλείο -το εργαλείο ίσως- συσκότισης των συλλλογισμών και των ευχών μας. Κατά τούτο, πρωταθλητισμό κάνουμε ασφαλώς στο ζωικό βασίλειο σε θέματα απάτης και αυτοεξαπάτησης. (Απαραίτητη προφανώς αυτή η τελευταία. Αν θέλουμε να εξαπατήσουμε «πειστικά» τους γύρω μας, φροντίζουμε πρώτα να ξεγελαστούμε εμείς οι ίδιοι.) Αλλ’ ακόμα και αρκετές από τις λεγόμενες επιστημονικές αναζητήσεις μας τις κατατρώει κι αυτές το διπλό αυτό σαράκι. Την οικονομολογία πρώτη και καλύτερη, ας πούμε. Αρκετά και πολύ κομψά μάλιστα μαθηματικά μοντέλα έχει όντως αναπτύξει η οικονομική επιστήμη. Μπορεί όμως να κανείς πει μετά βεβαιότητος πως λύθηκε μ’ αυτά το πρόβλημα της αξίας; Προβάλλουν εν προκειμένω οι ειδήμονες το τεκμήριο της χρησιμότητας. Αυτό που είναι όμως χρήσιμο για τον έναν δεν είναι κατ’ ανάγκην εξίσου χρήσιμο για τον άλλο. Αλλουνού του είναι πιο χρήσιμο, και συνεπώς προτιμότερο, το φαϊ, αλλουνού το να κάνει κομπόδεμα κι ενός τρίτου το σεξ, πάνω κι απ’ το φαϊ ή το κομπόδεμα.  Παραμελούν -σκοπίμως άραγε;- οι οικονομολόγοι το μόνο κοινό αντίκρυσμα της χρησιμότητας, που ισχύει για όλους τους έμβιους οργανισμούς, και που δεν είναι άλλο από το όφελος που επιδιώκουμε και αποκομίζουμε, περνώντας στις επόμενες γενιές τον περιούσιο σπόρο μας, τον δικό μας ή κι αυτόν που είναι ικανά ν’ αφήσουν τα πιο κοντινά μας πρόσωπα. Και πώς μπορεί, τέλος, κανείς να εμπιστευθεί ως γνησίους εξερευνητές της αλήθειας εκείνους που επιμένουν να διαδίδουν την ψευδαίσθηση πως το κόστος των απατηλών/καταχρηστικών στρατηγημάτων στην οικονομία μας (πρωτοστατούντων εδώ των «χρυσών αγοριών» μας) θα ελεγχθεί από τις δυνάμεις της αγοράς και μόνο; Μας λένε οι καλοθελητές: Κόψτε μισθούς και συντάξεις, περιορίστε το κράτος πρόνοιας κι όλα θα διορθωθούν από μόνα τους. Αργά ή γρήγορα - και με τη γενναιόδωρη βέβαια βοήθεια που αξιώνεστε σήμερα να λάβετε- θα ξαναρθείτε στα ίσια σας, με ενισχυμένη την ανταγωνιστικότητά σας και με τα πολυπόθητα πλεονάσματα στην τσέπη. Κι όταν τυχαίνει να μη συμβαίνει αυτό, η παραπειστική απάντηση είναι πάλι πολύ απλή: Εμείς σας δώσαμε την καλή συνταγή, εσείς όμως δεν θέλατε ή δεν μπορούσατε να την εφαρμόσετε σωστά. Και μείνατε με τις παρενέργειες του φαρμάκου, τα όλο και πιο δυσβάστακτα τοκοχρεωλύσια.
Πώς να μη μου θυμίζουν όλα αυτά τη φωτεινή εκείνη μέρα στο Καστελλόριζο; Ποιό ξεφτέρι της «επικοινωνίας» έπεισε άραγε τον δικό μας υπεύθυνο άνθρωπο πως για να χάψουμε καλύτερα το παραμύθι της επικείμενης εθνικής σωτηρίας - με τον ιλιγγιωδώς αστόχαστο, βιαστικό και κατά πως φαίνεται δίχως καμία προετοιμασία δανεισμό - ταίριαζε καλύτερα να μας το διηγηθεί πλάι στο κύμα; Στο κύμα που έσκαγε στην παραλία τού απόμακρου, ξεκομμένου από την υπόλοιπη επικράτεια μικρού νησιού, που υπερήφανα ωστόσο στέκεται ακόμα όρθιο ως σήμερα, με απείραχτη την τρισεύγενη χάρη του. Ως εδώ καλά, αλλ’ η αντίφαση ανάμεσα στη δεδομένη διαχρονικότητα του νησιού και στην αβέβαιη, τουλάχιστον, βιωσιμότητα του προτεινομένου οικονομικού σχεδίου έβγαζε μάτι. Μετατρέποντας έτσι το τόσο χειροπιαστό και σαν αχειροποίητο πάντως νησί σε πρόχειρο σκηνικό. Το πιο προβληματικό όμως, ίσως, απ’ όλα είναι πως, για να μας το πλασάρει καλύτερα, το άγονο και ψευδεπίγραφο αυτό παραμύθι χρειάστηκε τότε να το πιστέψει πρώτος ο ίδιος ο παραμυθάς. Ο οποίος είχε και τη νόμιμη διορία να συνεχίσει να το πιστεύει, εμπλουτίζοντάς το διαρκώς, εις πείσμα του ρήγματος με την πραγματικότητα που βάθαινε ολοένα, όσο εκείνου τα μυαλά τα φούσκωνε και μετά το Καστελλόριζο η μπουκαδούρα του πελάγους.
Νισάφι! Αληθεύει τώρα ασφαλώς το ότι δεν μπορείς να μεταδώσεις κανένα δημιουργικό όραμα αν πρώτος εσύ δεν του’ χεις εμπιστοσύνη. Να όμως που η εξελικτική ανθρωπολογία μας μαθαίνει πως υπάρχει και η άλλη, πολύ πιο δυσοίωνη, όψη του νομίσματος. Κάτι που εμείς εδώ βέβαια το ζήσαμε και το ζούμε ακόμα πολύ σκληρά στο πετσί μας.


Αν σας αρέσουν οι ......καφέδες μας και  θέλετε να μαθαίνετε έγκαιρα και έγκυρα  όσα συμβαίνουν γύρω μας,  κάντε like στην σελίδα του καφενείου μας  πατώντας εδώ.