Το θράσος να έχεις το κεφάλι έξω απ’ το βούρκο…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Εζυγίσανε τη χαρά μου και τη βρήκανε, λέει, μικρή / και την πατήσανε χάμου σαν έντομο. / Τη χαρά μου χάμου πατήσανε και στην πέτρα μέσα την κλείσανε / και στερνά την πέτρα μου αφήσανε, / τρομερή ζωγραφιά μου./ Με πελέκι βαρύ τη χτυπούν, με σκαρπέλο σκληρό την τρυπούν, / με καλέμι πικρό τη χαράζουν, την πέτρα μου./ Κι όσο τρώει την ύλη ο καιρός, τόσο βγαίνει πιο καθαρός / ο χρησμός απ’ την όψη μου : / ΤΗΝ ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ ΝΑ ΦΟΒΑΣΤΕ / ΚΑΙ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ Τ’ ΑΓΑΛΜΑΤΑ!» (Οδυσσέας Ελύτης : Το Άξιον Εστί)


Η Αθλιότητα, πάντοτε έβλεπε και βλέπει με καχυποψία την εικόνα όλο και περισσότεροι απλοί άνθρωποι του μόχθου να μπορούν να διαβιώνουν έχοντας τη μύτη τους έξω απ’ το βούρκο της ανέχειας. Και βεβαίως, συνιστά για την Αθλιότητα την ακραία έκφραση «ανευθυνότητας» να μην αποδέχεται ως κάτι το «μοιραίο» και το «αναπόφευκτο» τούτο το......
γεγονός, πολύ δε περισσότερο αν διεκδικεί το ΑΝΑΦΑΙΡΕΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ να στείλει στο οριστικό χρονοντούλαπο της Ιστορίας τούτη την ανέχεια. Για να το πω απλά, το να βρίσκεσαι ένα σκαλί πάνω απ’ τα γουρούνια, ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ «ΠΟΛΥΤΕΛΕΙΑ», είναι ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ… Εδώ, δεν χωρά κανένα «αλλά»…

Η Αθλιότητα, «κατηγορεί» τον μέσο άνθρωπο, σε τούτη τη χώρα, με την ευκαιρία τούτης της κρίσης, πως «άπλωσε», λέει, «περισσότερο απ’ ό,τι μπορούσε τα πόδια του». Ο μέσος Έλληνας έγινε «υπερκαταναλωτικός», διότι πήγαινε μια φορά την εβδομάδα στη ταβέρνα, διότι μπορούσε και πήγαινε 15 μέρες ή ένα μήνα οι πιο τυχεροί διακοπές οικογενειακά, διότι είχε δύο αυτοκίνητα, διότι «άντεχε» να σπουδάζει δυο παιδιά στην επαρχία… Όλα αυτά, χαρακτηρίζονται ως «αδιανόητα» και είναι αυτοί οι ιερείς της Εκκλησίας της Φτωχοποίησης που θυμούνται τις «καλές μέρες» της «εγκράτειας», όπου η έξοδος απ’ το σπίτι για διασκέδαση ήταν σπάνια, όταν δεν υπήρχε δεύτερο αυτοκίνητο στη μέση οικογένεια ή καθόλου αυτοκίνητο, όπου οι διακοπές γίνονταν ίσαμε εκεί που έφτανε η αστική συγκοινωνία ή αν διάθετες ιδιόκτητο σπίτι στο χωριό… «Ξεχνάνε» όμως ότι σ’ εκείνες τις μέρες της «εγκράτειας» ΚΑΤΑ ΚΑΝΟΝΑ ήταν το εισόδημα του άντρα ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΑΥΤΟ που συντηρούσε την οικογένεια, και ότι ο μετέπειτα «υπερκαταναλωτισμός» και τα ανώτερα επίπεδα διαβίωσης υποστηρίχτηκαν συχνά και με την ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΕΡΓΑΣΙΑ (και άρα εισόδημα) ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ, και πολύ συχνά και των παιδιών όταν ενηλικιώνονταν, και τηρουμένων των αναλογιών, η πρόσθετη κατανάλωση υποστηρίχτηκε από πρόσθετες πηγές εισοδημάτων και όχι από το μοναδικό εισόδημα του άντρα της παλαιάς εποχής της εγκράτειας…
Σε ό,τι δε με αφορά, δεν βλέπω το λόγο, γιατί η επιδίωξη περισσότερων ανέσεων και ανώτερων επιπέδων ευημερίας να ενοχοποιούνται ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΣΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ όταν για τα ανώτερα εισοδηματικά κλιμάκια, πόσο μάλλον για την άρχουσα οικονομικά τάξη, θεωρείται ως κάτι το αυτονόητο… Και μη μου αραδιάσουν τη συνήθη ανοησία των «αντοχών της οικονομίας»… Οι «αντοχές» αυτές μια χαρά ήταν και είναι αν πρόκειται να υποστηρίξουν το δικαίωμα του μέσου πολίτη, πόσο μάλλον του πολίτη που βρίσκεται κάτω απ’ το μέσο, να ζει έχοντας όχι μονάχα τη μύτη του έξω απ’ το βούρκο, μα (εδώ θα λιποθυμήσουν μερικοί εραστές της Αθλιότητας), να έχουν κι ολόκληρο το κεφάλι έξω απ’ το βούρκο, και κατά την δική μου πίστη, (εδώ θα πάθουν το εγκεφαλικό), όχι απλά να έχουν το κεφάλι έξω απ’ το βούρκο, μα κι ολόκληρο το σώμα τους και μάλιστα να μη κατοικούν καθόλου κοντά σε βούρκους… Οι περίφημες «αντοχές» του οικονομικού μας οικοδομήματος, ΔΕΝ λύγισαν απ’ το γεγονός ότι κοινωνικές τάξεις διαβίωναν με τη μύτη έξω απ’ το βούρκο, κι όχι με το κεφάλι μέσα, μα λύγισαν ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΛΕΗΛΑΣΙΑΣ ΔΗΜΙΔΙΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ, ΚΙ ΑΠ’ ΤΗΝ ΕΘΙΜΙΚΗ ΠΟΥ ΈΧΕΙ ΚΑΤΑΣΕΙ ΣΧΕΔΟΝ ΘΕΣΜΙΚΗ ΑΠΟΦΥΓΗ ΝΑ ΣΥΝΕΙΣΦΕΡΟΥΝ ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΒΑΡΗ ΟΣΟΙ ΔΕΝ ΑΝΗΚΟΥΝ ΣΤΑ ΣΥΝΗΘΗ ΥΠΟΖΥΓΙΑ ΤΟΥΤΟΥ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ…