Τώρα που απέτυχαν όλα τα άλλα μήπως είναι καιρός να σοβαρευτούμε;

 Γράφει ο Ευθύλογος
Κανένας δεν αμφισβητεί ότι ο περνάμε δύσκολες ώρες.
Κανένας δεν αμφισβητεί ότι οι πολιτικοί που καθόρισαν τις τύχες της χώρας μεταπολεμικά, υπήρξαν κατά κανόνα κατώτεροι των περιστάσεων και έχουν τεράστια ευθύνη για το σημερινό κατάντημα.
Πάντα βέβαια με τη δική μας συναίνεση!
Αν εξαιρέσουμε την εφτάχρονη νύχτα  της χούντας, για όλα τα υπόλοιπα χρόνια εμείς οι απλοί πολίτες έχουμε την ευθύνη της ψήφου μας, την ευθύνη των μαξιμαλιστικών διεκδικήσεων αλλά και την ευθύνη του ρουσφετιού.  Δεν νομίζω να υπήρξε ποτέ πολιτικός που να προσπάθησε να «ρουσφετέψει»  κάποιον πολίτη με το ζόρι. Αντίθετα οι πολίτες συνωστίζονταν στα πολιτικά γραφεία ζητώντας και πολλάκις απαιτώντας «εξυπηρέτηση».
Και βέβαια οι πολιτικοί,  μας «εξυπηρετούσαν» με αντάλλαγμα να τους αφήνουμε να βουτάνε ανεμπόδιστα στον δημόσιο μπεζαχτά.
Ούτε η λογική του «έτσι κάνουν όλοι» μας απαλλάσσει από την προσωπική ευθύνη.
Αν κάποιος θέλει να διαφέρει από τον «όχλο» διαφοροποιείται από την μαζική συμπεριφορά. Αλλά ο δρόμος αυτός έχει προσωπικό κόστος και ελάχιστοι από μας είμαστε διατεθειμένοι να το πληρώσουμε. Οι περισσότεροι σκεφτόμαστε και συχνά το λέμε και φωναχτά:
«Άσε αδερφέ, δεν είναι καιρός για ηρωισμούς. Κοίτα να βολευτείς!».
Κι έτσι, αντί να καταγγείλουμε το ρουσφέτι, αντί να διαδηλώσουμε εναντίον του γλειψίματος, ψάχνουμε να βρούμε εκείνον τον μακρινό «μπάρμπα στην Κορώνη» ή  τέλος πάντων «κάποιο  βύσμα».  Πόσους ξέρουμε που δεν παρακάλεσαν για να σβήσουν κλήση[1] ή δεν έψαχναν «βύσμα» για να βολευτούν στο στρατό, ή δεν έγλειψαν για να διοριστούν, ή δεν φίλησαν κατουρημένες ποδιές για μετάθεση, ή δεν απευθύνθηκαν «στο βουλευτή τους» για να τακτοποιήσουν υποθέσεις τους;
Όχι! Δεν τη χάσαμε τώρα που μας ελεημονούν και μας ελεεινολογούν οι Ευρωπαίοι την αξιοπρέπειά μας! Τη χάσαμε πριν χρόνια στα πολιτικά γραφεία.
Τώρα χάσαμε λεφτά και κάποιοι ίσως πολλά λεφτά. Αλλά το ότι δεν ενοχληθήκαμε για την απώλεια της αξιοπρέπειας και ενοχλούμαστε για τα λεφτά, δείχνει τον τρόπο με τον οποίο ιεραρχούμε τα........

πράγματα.
Είχαμε βέβαια μια ευκαιρία να ξαναβρούμε τη χαμένη τιμή μας, όταν κάποιοι αναιδώς μας πρότειναν να πουλήσουμε μερικά νησιά μας ή την Ακρόπολη. (εδώ).
 Αν κάναμε τα παρακάτω:
Α) Να πούμε στους επίδοξους αγοραστές της πατρίδας μας:
 «Όχι ρε πούστηδες! Δεν πουλάμε τίποτε! Θα πεινάσουμε αλλά δεν πουλάμε τη γη των προγόνων μας! Θα δουλέψουμε διπλά για να σας ξοφλήσουμε αλλά δεν πουλάμε  την Ιστορία μας!».
Β) Να τσακώσουμε  τους δικούς μας πολιτικούς αγύρτες και να τους πούμε:
Και τώρα μεταξύ μας καραγκιόζηδες!  Γρήγορα μέσα στη Βουλή!. Δεν βγαίνετε από κει μέσα αν δεν βρείτε τους κλέφτες! Αν ήξεραν ότι θα ψοφήσουν από την πείνα και τη δίψα σίγουρα θα τους έβρισκαν.  

Γ) Να σταματήσουμε αμέσως να αγοράζουμε οποιοδήποτε εισαγόμενο προϊόν, εκτός από τα απολύτως αναγκαία.

Ναι, το ξέρω θα μας έλειπαν πολλά αγαθά του σύγχρονου τεχνικού πολιτισμού.
Θα γυρίζαμε πίσω πολλά χρόνια.
 Αλλά θα (ξανα)μαθαίναμε σιγά - σιγά να παράγουμε κάποια δικά μας προϊόντα.
Εκτός κι αν τούτος ο τόπος είναι ακατάλληλος για κάθε παραγωγή.
Αν είναι έτσι, να τον εγκαταλείψουμε και να φύγουμε όλοι.
Αλλά μάλλον δεν είναι!  Δεν πάει πολύς καιρός που άκουσα σημαντικό πολιτικό πρόσωπο να λέει: 
«Η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι ο λαχανόκηπος της Ευρώπης».
Ναι θα μπορούσε. Αλλά ο λαχανόκηπος θέλει σκάψιμο. Κι εμείς αποφεύγουμε τέτοιες βάρβαρες δραστηριότητες. Κληρονομιά από τους αρχαίους ημών προγόνους που παρά το ότι είχαν δώσει ένα θαυμάσιο όνομα σε όποιον κέρδιζε το ψωμί του δουλεύοντας με τα χέρια, [2] οι ίδιοι προτιμούσαν άλλου είδους απασχολήσεις.
Και πρόσφατα άκουσα άλλον «ειδικό περί τα οικονομικά» να λέει πως οι οικονομικές κρίσεις ξεπερνιούνται με τα εξής μέτρα:
1) Αύξηση των φόρων.
2) Ελάττωση των δαπανών.
3) Αύξηση των εξαγωγών.
4) Ελάττωση των εισαγωγών.
Ανεξάρτητα από την ορθότητα της άποψης, ξέχασε να μας πει ότι  τα δυο τελευταία προϋποθέτουν αύξηση της ντόπιας παραγωγής, άρα και αύξηση της κατά κεφαλήν πραγματικής εργασίας. [3]
Πρέπει επί τέλους να  αντιληφθούμε το αυτονόητο.
Μόνον ο πρωτογενής τομέας παράγει πραγματικό πλούτο!  Ο δευτερογενής τομέας προσθέτει αξία μέσω της μεταποίησης στο πρωτογενές προϊόν, ο δε τριτογενής τομέας (αν εξαιρέσουμε την υγεία και την παιδεία) διευκολύνει την χρήση των προϊόντων (εμπόριο, μεταφορές)  ή γυροφέρνει το χρήμα από τσέπη σε τσέπη.[4]
Εγώ π.χ. πίνω καθημερινά καφέ στο καφενείο σου και σου δίνω 60 – 70 € το μήνα, εσύ έρχεσαι στο ιατρείο μου, σε εξετάζω, σου γράφω μια συνταγή,  μου ξαναδίνεις τα ευρώ και είμαστε πάτσι.
Ο μόνος αυτοδύναμος από τους τρεις τομείς είναι ο πρωτογενής.
Κοινωνίες μόνον με αγρότες υπήρξαν, κοινωνίες μόνο με δικηγόρους ή μόνο με εκπαιδευτικούς ή μόνο με καφετζήδες μάλλον είναι αδύνατο να υπάρξουν.
Δεν υπονοώ βέβαια ότι η σωτηρία μας θα έρθει με την επιστροφή στην πρωτόγονη  γεωργική οικονομία αλλά ότι η πλήρης εγκατάλειψη του πρωτογενούς τομέα και του δευτερογενούς σε μεγάλο ποσοστό είναι ο ασφαλέστερος τρόπος για την καταστροφή μιας χώρας μακροπρόθεσμα.
Και εμείς τον ακολουθούμε 60 χρόνια!
Είδατε πουθενά να ανοίγουν βιοτεχνίες; Οι καφετέριες όμως ανθούν!
Φυσικό είναι. Αφού ψάχνουμε για θέση στις καφετέριες, ανοίγουν καφετέριες. Αν ψάχναμε για δουλειά στις βιοτεχνίες κι αν προτιμούσαμε τα δικά μας προϊόντα, θα άνοιγαν βιοτεχνίες.  
Ήταν τόσο δύσκολο να καταλάβουμε (και κυρίως να καταλάβουν οι πολιτικοί φωστήρες) ότι μια χώρα που εισάγει τριπλάσια από όσα εξάγει μοιραία κάποτε θα αντιμετωπίσει οξύτατο οικονομικό πρόβλημα;
Ενδεικτικά αναφέρω ότι το  2010  η συνολική αξία των εισαγωγών διαμορφώθηκε στο ύψος  των  47,721. δις. € ενώ η συνολική αξία των ελληνικών εξαγωγών ανήλθε μόλις σε 16,248 δις. €. (εδώ)
  (και το 2010 ήταν χρονιά μειωμένων εισαγωγών λόγω της κρίσης!).
Ήταν τόσο δύσκολο να καταλάβουμε (και κυρίως να καταλάβουν οι πολιτικοί βλάκες) ότι μια χώρα χωρίς παραγωγή προϊόντων οδηγείται στη φτώχεια και στην εξάρτηση – δηλ. στην απώλεια της εθνικής κυριαρχίας;
Και βέβαια η παραγωγή δεν γίνεται στο τσιπουράδικο – γίνεται στο αμπέλι, δεν γίνεται στην πολυθρόνα της καφετέριας – γίνεται στη βιοτεχνία  που φτιάχνει πολυθρόνες, δεν γίνεται στην ταβέρνα ξεκοκαλίζοντας το αρνάκι – γίνεται στη στάνη εκτρέφοντας αρνάκια, δεν γίνεται πίσω από ένα κομπιούτερ – γίνεται πίσω από μια ραπτομηχανή, δεν γίνεται με το στυλό – γίνεται με το τσαπί, δεν γίνεται επιδεικνύοντας τα καινούρια μας «δρύινα» έπιπλα  - γίνεται στο δάσος υλοτομώντας, δεν γίνεται μαρσάροντας το  «αμάξι» του μπαμπά – γίνεται με το τρακτέρ, δεν γίνεται στο υπόγειο μπαράκι – γίνεται στο υπόγειο ορυχείο, δεν γίνεται κουνώντας τον κώλο μας στο ρυθμό του heavy metal – γίνεται στο χυτήριο της μεταλλουργίας.     
Δεν γίνεται δηλαδή παραγωγή διασκεδάζοντας – γίνεται δουλεύοντας και μάλιστα σκληρά.
Η παραγωγή γίνεται ακριβώς σ’ εκείνους τους τομείς που εμείς προσπαθήσαμε για δεκάδες χρόνια να αποφύγουμε.
Και το πετύχαμε μαθαίνοντας δυο γραμματάκια ώστε να βολευτούμε πίσω από ένα γραφείο, αφού γνωρίζαμε γραφή και ανάγνωση. [5] 
Προφανώς δεν μας αρέσουν τα παραπάνω ούτε και το τοπίο που προδιαγράφεται και για μας και για τα παιδιά μας. Αλλά δεν είμαστε σε θέση να κάνουμε ότι μας αρέσει. Οφείλουμε να κάνουμε ότι πρέπει και μάλιστα  για πολλά – πάρα πολλά χρόνια . . .
Η μόνη παρηγοριά (αν είναι παρηγοριά) είναι ότι δεν θα είμαστε μόνοι σ’ αυτό τον τραχύ μονόδρομο. Θα ακολουθήσουν (ενδεχομένως για άλλους λόγους) κι άλλοι πολλοί που ούτε καν το φαντάζονται σήμερα.
Ο homo sapiens με την βλακώδη συμπεριφορά του, περιόρισε πολύ τη διάρκεια ζωής των καλοθρεμμένων αγελάδων. Στο εξής οι ισχνές θα έχουν τον πρώτο λόγο.    

         *   *    *    *    *    *    *    *    *
 [1] Έτοιμη είναι η «αθώα» απορία κάποιων.
Δηλαδή από το σβήσιμο μιας κλήσης για παράνομη στάθμευση γκρεμίζεται μια χώρα; 
Όχι βέβαια! Η χώρα γκρεμίζεται από μια νοοτροπία, μέρος της οποίας είναι και το σβήσιμο της κλήσης.

[2]  Χειρώναξ = άναξ των χεριών, βασιλιάς των χεριών.
[3] Εμάς μας ενοχλεί ακόμη και το άκουσμα της λέξης εργασία. Εδώ βαφτίσαμε το Υπουργείο Εργασίας σε Υπουργείο Απασχόλησης.
[4]  Ο τουρισμός προφέρει αλλά δεν μπορεί να είναι ο κύριος πυλώνας ανάπτυξης μιας χώρας. Άλλωστε πρόκειται για προαιρετική δαπάνη άρα και για αβέβαιο εισόδημα. Είναι ατυχής ο χαρακτηρισμός «βαρειά βιομηχανία». Η πραγματική βαρειά βιομηχανία δουλεύει τρεις βάρδιες το 24ωρο σε ετήσια βάση, δεν στέλνει για 7 – 8 μήνες τους εργαζόμενους στο Ταμείο Ανεργίας.   
[5] Ασφαλώς δεν εννοώ κάποιους που αφιερώνονται και κάνουν πραγματική επιστήμη προάγοντας και  τη γνώση και την ανθρώπινη ευημερία. Εννοώ εμάς τους υπόλοιπους, που μάθαμε πέντε κολλυβογράμματα παραπάνω με στόχο να αποφύγουμε την πραγματική δουλειά και δεν ντρεπόμαστε  να ζητάμε καλλίτερες αμοιβές από τους χειρώνακτες.
Ευθύλογοςvacon28@gmail.com