Είμαστε ήδη στην άβυσσο – Θα ξυπνήσουμε;

Γράφει ο Γιάννης Λοβέρδος

Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι βρισκόμαστε στο χείλος της αβύσσου. Η άποψη μας είναι ότι έχουμε ήδη πέσει στην άβυσσο και, την τελευταία στιγμή, οι εταίροι μας στην Ε.Ε. μας έριξαν ένα σχοινί, λεπτό κι εύκολο να σπάσει, για να σωθούμε. Και με την ανικανότητα των ευρωπαίων ηγετών, τίποτα δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Αλλά και πάλι, για να γίνει η σωτηρία πραγματικότητα, χρειάζεται να αλλάξουμε όλοι συμπεριφορά και νοοτροπία και να αποφασίσουμε να πάρουμε άλλη κατεύθυνση -η κοινωνία και, κυρίως, η κυβέρνησή της. Ειδάλλως, τα μέτρα που ελήφθησαν θα προκαλέσουν μόνον την εύλογη αντίδραση του κόσμου, θα οδηγήσουν στη δεδομένη φτώχεια όλων μας, αλλά και δεν θα......... λύσουν το πρόβλημα.

Τα πράγματα σε λίγα χρόνια θα είναι πολύ χειρότερα και τότε η καταστροφή θα είναι αναπόφευκτη. Και το δυστύχημα είναι ότι δεν έχουμε ακόμα καταλάβει τι συμβαίνει, πώς φθάσαμε ως εδώ και πώς μπορούμε, έστω και την ύστατη στιγμή, να αντιδράσουμε.

Εχουμε εδώ και πολύ καιρό γράψει και ξαναγράψει ότι όλοι, προεξάρχοντος του γραφειοκρατικού και διεφθαρμένου δημόσιου τομέα, κατέστρεψαν την ελληνική οικονομία επί δεκαετίες τώρα, καθιστώντας την αποκλειστικά κρατικοδίαιτη κι εξαρτώμενη από τον δανεισμό και μόνον. Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνον το 2009, λίγο προτού μπούμε στο Μνημόνιο, η χώρα είχε έσοδα μόλις 45 δις ευρώ και έξοδα πάνω από 78 δις ευρώ.
Αυτό σημαίνει ότι εξαρτάται αποκλειστικά και μόνον από το δανεισμό. Κι επειδή ιδιωτική οικονομία ουσιαστικά δεν υφίσταται, όταν χρεοκοπεί το κράτος, χρεοκοπεί συνολικά η οικονομία.
Κι ας μην ξεχνάμε ότι είμαστε μια χώρα απολύτως εξαρτημένη από τις εισαγωγές. Δεν παράγουμε οτιδήποτε. Και δεν αναφερόμαστε μόνον στις ανάγκες τις ενεργειακές ή στην υψηλή τεχνολογία -που ακόμα κι αυτά θα μπορούσαμε να παράγουμε μερικώς στις Ελλάδα – αλλά στις άμεσες ανάγκες μας, στις γεωργικές και των τροφίμων.
Το 1981, η χώρα ήταν αυτάρκης σε τρόφιμα και γεωργικά προϊόντα. Από τη στιγμή που εισήχθησαν οι κοινοτικές επιδοτήσεις στον αγροτικό τομέα, οι αγρότες έπαψαν να παράγουν για τον καταναλωτή και άρχισαν να παραγουν αποκλειστικά για τις επιδοτήσεις. Αποτέλεσμα: σήμερα εισάγουμε το 60 με 70% των αναγκών μας. Καταλαβαίνετε, λοιπόν, τι θα συνέβαινε αν το ελληνικό δημόσιο δεν μπορούσε να αποπληρώσει τις οφειλές του και κατέρρεε μαζί με το τραπεζικό μας σύστημα. Μοιραία θα πάγωναν κι οι όποιες εισαγωγές και θα πεινούσαμε στην κυριολεξία.

Για να αντιμετωπισθεί αυτό το απευκταίο, αλλά άκρως πιθανόν ενδεχόμενο, πρέπει να γίνουν δύο πράγματα.

Το πρώτο είναι να συμμαζέψουν οι κυβερνώντες το Δημόσιο, που είναι η μεγάλη πηγή του κακού. Αυτό χρεοκόπησε και συμπαρέσυρε στο σύνολό της την οικονομία. Πρακτικά είναι πολύ εύκολο, καθώς απαιτεί μια μόνο υπογραφή του υπουργού Οικονομικών. Εκείνο που χρειάζεται είναι να πάρει κάποιος το πολιτικό κόστος.

Το δεύτερο είναι να προχωρήσουν οι διαρθρωτικές αλλαγές -αυτό είναι πολύ δύσκολο, δεδομένου ότι κάθε άλλο παρά έχουν παταχθεί η διαφθορά και η γραφειοκρατία. Οσο αυτό, όμως, δεν αντιμετωπίζεται, τόσο το πρόβλημα θα υφίσταται. Χρειάζονται ριζικές, δύσκολες και αποφασιστικές κινήσεις από την κυβέρνηση, που δεν μας έχει πείσει σχετικά. Παραδείγματος χάριν, δεν έχει κάνει καν τις απαραίτητες κινήσεις για να κλείσουν οι ζημιογόνες υπηρεσίες και οργανισμοί του Δημοσίου.

Και το χειρότερο που έγινε πρόσφατα γνωστό από τα στοιχεία του προϋπολογισμού: Οι πρωτογενείς δαπάνες του Δημοσίου αντί να μειώνονται αυξάνονται, γιατί χάνονται στη «μαύρη τρύπα» των ασφαλιστικών ταμείων και των νοσοκομείων και, φυσικά, του αδηφάγου Δημοσίου, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει η κυβέρνηση.