«Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα»

Του Θανάση Νικολαΐδη

ΔΕΝ διαθέτει συνήγορό του το Κράτος. Ποτέ δεν είχε. Και το’ βαλε απέναντι ο κάθε κακομαθημένος ρωμιός σαν μονάδα είτε οργανωμένος σε ομάδα ή συντεχνία, το κατασπαράσσει και το ‘φχαριστιέται. «Άλλος», σου λέει, «θα εισπράξει τη ζημιά, εγώ και πάλι μάγκας κι αν χρειαστεί, όλοι μαζί βουλιάζουμε και…αποθανέτω η ψυχή μου. Ως τότε, παραμένω ωφελημένος, ικανοποιημένος και ατιμώρητος». Απλές, συνήθεις σκέψεις ενός καθημερινού έλληνα, αποστεωμένου και με άδεια την ψυχή από Ελλάδα και πατρίδα. Κραυγάζει για «λιγότερο κράτος», το επικαλείται με την παράλληλη τραγική κραυγή «πού είναι το κράτος;», οι πολλοί τον ανεχόμαστε, οι λίγοι τον χειροκροτούν και οι ελάχιστοι τον θαυμάζουν.
ΚΑΙ ποιος απόμεινε να το νοιαστεί, στο πνεύμα του κοινού συμφέροντος; Οι κυβερνήσεις των πολιτικών και οι πολιτικοί της ψηφοθηρίας. Ανάμεσά τους χυδαίοι μιζαδόροι που έτριβαν τα χέρια τους, πριν........ πιάσουν τα ηνία της εξουσίας, γιόρταζαν τα επιείκεια κι έστηναν πάρτι . Και οι άλλοι; Ποιος να νοιαστεί το ΕΣΥ που το τραβολογούν υπεράριθμοι διευθυντές, αδίστακτοι (υπερ)συνταγογράφοι και πιράνχας-προμηθευτές; Και που έπιασες στα πράσα τον «συμβεβλημένο» γιατρό; Λύνεις τη σύμβαση με το δημόσιο, καθαρίζεις κι ας καθάρισε αυτός χιλιάρικα. Να νοιαστούν για τον ΟΣΕ και τις ζημιές του, για τον ΟΤΕ και τα μπόνους, για τη ΔΕΗ και τους μισθούς; Την αφήνουμε στα χέρια των μεγαλοσυνδικαλιστών και περιμένουμε, με τα μάτια κλειστά, μη νιώσουμε την έκρηξη και τρομάξει η ψυχή μας.
ΑΥΤΟ, λοιπόν, το ξένο σώμα που το’ παμε Κράτος, δημόσιο ή Πολιτεία εκδικείται. Για τα χτυπήματα και την εγκατάλειψη. Με ταμεία που άδειασαν και λογαριασμούς που γέμισαν. Κι αν ένιωθες ανασφάλεια στην Ελλάδα της κομπίνας, κατοχύρωνες τον «ιδρώτα» σου στην Ελβετία. Στο (διεθνές) θησαυροφυλάκιο του πλούτου και ενίοτε της επαγώγιμης κομπίνας και της ατιμίας, επιχρυσωμένης με την ανωνυμία, που εξασφαλίζει μέρες ευτυχίας και νύχτες χωρίς εφιάλτες.
ΤΟ δημόσιο, λοιπόν, που στήσαμε επιμελώς λειψό, γραφειοκρατικό και υδροκέφαλο δεν σώζεται με τις (ανύπαρκτες) δομές του και με τους αρμεχτές τριγύρω. Κι αν πέσουν δανεικά (ακόμα και αγύριστα), ούτε ένα ευρώ θα περισσέψει για τη μοιρασιά. Θα το’ χουν φάει νωρίτερα ανθέλληνες σε ρόλο έλληνα, άπληστοι, θρασείς και ατιμώρητοι. Κι εμείς; «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!»,