Όταν η Παρακμή εξουσιάζει το Βήμα του Ομιλητή, είναι καιρός να μιλήσουν τα νεκροταφεία…



 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης


«Αλλά οι κεφαλές, για όνομα του Θεού, οι κεφαλές. τους συλλογίζεσαι κι έχεις όρεξη για κλάματα. Τώρα έγινε ό,τι έγινε και τίποτε δεν μπορεί ν’ αλλάξει όσο να λευτερωθεί ο τόπος. Η μόνη παρηγοριά είναι ότι, σαν φτάσουμε στο τέλος της μεγάλης περιπέτειας, όλοι ετούτοι θα έχουν σαρωθεί από εκείνους που ζούνε το σημερινό δράμα της σκλαβιάς. Εκείνους που, καθώς φαντάζομαι, θα είναι σε θέση να μιλήσουν τη λαλιά της Ελλάδας.»
(Χάγκεν Φλάϊσερ : Στέμμα και Σβάστικα, Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2009, Τόμος Α΄, σελ. 190)

«Σαν φυλακίσεις τον άνθρωπο που παλεύει για τη Λευτεριά, στη φυλακή μπαίνει ο άνθρωπος, η Λευτεριά μένει απέξω. Αυτό δεν το κατάλαβε ποτέ κανένας τύραννος. Και δε θα το καταλάβει ποτέ ως το τέλος της τυραννίας κανένας.»
Μενέλαος Λουντέμης : Οδός Αβύσσου Αριθμός 0, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, σελ. 284

Ένας παλιός αφρικάνικος ύμνος λέει : «Η περηφάνεια του έθνους μας βρίσκεται στα νεκροταφεία». (Dudley Lynch - Paul L. Kordis : Η Στρατηγική του Δελφινιού, εκδ. Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 1995, σελ. 16).
Ένας μεγάλος Έλληνας στοχαστής που..........
πια δεν βρίσκεται στη ζωή, έγραφε κάποιες δεκαετίες πριν : «Τη στιγμή όπου μια «ομάδα» δεν αισθάνεται πια καμιά δημιουργική πνοή, πριν να βυθιστεί στο ψέμμα και στη συμβατικότητα, στη διακεκριμένη πλήξη και στον καριερισμό, τη στιγμή όπου ορισμένα προβλήματα –δηλαδή τα προβλήματα- κείτονται κοιμισμένα και πριν φθάσουν σε τέλεια έλλειψη έντασης, τη στιγμή όπου ο λόγος γίνεται ανώδυνος και νωχελής χωρίς πια ούτε φίλους ούτε εχθρούς –είναι καιρός να σταματήσει... Όταν η πτώση στην ασημαντότητα είναι περισσότερο από απειλητική… τότε έχει σημάνει σιωπητήριο για εκείνους που θέλουν ν’ ακούσουν να σημαίνουν κι άλλες ώρες. Καμιά φορά επιβάλλεται ν’ αψηφούμε το πεπρωμένο και ν’ αποτολμούμε την περιπέτεια… Αυτή η αιματηρή και καρναβαλίστικη ιστορία, όπου δράμα και φάρσα ταυτίζονται μέσα στη μεγάλη διάχυση και σύγχυση, βρίσκεται τη στιγμή αυτή να ολοκληρώνει πράγματα που είναι στο τέρμα τους… Καμιά καταστροφή δεν φαίνεται να καραδοκεί την υπάρχουσα τάξη-αταξία-νέα τάξη. Τα πουλιά που πετούν μέσα στη καταιγίδα τα διαδέχονται οι διαπλανητικοί πύραυλοι και τα πουλιά που πετούν χαμηλά. Ο γερο-τυφλοπόντικας συνεχίζει παρ’ όλα αυτά το έργο του. Ποιο έργο;…»( Αξελός, Κώστας : Προς την πλανητική σκέψη, 2η έκδοση, εκδ. Βιβλιοπωλείον της «ΕΣΤΙΑΣ» Ι. Δ. ΚΟΛΛΑΡΟΥ & ΣΙΑΣ ΑΕ, Αθήνα, 1985, σελ. 248-249).
Βρισκόμαστε, πιστεύω, σαν κοινωνία, σα λαός, κάπου σε μια κατάσταση με χαρακτηριστικά ανάλογα της κατάστασης που περιγράφει ο Αξελός για άλλο λόγο.
Η Ελλάδα, αυτή η «μικρή και μεγάλη» κατά το αντίστοιχο του «μικρός και μέγας» του Ελύτη, έδωσε τη μάχη σε τούτα τα τελευταία 35 και κάτι χρόνια, και κάνει τον απολογισμό της. Ένας απολογισμός αιματηρός διότι αιματηρές ήταν και οι μάχες που δόθηκαν. Δεν ήχησαν συμβατικά όπλα ούτε ήταν συμβατικά τα πολεμοφόδια που προκάλεσαν τα θανάσιμα τραύματα και τις αιμορραγίες. Ήταν όπλα πολύ πιο τρομακτικά από ένα αυτόματο ή ένα πιστόλι ή ένα τανκ ή ένα μαχητικό αεροπλάνο ή πλοίο. Ήταν τα ύπουλα όπλα της Παρακμής. Τούτα τα όπλα δεν σε τρομάζουν ούτε σε στέλνουν στα καταφύγια. Τούτα τα όπλα ό,τι πρόκειται να πλήξουν το εκθειάζουν, υπόσχονται ότι το προστατεύουν. Αυτή είναι η μεγάλη τους δύναμη. Τούτα τα όπλα σε σαγηνεύουν : σε βομβαρδίζουν με ωραία οράματα, σε τορπιλίζουν με εξαίσιες προοπτικές, σε πυροβολούν με ευημερία. Μόνο σαν μπολιαστούν καλά στη συνείδηση του λαού τούτα τα οράματα, τούτες οι εξαίσιες προοπτικές, τούτη η υποσχόμενη ευημερία, θα πετάξουν τη μάσκα τους, και οι λέξεις πια θα αρχίσουν να μπαίνουν σε εισαγωγικά. Είναι εκείνη η στιγμή όμως, που με το μπόλιασμα εγχύθηκαν στο κοινωνικό σώμα, στο σώμα του λαού, αρκετές αναισθητικές και παραισθησιογόνες ουσίες ώστε το θύμα να μην μπορεί να αντιδράσει. Όχι δεν αντιδρά, αλλά και παθητικά ακόμα και με γέλια που το ίδιο δεν μπορεί να ελέγξει, αντιμετωπίζει μια τραγική για το ίδιο κατάσταση. Καίρια ο Παναγιώτης Κονδύλης περιγράφει τούτον τον ζόφο : «Το ελληνικό κοινωνικό και πολιτικό σώµα στο σύνολό του επωφελήθηκε από τη µεταπολεµική πρωτοφανή ανάπτυξη της διεθνούς οικονοµίας και άντλησε βραχυπρόθεσµα ωφελήµατα απ’ αυτή µε αντάλλαγµα τον µακροπρόθεσµο υποβιβασµό της Ελλάδας στην κλίµακα του διεθνούς καταµερισµού εργασίας και συνάµα τη γενική εθνική της υποβάθµιση. Αυτό έγινε µε τη µορφή ενός σιωπηρού, αλλά διαρκούς και κατά µέγα µέρος συνειδητού και επαίσχυντου κοινωνικού συµβολαίου, στο πλαίσιο του οποίου η εκάστοτε πολιτική ηγεσία - «δεξιά», «φιλελεύθερη» ή «σοσιαλιστική», κοινοβουλευτική ή δικτατορική: στο κρίσιµο τούτο σηµείο οι αποκλίσεις υπήρξαν ελάχιστες - ανέλαβε τη λειτουργία να ενισχύει γρήγορα και παρασιτικά τις καταναλωτικές δυνατότητες του «λαού» µε αντίτιµο την πολιτική του εύνοια ή ανοχή, ήτοι τη διαχείριση της πολιτικής εξουσίας και την κάρπωση των συναφών κοινωνικών και υλικών προνοµίων... Ποτέ άλλοτε το κράτος και το έθνος δεν βρέθηκαν, χάρη στην απλόχερη µεσολάβηση του «πολιτικού κόσµου», σε τόσο αγαστή σύµπνοια µε τον χαρτοπαίκτη της επαρχίας και µε το τσόκαρο των Αθηνών» (Μας το θυμίζει ο Γιώργος Ρωμαίος : Ο Πνευματικός Κόσμος, ΒΗΜΑ, 5/6/2011, www.tovima.gr).
Κάθε όμως παραισθησιογόνο δεν διαρκεί επ’ άπειρον, και στις περιπτώσεις των λαών, δεν υπάρχει μόνιμος εθισμός. Μπορεί να διαρκεί αλλού λιγότερο αλλού περισσότερο, αλλά μόνιμος δεν είναι. Έρχεται η στιγμή, αργά ή γρήγορα, της «απεξάρτησης». Το θύμα αντιλαμβάνεται εκ των υστέρων την παγίδα στην οποία έπεσε, και εφόσον δεν του απέλειπε η διάθεση για επιβίωση και ο έρωτας για μια υγιή ζωή, και εως ότου επανέλθει πλήρως στην αρχική του φυσική κατάσταση, αντιδρά με ένταση κλιμακούμενη. Ασθενώς στην αρχή, σθεναρά στο τέλος.
Η Παρακμή, επιτέθηκε και κατέλαβε τούτη τη χώρα για πάνω από 35 χρόνια. Δεν ξεκίνησε έτσι, ως Παρακμή, αντιθέτως, ξεκίνησε ως γνήσια διάθεση η Ελλάδα να προετοιμαστεί για τη νέα χιλιετηρίδα κατά το καλύτερο δυνατό τρόπο, όμως μεταλλάχτηκε σε τέτοια, δηλαδή σε Παρακμή. Είναι τούτο το Παρακμασμένο Πολιτικό Σύστημα η Πραγματική Δύναμη Κατοχής τούτου του τόπου. Τι κατείχε, τι κατέχει; Κατείχε –κατέχει- ό,τι σπάνια μια Ξένη Κατοχική Δύναμη μπορεί να κατακτήσει, αλλά όχι και μια ντόπια : κατείχε τη Ψυχή μας. Όχι όλων, ούτε στον ίδιο βαθμό σε όσους ασκούσε κατοχή, αλλά τόσων ώστε να ελέγχει όλους. Η Παρακμή έθαψε κάθε «δημιουργική πνοή» του λαού, βυθίζοντας τη πολιτική στο θεσμοποιημένο ψέμμα και «τη συμβατικότητα», «στη διακεκριμένη πλήξη και στον καριερισμό», ώστε τη στιγμή όπου ορισμένα προβλήματα –δηλαδή τα προβλήματα- κείτονται κοιμισμένα και πριν φθάσουν σε τέλεια έλλειψη έντασης, τη στιγμή όπου ο λόγος γίνεται ανώδυνος και νωχελής χωρίς πια ούτε φίλους ούτε εχθρούς –είναι καιρός να σταματήσει...», για να χρησιμοποιήσω ατόφιες τις λέξεις και τις φράσεις του Αξελού. Και ακόμα παραπέρα, υπήρξε μια τέτοιας έκτασης και έντασης λεηλασία δημοσίου χρήματος και δημοσίου πλούτου, πράγμα που μόνο μια Δύναμη Κατοχής και όχι ένα υγιώς λειτουργόν Δημοκρατικό Πολίτευμα μπορούσε να πετύχει. Και για να «πετύχει» όλα αυτά και άλλα σαν αυτά, έπρεπε να στείλει στο νεκροταφείο τα αντίθετά τους, δηλαδή ό,τι το θετικό απειλούσε αυτές τις αρνητικότητες. Φτάνουμε έτσι απ’ τον Αξελό στον αφρικανικό ύμνο : «Η περηφάνεια του έθνους μας βρίσκεται στα νεκροταφεία».
Στα νεκροταφεία των Ιδεών, στα νεκροταφεία των Στάσεων Ζωής, των Νοοτροπιών, των Συμπεριφορών. Διότι υπάρχουν Ιδέες, Στάσεις Ζωής, Νοοτροπίες, Συμπεριφορές ηγετικές και φθοροποιές. Πρέπει να ξεχωριστεί η ήρα απ’ το στάρι. Αυτό είναι μια καίρια και στρατηγική ενασχόληση ενός ηγέτη –όταν υπάρχει και δεν υπάρχει συχνά, στις μέρες μας δε, το Έλλειμμα Ηγεσίας είναι το πιο σοβαρό και πιο μεγάλο έλλειμμα, από κάθε άλλο. Τι συμβαίνει όμως όταν δεν υπάρχει διαθέσιμη τέτοια ηγεσία, και πολύ περισσότερο όταν ηγέτες που ταυτίζονται άμεσα ή έμμεσα με τη κρίση, εκμεταλλευόμενοι το κενό σπεύδουν ή εξακολουθούν να καλύπτουν το κενό ή και υποθάλπουν τη Θεωρία του Μονόδρομου; Διότι, ας το προσέξουμε αυτό, η ΚΑΘΕ πολιτική οικονομική πρόταση ή πρόταση γενικότερα κοινωνικής πολιτικής και οικονομικής πολιτικής, και ιδίως η Θεωρία του Μονόδρομου, περισσότερο κι απ’ το να μας λέει ότι τούτα τα ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ή ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΑ μέτρα είναι ή δεν είναι αναγκαία, υπογραμμίζει και προπαγανδίζει ΚΥΡΙΩΣ ΤΟΝ ΜΟΝΟΔΡΟΜΟ της «αναγκαιότητας» ύπαρξης μιας συγκεκριμένης πολιτικής ηγετικής ομάδας. Και το ζήτημα που γεννάται είναι : τι γίνεται όταν το Πολιτικό Σύστημα που κατηγορείται δικαίως ως παρακμασμένο προβάλλει ως ο πρεσβευτής της Λύσης; Σε μια τέτοια στιγμή, είναι η ώρα της κοινωνίας και του λαού. Είναι η ώρα της Συλλογικής Κοινωνικής Ευθύνης ν’ αποκρούσει την κατάληψη του θώκου της πολιτικής ηγεσίας από όσους είναι ανάγκη ν’ απομακρυνθούν και να αναζητηθούν νέοι ηγέτες, που ίσαμε τώρα η φωνή τους δεν αφήνονταν να ακουστεί, των οποίων η φωνή ήταν αποκλεισμένη, ήταν εξορισμένη. Το ζήτημα δεν είναι αν θα υπάρξουν τέτοιες φωνές : το ζήτημα είναι αν η Κοινωνία θα έχει ανοιχτά τα αυτιά της και τεταμένη τη προσοχή της ν’ ακούσει τις φωνές αυτές, σε πρώτη φάση να τις ξεχωρίσει απ’ τις Παλιές Φωνές που παράλληλα θα ακούγονται για να δημιουργήσουν τον αναγκαίο γ’ αυτές θόρυβο και σύγχυση, και ακολούθως να αρχίσει να ξεχωρίζει ποιες επιλέγει για τη Νέα Εποχή, που κυοφορείται αλλά που δεν ήρθε ακόμα.
ΕΚΕΙ, σ’ αυτά τα νεκροταφεία των Ιδεών και Στάσεων Ζωής πρέπει αναζητήσουμε τη προοπτική της δικής μας ΖΩΗΣ! Διότι «έξω», δηλαδή το «σήμερα», έχει κυριευθεί απ’ το μεγάλο Μηδέν της Παρακμής, απ’ την Αυτοκρατορία του Τίποτα. Διαβάζω κι ακούω που και που εκκλήσεις πραγματικά ειλικρινών ανθρώπων, απλών ή της τέχνης και των γραμμάτων προς το παρόν Πολιτικό Σύστημα να «υπερβεί» πράγματα και καταστάσεις και να ομοψυχίσει προ της μεγάλης κρίσεως. Αλλά πώς μπορείς πια να επαναποθέτεις ελπίδες στο Τίποτα και να το καλείς να υπερβεί τον εαυτό του, δηλαδή το Τίποτα;
Διότι η σιωπή σκοτώνει το δίκαιο. «Όταν επιβάλλεται σιωπή στο δίκαιο ώσπου να εδραιωθεί η δικαιοσύνη, είναι σα να του επιβάλλεται παντοτινή σιωπή, αφού δε θα υπάρχει πια λόγος συζήτησης όταν η δικαιοσύνη θα βασιλεύει για πάντα.» (Albert Camus : Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 361). Σκοτώνει ακόμα η σιωπή ή επιχειρεί να αφαιρέσει και το φυσικό δικαίωμα του θύματος να διαμαρτυρηθεί και να εκδηλώσει το πόνο του. Ο σφαδασμός του θύματος θεωρείται «ενόχληση». Έντεχνα προβάλλεται το «ειρηνόφιλον» της όποιας κοινωνικής αντίδρασης. Αλλά από πότε ιστορικά η ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ της ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ηρεμίας συσχετίζεται σώνει και καλά με την απουσία κάθε αντανακλαστικής αντίδρασης που το θύμα εκδηλώνει όταν του κόβουν το λαιμό, όπως, π.χ., το ζώο που κλωτσάει (και ενδέχεται αν δεν προσέξεις να τραυματιστείς σοβαρά, όταν μιλάμε για ένα μεγάλο ζώο, όπως π.χ. ένα ταύρο); Και από πότε μια Παρακμασμένη Εξουσία άρχισε να φοβάται τέτοιες «ειρηνόφιλες» αντιδράσεις, αν όχι να τις προπαγανδίζει η ίδια, έστω κι αν στρέφονται εναντίον της;
Η σιωπή μιλά πολύ πιο σοφά απ’ τις ακατάσχετες φλυαρίες και πολιτικές όσο και διανοουμενίστικες μπουρδολογίες της Εποχής της Παρακμής, κάτι που έχει να κάνει πέρα απ’ το ψέμα όπως εξηγεί στο περί μπουρδολογίας άρθρο του ο κ Θάνος Βερέμης (Περί μπουρδολογίας, εις : εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/4/2009) «Η διαφορά ανάμεσα στην μπούρδα και το ψέμα είναι ότι ο ψεύτης παρουσιάζει ως αληθινό κάτι που ο ίδιος θεωρεί ψέμα. Ο ψεύτης συνεπώς έχει σαφή άποψη περί του αληθινού. Ο μπουρδολόγος ενδέχεται να μη γνωρίζει, ή το πιθανότερο, να μην ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Εκπέμπει ανοησίες, δηλαδή λεκτικές κατασκευές δίχως νόημα, ή ωραιολογίες που χαϊδεύουν τα αυτιά των ακροατών του χωρίς να εναποθέτουν εκεί κάποιο έλλογο μήνυμα.» Μπορούμε λοιπόν να φανταστούμε το εκρηκτικό μίγμα του ποτού που η Παρακμή χρησιμοποιεί για να ξεδιψά, όταν αναμειγνύει το συνειδητό ψέμα με τη μπούρδα.
Να ξεθάψουμε τον ζωντανό χωρίς επιτήδευση διάλογο και να θάψουμε τον μονόλογο του Μονοδρόμου, το μόνο ποίημα που ξέρει, μονόλογος θανάτου.
Να ξεθάψουμε (ξαναζωντανεύοντάς τα στη σκέψη μας) ό,τι ΑΔΙΚΩΣ έχουν ταφεί!
Να θάψουμε (διαγράφοντάς τα απ’ τη σκέψη μας) ό,τι ΑΔΙΚΩΣ επιζούν και πολύ περισσότερο κυριαρχεί!
Να δώσουμε πάλι σάρκα και οστά σε ό,τι μας διαφοροποιούσε θετικά απ’ το σήμερα!
Να αντιφορολογήσει η Κοινωνία τη Παρακμή και ό,τι παγίως δεν φορολογείται : να επιβάλλουμε λοιπόν
·         Φόρο ανοησίας
·         Φόρο ξυλογλωσσίας (ξύλινος πολιτικός λόγος)
·         Φόρο καρεκλοκενταυρίας
·         Φόρο καλαμοϊππεύσεως
·         Φόρο ασυνειδησίας
·         Φόρο αμπελοσοφίας
·         Και άλλους παρόμοιους

Να πάψουμε να ακούμε και πολύ περισσότερο ν’ ακολουθούμε «ηγετικές» φωνές που πια δεν μπορούν να εμπνέουν και πολύ περισσότερο φωνές που δίκαια έχουν ταυτιστεί με τη Παρακμή, είτε διότι την υπηρέτησαν είτε διότι την ανέχτηκαν, διότι έθεσαν το προσωπικό συμφέρον πάνω απ’ το κοινό συμφέρον. Το ζήτημα της εντιμότητας στην άσκηση της «πραγματικής» πολιτικής, όπως και στην άσκηση του μάνατζμεντ ακόμα και στον πολύ πιο «πεζό» κόσμο των επιχειρήσεων, ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΜΕΤΑΒΛΗΤΗ της επιδιωκόμενης αποτελεσματικότητας της ηγεσίας. Όπως σημειώνει Peter Drucker (και μας το υπενθυμίζει ο Fred R. David : Strategic Management, 2nd edition, Merrill Publishing Company, 1989, σελ. 10) αναφερόμενος ακριβώς στον κόσμο των επιχειρήσεων (αλλά εμείς το επεκτείνουμε σε ΚΑΘΕ ΕΙΔΟΥΣ ΗΓΕΣΙΑ) : «Ένας άνδρας (ή γυναίκα) μπορεί να γνώριζε πολύ λίγα, να εκτελεί φτωχά, να στερείται κρίσης και ικανότητας, κι όμως ακόμα να μην προξενεί τόσο μεγάλη ζημιά σαν μάνατζερ. Αλλά, αν αυτό το πρόσωπο στερείται χαρακτήρα και ακεραιότητας -καμιά σχέση με το πόσα  πολλά γνωρίζει, πόσο έξοχο είναι, πόσο επιτυχημένο- αυτό το πρόσωπο καταστρέφει. Καταστρέφει ανθρώπους, τον πιο πολύτιμο πόρο της επιχείρησης. Καταστρέφει το πνεύμα, την έμπνευση, τη διάθεση. Και καταστρέφει την αποτελεσματικότητα. Αυτό είναι ιδιαίτερα αληθινό για τους ανθρώπους στην κορυφή της επιχείρησης. Διότι το πνεύμα, η διάθεση, η έμπνευση δημιουργείται από την κορυφή. Αν ένας οργανισμός είναι μεγάλος σε πνεύμα, αυτό συμβαίνει διότι το πνεύμα της ηγεσίας του είναι μεγάλο. Αν αυτό εκφυλίζεται, αυτό γίνεται διότι η ηγεσία σαπίζει. Καθώς η παροιμία λέει « Τα δέντρα πεθαίνουν από την κορυφή»...»