Μια μπύρα στη βροχή

ΓΡΑΦΕΙ Η ΛΟΥΚΡΗΤΙΑ


Tο μοναδικό που έχει αυτός ο άνθρωπος είναι ο τρόπος με τον οποίο ζει στον κόσμο. Διακριτικός σαν ανάσα. Ήσυχος σαν τάφος. Χωρίς καμία μεγάλη αλήθεια να πει, καμία συνταρακτική ιστορία να αφηγηθεί. Τον λένε Γρηγόρη και είναι γύρω στα 65. Ψηλός και αδύνατος. Μια φαλάκρα που εκτείνεται στο μεγαλύτερο μέρος του κεφαλιού του, γυαλίζει όταν έχει λιακάδα και τα μάτια του έχουν το πιο εντυπωσιακό γαλάζιο που έχω συναντήσει. Το πιο αστείο στο πρόσωπό του είναι το στόμα του. Είναι πλατύ και μόλις χαμογελάει για να σε καλησπερίσει, βλέπεις πως τα τέσσερα μπροστινά δόντια λείπουν, κάνοντας τους δύο κυνόδοντές του να μοιάζουν με στήλες μιας μεγάλης και σκοτεινής πύλης.
Ποτέ δεν κατάλαβα πως ένας άνθρωπος προσαρμόζεται σε κάποιο σκηνικό. Και όχι μόνο αυτό...
Γίνεται η ψηφίδα που αν την αφαιρέσεις η εικόνα δεν θα είναι πλέον ίδια. Το κατάλαβα πάνω από τη λίμνη της βροχής στο πεζοδρόμιο, βλέποντας δυο χέρια με τραχιά όψη να χαϊδεύουν τα γατάκια που έχουν κουλουριαστεί δίπλα από ένα χαρτόκουτο.

Κανείς δεν γνωρίζει πολλά για τον Γρηγόρη. Ούτε και ο ιδιοκτήτης του ψιλικατζίδικου, ο κύριος Βασίλης, ο οποίος έχει την τιμή να τον επισκέπτεται κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Τον πρώτο καιρό, δοκίμασε να του πιάσει κουβέντα ο κύριος Βασίλης, αλλά ύστερα από λίγο εγκατέλειψε κάθε προσπάθεια. “Δεν μιλάει. Κι αν μιλήσει, θα είναι για να σε ρωτήσει για την καθημερινότητά σου. Δεν τα μπορώ εγώ αυτά” μου είπε. Έτσι, μετά από λίγο ο Γρηγόρης περνούσε απαρατήρητος. Είχε μπει στην κατηγορία “κομμάτι της γειτονιάς” μαζί με τις νερατζιές, τα σταθμευμένα αυτοκίνητα, τους κάδους και τα αδέσποτα γατιά.