«Εν ονόματι της δικαιοσύνης…» (Ένα παράδειγμα θυσίας προσωπικού συμφέροντος…)

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κωστής Στεφανόπουλος, σε ομιλία του (προ 2ετίας περίπου) στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, κάλεσε τη κυβέρνηση και τα κόμματα, να ενεργούν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το πολιτικό κόστος. Σκέφτηκα λοιπόν, κάτι να σημειώσω πάνω στο μέγα τούτο ζήτημα. Αναζήτησα διάφορα παραδείγματα που θα μπορούσαν όχι μόνο να επισημάνουν ότι φορείς των θεσμών της δημοκρατίας μας πράγματι δεν υπολόγισαν το προσωπικό τους κόστος,  μα ήθελα ταυτόχρονα το όποιο παράδειγμα θα επέλεγα να είχε και ένα παιδευτικό χαρακτήρα. Από το δίλημμα αυτό με βοήθησε να βγω ένα παλιό δημοσίευμα, από εκείνα που κρατώ στο αρχείο μου, και αναφέρονταν στη γνωστή υπόθεση του Βατοπεδίου και στα περί των πεπλανημένων υπουργών. Επέλεξα λοιπόν να παρουσιάσω ένα παράδειγμα θυσίας προσωπικού συμφέροντος από το χώρο του πλέον ευαίσθητου θεσμού της δημοκρατίας : της δικαιοσύνης. Το παράδειγμα ενός δικαστή που τολμά να υψώσει το παράστημά του στον ηγεμόνα και να του .....
επισημάνει ότι πάνω από τις βασιλικές κορώνες βρίσκεται το Δίκαιο, ο Νόμος.

Εν ονόματι του βασιλέως σας προσκαλώ να υπογράψετε την απόφασιν!». «Εν ονόματι της δικαιοσύνης δεν την υπογράφω!». Ο παραπάνω διάλογος είναι μεταξύ του γραμματέα της επικρατείας (υπουργού δικαιοσύνης) Σχινά και του Πολυζωϊδη, προέδρου του δικαστηρίου που δίκαζε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα (Δημ. Φωτιάδη : Κολοκοτρώνης, εκδ. Σ. Ι.  Ζαχαρόπουλος, σελ. 488). Στο νεοπαγές τότε ελληνικό κράτος, πολύ γρήγορα άρχισε ο αγώνας για την επικράτηση των δίκαιων επιθυμιών και ορθών απόψεων και ιδεών από τη μια πλευρά για τους θεσμούς που θα έπρεπε να κατισχύσουν και το πώς θα έπρεπε αυτοί να λειτουργούν, και των εντελώς αντίθετων των ανωτέρω επιθυμιών, απόψεων και ιδεών των οποίων το συμφέρον δεν εύρισκε καμία εξυπηρέτηση σε τέτοιου είδους δίκαιες και ορθές θεσμικές συγκροτήσεις και λειτουργίες.

Μακρά πράγματι η ιστορία της μετριοκρατίας, της ευνοιοκρατίας, της αναξιοκρατίας, και της παρεοκρατίας στον τόπο τούτο. Τον πολιτικαντισμό εκείνο που έκανε την εμφάνισή του αμέσως με την δημιουργία του ελληνικού κράτους, επιδιώκοντας την μερίδα του λέοντος ως γέρας, από ένα «κυνήγι» στο οποίο δεν μετείχε και ήταν απών, φυσικά, ως αντίληψη τη βιώνουμε συνεχώς. Ιστορικά μιλώντας, μη μετέχοντες στη δημιουργία του προϊόντος, όχι απλά συμμετέχουν στη νομή του, όχι απλά έχουν πολύ σημαντικότερα μερίδια σε σχέση με τους δημιουργούς του προϊόντος, μα επίσης συχνά, κρατούν και το μαχαίρι που μοιράζει τη πίτα!

[*]

Όμως, ποιος ήταν αυτός ο δικαστής που αυθαδίαζε σ’ ένα υπουργό - εκπρόσωπο ενός ελέω θεού βασιλέα, (και συνειρμικά σ’ ένα εκπρόσωπο του ίδιου του Θεού), στον υπουργό που καθώς μας διαβεβαιώνει ο παραπάνω ιστορικός, πήγε εκεί ντυμένος στην χρυσή στολή του και με μερικούς παρατρεχάμενους γραφιάδες επίσης με τη επίσημη στολή τους, προκειμένου να «θαμπώσει» τους αντιδρώντες δικαστές; («Θαυμάσιο κι αυτό! Να θέλουν να τιμώ έναν άνθρωπο ντυμένο με χρυσά σειρίτια, που τον ακολουθούν εφτά ως οκτώ λακέδες!» (Blaise Pascal : Σκέψεις, εκδ. Αναγνωστίδης, σελ. 107)). Ίσως κάποιος φανατικός (πολιτικός) οπαδός ή πολύ φίλος των κατηγορούμενων; Ίσως ένας μεγαλωμένος άνθρωπος, κάπου ας πούμε κοντά στη σύνταξή του, που αφού πορεύτηκε καλά στη ζωή του, με τους μικρούς ή τους μεγάλους συμβιβασμούς, έβλεπε στην προκείμενη περίπτωση μια ευκαιρία να εξασφαλίσει μια ένδοξη ηρωική έξοδο και υστεροφημία; Όμως, όχι! Ίσχυαν εντελώς τα αντίθετα από τα παραπάνω. Ο πρόεδρος του δικαστηρίου που εγκαλούσε κατ’ ουσίαν τον Σχινά στη δικαιοσύνη, ο Πολυζωίδης, δεν ήτανε παρά 32 ετών, και πριν την παραπάνω δίκη ήταν και δηλωμένος (πολιτικά) αντίπαλος του Κολοκοτρώνη. Το ίδιο ισχύει και για τον άλλο δικαστή που κι εκείνος έπραξε ακριβώς όπως ο Πολυζωϊδης, τον Τερτσέτη. Μόλις 34 ετών κι αυτός. Ήταν νέοι άνθρωποι, σπουδαγμένοι και με τη ζωή μπροστά τους. Το επαγγελματικό τους μέλλον ήταν λαμπρό απλώς και μόνο με τον διορισμό τους (εκδήλωση εύνοιας και εμπιστοσύνης ενός απολυταρχικού καθεστώτος : τι μεγαλύτερο «δώρο»!) στη δίκη εκείνων που ενσάρκωναν το ίδιο το ‘21. Αν υπέκυπταν στις αξιώσεις των Βαυαρών, δεν θα ήταν απλά λαμπρό το μέλλον τους, θα ήταν ένα γεμάτο πάθος φιλί από την ίδια την εύνοια και την ίδια την τύχη. Τα ανταλλάγματα θα ήταν άμεσα και πάρα πολύ μεγάλα. Κι όμως, εκείνοι οι νεαροί δικαστές, τολμούσαν να ορθώσουν το ανάστημά τους και να εγκαλέσουν όχι τον υπουργό δικαιοσύνης ενός πανίσχυρου όσο και αυταρχικού καθεστώτος, που δεν παρείχε καμία εγγύηση σε όποιον τολμούσε απλά να το στραβοκοιτάξει, πόσο μάλλον να ενεργήσει εναντίον του, μα να εγκαλέσουν το ίδιο το («ελέω θεού») αυταρχικό καθεστώς στη τάξη, και να ορθώσουν τούτο το λόγο : ότι δηλαδή δεν αναγνώριζαν την βασιλική εξουσία παρά μόνο τις επιταγές της δικαιοσύνης. Τα μαθήματα υποτέλειας δεν τα δέχτηκαν, τη στιγμή που άλλοι, προκειμένου να αποκτήσουν την απλή έστω συμπάθεια της (όποιας) εξουσίας, συνωθούνται -και ιστορικά μιλώντας : συνωθούνται ως τα σήμερα- έξω από την πόρτα της προκειμένου αυτοβούλως να δηλώσουν τα «ευπειθή σεβάσματά» τους!

Σαν μια αντίθεση προς τα παραπάνω δεν μπορώ πράγματι να μην ανακαλέσω στη μνήμη μου την αξιοθρήνητη εικόνα Ελλήνων στρατηγών που δέχτηκαν να αγωνιστούν στο Στάδιο του Παναθηναϊκού το 1946 στο δρόμο των 100 μέτρων «ίνα δια της προσωπικής των ταύτης συμμετοχής εις τον αθλητικό στίβον τονίσωσι την σημασίαν του αθλητισμού…» (Ξενοκρατία, εκδ. Πάπυρος, 1975, σελ. 53). Εδώ η «μικρή» λεπτομέρεια είναι ότι οι Έλληνες στρατηγοί υποχρεώθηκαν να το κάνουν αυτό από τον βρετανό στρατηγό Ρόλινγκς, με προφανή στόχο τη «…μείωση του κύρους τούτων, ενώπιον του στρατού και του λαού…» (Ξενοκρατία, αυτόθι). Κι ενώ στρατηγοί δεν είχαν το σθένος να αρνηθούν τον προσωπικό και δημόσιο εξευτελισμό που τους επέβαλε μέσα στο ίδιο τους το σπίτι ένας ξένος αξιωματικός, στην δίκη του Κολοκοτρώνη, όχι ένας στρατηγός, μα ένας μοίραχος (λοχαγός) της χωροφυλακής είχε τολμήσει τότε, να καταθέσει υπέρ των κατηγορούμενων Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, και βεβαίως εναντίον της κατηγορούσας αρχής, που ήταν το ίδιο το πανίσχυρο όσο και αυταρχικό «ελέω θεού» καθεστώς. Ο μοίραρχος εκείνος ήταν ο Μήτρος Δεληγιώργης, πατέρας του μετέπειτα πρωθυπουργού Επαμεινώνδα Δεληγιώργη. Σημειώνει ο ιστορικός σχετικά : «…Ο Δεληγιώργης διορίστηκε διοικητής της χωροφυλακής στην Αρκαδία, όταν η εξουσία απόλυσε τον πριν μοίραρχο που τον υποπτεύθηκε πως έτρεφε φιλικά αισθήματα για τους Ναπαίους (σημ. επρόκειτο για το ρωσόφιλο κόμμα). Διάλεξαν για τούτο το πόστο τον Δεληγιώργη γιατί, καθώς βεβαιώνουν και τα «Πρακτικά», ήτανε «κατά το πολιτικόν φρόνημα εναντίος του Κολοκοτρώνη»…» (Δημ. Φωτιάδη : όπ, σελ. 389). Κι αυτός ο έντιμος στρατιωτικός, μπρος στο χρέος της υπεράσπισης της δικαιοσύνης, δεν μέτρησε ούτε πόσα γαλόνια ακόμα θα άρπαζε μ’ αντάλλαγμα μια ψευδομαρτυρία του σε βάρος των κατηγορούμενων, ούτε όμως και πόσα θα ‘χανε αν πήγαινε κόντρα στο καθεστώς του οποίου μάλιστα ήταν και αξιωματικός!

Υπάρχουν όμως στιγμές που πράγματι αξίζουν όσο ένας αιώνας! Τέτοιες στιγμές ανάτασης του ανθρώπου, ευτυχώς υπάρχουν αρκετές και σε πολλούς τομείς δράσεις. Ο αγώνας για όσους εμπνέονται απ’ αυτές είναι να πάψουν να είναι «στιγμές» στο χρόνο. Ο αγώνας είναι ν’ αρχίσουν να γίνονται «περίοδοι». Αν ως «στιγμές» είναι πανίσχυρες, ως «περίοδοι» θα είναι ακαταμάχητες.

Τα γκάλοπ σταθερά κατατάσσουν (εδώ και πολλά χρόνια) ιδιαίτερες ομάδες στα πλέον χαμηλά επίπεδα της κλίμακας αξιοπιστίας : τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους, τους συνδικαλιστές. Η δικαιοσύνη βρίσκονταν πάντα σε πολύ πιο αξιοπρεπή θέση στην παραπάνω κλίμακα της δημόσιας αποδοχής. Προσδοκούσαμε ότι θα άντεχε εν τέλει. Δεν επιθυμούμε, δεν ευχόμαστε απλά να «αντέξει». ΠΡΕΠΕΙ να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι του καθένα για να προστατευθεί και να ενισχυθεί η δικαιοσύνη. Στις παρακμιακές ιδίως κοινωνίες, η μάχη υπέρ της δικαιοσύνης αποτελεί την μητέρα των μαχών. Είναι ο βασιλιάς στο σκάκι : άπαξ και συλληφθεί, η παρτίδα τέλειωσε. (Βεβαίως, αν η «παρτίδα» εξελίχθηκε έτσι για τη μια πλευρά που όλα δείχνουν ότι είναι αναπόφευκτη η ήττα της, τότε, δεν υπάρχει άλλη λύση από το να ξαναρχίσει ΜΙΑ ΝΕΑ «παρτίδα», ξεκινώντας από την αρχή).

Στα δικαστήρια, θα πρέπει ακριβώς απέναντι από τις έδρες των δικαστών να αναρτηθεί μια φωτογραφία, για να την βλέπουν συνεχώς όταν δικάζουν οι δικαστές. Την φωτογραφία του δικαστηρίου που δίκασε τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα, και ιδιαίτερα εκείνη τη στιγμή, όπου στην έδρα βρίσκονται όλοι οι δικαστές, με τον Πολυζωίδη και τον Τερτσέτη στη μέση με σχισμένα ρούχα -αφού πράγματι οι χωροφύλακες τους πήγαν σηκωτούς μέσα στην αίθουσα και ύστερα από πάλη-, και με τους χωροφύλακες από πίσω τους να έχουν στραμμένα τα όπλα τους με τις γυμνές τους ξιφολόγχες πάνω από τα κεφάλια των δύο εκείνων ατίθασων δικαστών. Των δικαστών που δεν έφεραν βεβαίως τα «προσόντα» των «χαμηλών τόνων» και ενός αντίστοιχου «προφίλ»! Όταν Διοικήσεις ανάγουν τον «χαμηλό τόνο» και το «χαμηλό προφίλ» σε «προσόν» εκ των ων ουκ άνευ, αυτές οι Διοικήσεις που επιζητούν τη σιωπή των στελεχών και τον υπναλέο ψίθυρο, βρίσκονται εντελώς έξω από τις δικές μου απόψεις περί του τόπου άσκησης της διοίκησης, την οποία την θεωρώ ως μια δυναμική και πλήρη ζωής διαδικασία, μια ανταλλαγή ιδεών και γνωμών που όσο περισσότερο τείνει να λάβει τη μορφή του «καταιγισμού», τόσο ενισχύεται η προοπτική για κάτι το θετικό. Όπως το θέτει ο Νίκος Καζαντζάκης, «Δε συγιάζω, δε μετρώ, δε βολεύουμαι! Ακολουθώ το βαθύ χτυποκάρδι.» (Ασκητική, εκδ. Ελένη Καζαντζάκη, σελ. 19) Και ευτυχώς για μένα, η διεθνής εμπειρία και η έγκυρη επιστημονική βιβλιογραφία, φαίνεται να υποστηρίζουν επαρκώς τις δικές μου θέσεις…