Το έννομο συμφέρον του ισχυρού και του ανίσχυρου

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Λοιπόν, έχουμε και λέμε : έχουμε πρώτα απ’ όλα μια ευνομούμενη Πολιτεία, η οποία ταυτόχρονα είναι και Κοινοβουλευτική Δημοκρατία, πράγμα που σημαίνει ότι έχει κι ένα Συνταγματικό Χάρτη. Παρ’ όλο που ο όρος της «ευνομούμενης Πολιτείας» μας τα χαλάει κάπως τα πράγματα, έστω ότι μιλάμε για την Ελλάδα μας!
Στα πλαίσια του παραπάνω γενικού πολιτικού και πολιτειακού πλέγματος, κόσμος και κοσμάκης, όλων των παραγωγικών και κοινωνικών τάξεων, καθημερινά διενεργούν μεταξύ τους οικονομικές και εμπορικές πράξεις, που όλες τους, μα όλες τους, διέπονται είτε από κάποια γενική αρχή Δικαίου, ή/και από άλλες ειδικότερες. Και βέβαια, τούτες τις αρχές δικαίου, άλλοι μεν των συμπολιτών μας τις τηρούν στο ακέραιο, άλλοι μερικώς, άλλοι καθόλου. Όμως, η Πολιτεία, οι Θεσμοί και τα Όργανά της, βρίσκονται εδώ, ακριβώς για να τιμωρούν τους παρανομούντες και να υπερασπίζονται και προστατεύουν όσους κινούνται σύμφωνα με το ..........
Νόμο -υποτίθεται.
Έτσι λοιπόν, αρχίζουμε το σύντομο παραμύθι μας, πριν δύο με τρία χρόνια ή και περισσότερα, πολλοί συμπατριώτες μας μισθωτοί (ας περιοριστούμε σ΄ αυτούς), αποφάσισαν ανάμεσα σ’ άλλα, να αγοράσουν και κάποια πράγματα. Ένας απ’ αυτούς, ας τον ονομάσουμε «Υπήκοος» αποφάσισε ν’ αγοράσει ένα σπίτι –ας μείνουμε σ’ αυτό το παράδειγμα, χάριν οικονομίας. Λοιπόν τούτος ο πολίτης – εργαζόμενος, με βάση την επιμέλεια που πρέπει να δείχνει ένας νουνεχής διαχειριστής των οικονομικών ενός νοικοκυριού, τάβαλε κάτω τα πράγματα, και είδε ότι κάνοντας και σχετικές οικονομίες, πράγματι θα μπορούσε ν’ αποπληρώνει το δάνειο. Την ίδια δυνατότητα την επικύρωσε και η δανείστρια τράπεζα, και υπόγραψαν ένα χαρτί που καλείται από το Κράτος «δανειστική σύμβαση», οι δε αρχές κατάρτισής του, προβλέπονται από την ισχύουσα νομοθεσία.
Στην Πολιτεία όμως αυτή, ΑΙΦΝΙΔΙΩΣ και πάντως χωρίς να ήταν γνωστό ως ενδεχόμενο την εποχή κατάρτισης της άνω σύμβασης (διότι αν ήταν γνωστό το ενδεχόμενο ούτε η τράπεζα ούτε ο μισθωτός θα προχωρούσαν στη σύναψη του δανείου, αλλ’ ακόμα κι αν το επιθυμούσε ο μισθωτός δεν θα ικανοποιούσε το αίτημά του η τράπεζα), ξέσπασε μια μεγάλη κρίση, και η Πολιτεία μας, για τους δικούς της λόγους που δεν είναι του παρόντος να τους σχολιάσουμε, αποφάσισε ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΩΡΑ, να περικόψει σταδιακά μέσα σ’ ένα χρόνο τις αμοιβές του υπαλλήλου αυτού κατά το 1/5 περίπου, πράγμα που δημιούργησε στον υπάλληλο – οφειλέτη της τράπεζας τεράστιο πρόβλημα στο ζήτημα της εξυπηρέτησης του δανείου. Όπως σχεδόν στο σύνολο των μισθωτών, τα οικονομικά είναι κατά κανόνα ίσα βάρκα ίσα νερά. Ήδη εδώ και λίγο καιρό, μετά βίας ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις του, τρώγοντας τις γλίσχρες καταθέσεις του, και ήδη δήλωσε αδυναμία να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα.
Έστρεψε το βλέμμα του προς την Πολιτεία, αλλ’ η τελευταία, με μεγάλη προθυμία δήλωσε ότι κατανοεί το πρόβλημά του, όμως, δεν μπορεί λέει να κάνει τίποτα άλλο, διότι το να του πετσοκόψει τον μισθό, και να τον καταστήσει αίφνης φτωχό και αναξιόχρεο, είναι ένας μονόδρομος.
Ο «Υπήκοος» ρώτησε την Πολιτεία του, γιατί την ίδια στιγμή που του περικόπτει τις αποδοχές του έτσι ώστε να μην μπορεί να είναι συνεπής προς τις υποχρεώσεις του που είχε αναλάβει πριν τη κρίση, δεν περικόπτει και κατά το ίδιο ποσοστό την οφειλή του προς την Τράπεζα από την οποία πήρε το δάνειο (ή αντιθέτως, την απαίτηση που έχει απ’ αυτόν η Τράπεζα από το παραπάνω δάνειο), ώστε όλοι να καταστούν φτωχότεροι κατά το ίδιο ποσοστό. Η Πολιτεία, μόνο στο άκουσμα του ερωτήματος, έβγαλε φλύκταινες. Τον επέπληξε για την ελαφρότητα της κρίσης του, που δεν αντιλαμβάνεται ότι οι Τράπεζες δεν πρέπει με κανένα τρόπο να υποστούν τέτοιου είδους ζημιές, διότι αντίθετα με τη δική του ζημιά που προέρχεται από τη μείωση των αποδοχών τους τελικά βοηθά στην αντιμετώπιση της κρίσης, ενώ η ζημιά της τράπεζας θα οδηγούσε στην επιδείνωση του προβλήματος.
Ο «Υπήκοος» εν τούτοις, φαίνεται ότι δεν αντιλαμβανόταν τη κρισιμότητα της κατάστασης, και τέτοιες ώρες, ρωτούσε με επιμονή, αν η Πολιτεία εξακολουθεί να είναι δημοκρατία και το Σύνταγμά της να λειτουργεί. Η Πολιτεία με βδελυγμία απέκρουσε τον υπαινιγμό του «Υπηκόου». Όμως το βδέλυγμα, ήταν επίμονο. Απαιτούσε απάντηση σε τούτη την ερώτησή του : δύο μέλη, εγώ και η Τράπεζα υπογράψαμε μια δανειστική σύμβαση υπό την υψηλή επίβλεψη της Πολιτείας ως προς τους όρους της σύμβασης, λέει. Όταν η ίδια η Πολιτεία επικαλούμενη σπουδαίους λόγους επεμβαίνει και μου μειώνει τις αποδοχές μου ώστε να με καθιστά αναξιόχρεο, ισχυριζόταν τούτος ο ισχυρογνώμων, δεν είναι η ίδια που ενεργώντας ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ, ΤΗΣ ΚΑΛΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΧΡΗΣΤΩΝ ΗΘΩΝ, θα έπρεπε ταυτόχρονα με την ίδια θεσμική της παρέμβαση, να μειώσει και την αντίστοιχη απαίτηση της Τράπεζας, ώστε να διασφαλίσει το δίκαιον της συναλλαγής; Διότι, ισχυρίζεται ο «Υπήκοος», δεν είναι ότι εγώ ευθύνομαι για την αιφνίδια αδυναμία μου, ούτε προήλθε από λόγους εξωγενείς μεν ως προς εμένα αλλά και ως προς την Πολιτεία, ώστε η τελευταία ίσως δικαίως να ισχυριστεί ότι η ίδια δεν μπορεί να επέμβει σε τέτοιες εξωγενείς έκτακτες καταστάσεις. Εδώ το εξωγενές έκτακτο γεγονός, ΠΡΟΗΛΘΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ, ΤΟΝ ΘΕΜΑΤΟΦΥΛΑΚΑ ΤΗΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΙΣΗΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ. Διότι είναι η ίδια η Πολιτεία που εξαπάτησε τον «Υπήκοο» όταν αναίρεσε την οφειλόμενη προστασία που έπρεπε να του προσφέρει όταν ένα πράγματι έκτακτο γεγονός επέβαλε τη λήψη ΑΠΟ ΠΛΕΥΡΑΣ ΤΗΣ έκτακτων και σκληρών μέτρων, ΕΝΩ ΔΕΝ ΤΗΝ ΑΝΕΙΡΕΣΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΒΑΘΜΟ σε άλλους, κι εδώ στη Τράπεζα του παραδείγματός μας. Η Πολιτεία, μέσω υψιπετών και ταυτόχρονα λεπτών νομικών ερμηνειών, «εξήγησε» στο βδέλυγμα το πόσο εκτός τόπου και χρόνου είναι, σ’ αντίθεση μ’ «όλους» εκείνους που είναι εντός και χρόνου και τόπου.
Έτσι ο «Υπήκοος», βλέποντας ότι η συζήτηση δε συγκλίνει πουθενά, αποφάσισε να πάει πλατεία για καφέ, όπου, ω του θαύματος, είδε χιλιάδες άλλους σαν κι αυτόν να βρίσκονται εκεί για σχεδόν παραπλήσιους λόγους. Δηλαδή, αγανακτισμένους με τη λογική της Πολιτείας που εννοεί να παίζει το ρόλο του φύλακα για τους πολλούς που διαμαρτύρονται και του θεματοφύλακα για τους λίγους, σύμφωνα με το ηθικό δίδαγμα του παραπάνω ιστορήματός μας….