Η γαλέρα

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης


Βραδάκι, 8 η ώρα. Η ώρα που βγαίνουν τα φαντάσματα. Διότι κι αυτά υποτάχτηκαν στη τεχνολογία. Πριν έρθει στο κόσμο η τηλεόραση και τα δελτία ειδήσεων σ’ αυτή, τα καλά μας φαντασματάκια, έβγαιναν τη συνηθισμένη τους ώρα. Την ώρα που χτύπαγε το ρολόϊ 12 το βράδυ. Στις μέρες μας, βγαίνουν όταν χτυπά 8 η ώρα το βράδυ. Είναι η ώρα τους…
- Σώτο φωνή!
      Ο Σώτος, ο καφετζής, έπιασε το τηλεκοντρόλ και μεγάλωσε την ένταση του ήχου στη τηλεόραση, που ήταν τοποθετημένη ψηλά σε μια γωνία. Η ώρα ήταν 8…
- Σςςςς! Ακούστηκε από διάφορους θαμώνες. Μια ησυχία απλώθηκε σ’ όλο το καφενείο. Ακόμα και τα πούλια απ’ τα..........
τάβλι, έπεφταν κι αυτά σιγανά, κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο.
      Ο εκφωνητής, άρχισε να λέει τα θέματα της μέρας. Τόσο θα κοπούν κι άλλο οι συντάξεις, τόσο θα κοπούν κι άλλο οι μισθοί, τόσο πολύ θ’ αυξηθεί ακόμα η ανεργία, τόσα μαγαζιά θα κλείσουν. Άλλοι απ’ τους θαμώνες ακούγοντας αυτά τα μαντάτα κούναγαν θλιμμένα το κεφάλι τους, άλλοι έβριζα, άλλοι φασκέλωναν. Την ίδια στιγμή, ο τάδε πολιτικός είπε τούτο, ο δείνα είπε το άλλο, ο τάδε πολιτικός έβρισε τον τάδε πολιτικό, ο αποδέκτης επέστρεψε την «ύβριν», οι Ηνωμένες Πολιτείες απειλούν κάπου με κάποιο νέο πόλεμο, νέες αυξήσεις σε τιμές, εξαγγελίες σκληρές αλλά «αναγκαίες» απ’ τη κυβέρνηση που προβλέπουν νέα λιτότητα, λιγότερες παροχές, πιο ακριβή υγεία, πιο ακριβή παιδεία, κ.λπ. Τίποτα δηλαδή το νέο. Στην αρχή, όταν άρχισε η λαίλαπα των μέτρων λιτότητας, ήταν αλήθεια ένα σοκ για τον κόσμο. Σήμερα τόχει συνηθίσει αυτό το σοκ, κι επομένως, ένα σοκ που συνηθίζεται παύει να είναι σοκ προε μεγάλη θλίψη όσων σοκάρουν και μεγάλη χαρά όσων παύουν πια να σοκάρονται. Έτσι, ο θόρυβος ξανάρχισε. Οι θαμώνες συνέχιζαν σιγά - σιγά να ξανασυζητάνε τα θέματα που διακόψανε όταν άρχισε το δελτίο ειδήσεων.
- Ρε Σώτο, ακούστηκε απ’ το βάθος μια φωνή, χαμήλωσε ρε λίγο το κουτί. Αϊ στο διάολο μ’ όλους αυτούς τους καραγκιόζηδες.
      Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Άρχισαν πάλι ν’ αναστενάζουν τα πούλια στα τάβλι, άρχισε να ακούγεται ο χτύπος των χεριών καθώς προσγειώνονταν πάνω στη τσόχα με δύναμη εκατό στούκας αφήνοντας τα χαρτιά της τράπουλας, άρχισαν πάλι οι συζητήσεις για το ποδόσφαιρο, τη πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις.
      Ένα «Σςςςςς!» ακούστηκε ξαφνικά. Ένας πολιτικός, ισχυρίζεται ότι πρέπει να πληρώσουμε για τα λάθη μας του παρελθόντος. Διότι τα λάθη πληρώνονται. Δηλαδή όταν τα παίρναμε τα λεφτά ήταν καλά και τώρα που μας τα ζητάνε πίσω πρέπει να διαμαρτυρόμαστε;
-          Αίσχος! Φωνάζει ο Κώστας.
«Αίσχος», «αίσχος» ακούγονται κι άλλες φωνές.
-          Από πού κι ως πού ρε καραγκιόζη, συνέχισε να φωνάζει ο Κώστας, τα φάγαμε; Πότε ρε με φώναξες κι εμένα όταν τα τρώγατε και μου ‘πατε, «Κώστα, έλα δω κι εσύ, πάρε τούτα τα εκατομμύρια», «Θεόφιλε έλα κι εσύ, πάρε κι εσύ άλλα τόσα», ρε σεις, πήγε κανείς από σας στη μοιρασιά που γίνονταν; ρώτησε  ο Κώστας, απευθυνόμενος στους άλλους της παρέας του.
Γέλια από παντού.
-          Και τι νομίζεις, λέει ο Θεόφιλος στο Κώστα, τη βίλα ρε που έχω στη Μύκονο και τα εκατομμύρια καταθέσεις στο εξωτερικό από πού τα βρήκα; Δεν είναι απ’ αυτά που έφαγα κι εγώ και τώρα τα χρωστάω;
Άλλα γέλια κι απ’ τις άλλες παρέες.
      Αίφνης, νέο «Σςςςςςς!» από διάφορες μεριές.
      Στη τι-βι, δείχνει ένα ρεπορτάζ. Φύγαν απ’ το θέμα της λιτόττηας, και πήγαν στο πώς διάφορα αγροτικά προϊόντα φεύγουν απ’ τα χωράφια 25-30 λεφτά και φτάνουν στον καταναλωτή 2,5 ή 3 ευρώ. Άλλα βιοτεχνικά προϊόντα που φεύγουν απ’ τη βιοτεχνία 1,5-2 ευρώ και φτάνουν στον τελικό καταναλωτή 12-14 ευρώ. Ο παρουσιαστής είναι αγανακτισμένος με την αισχροκέρδεια.
- Σιγά ρε μη πεθάνεις κι απ’ τη στεναχώρια σου. Ακούγεται η φωνή του Θεόφιλου για τον παρουσιαστή που διαμαρτύρεται για την ακρίβεια. Τι ξέρεις εσύ από ακρίβεια;
       Καπάκι μετά ο αρμόδιος αξιωματούχος. Μιλά για τα μέτρα εναντίον της ακρίβειας, εισπράττοντας ένα «ουουουου!!!!» αποδοκιμασίας που και που από διάφορους θαμώνες,  μιλά για τις προηγούμενες κυβερνήσεις που τους παραδώσανε χάλια οικονομία, βγάζουν σε διπλανό παράθυρο έναν αξιωματούχο της προηγούμενης κυβέρνησης που άρχισε να τα ρίχνει στον νυν αξιωματούχο, έως ότου ο παρουσιαστής τους ευχαρίστησε και τους δυο και άλλαξε θέμα.
       (Την ίδια ώρα που γίνονταν η κοκορομαχία αυτή, στο κασετόφωνο του Σώτου που το είχε αφήσει να παίζει χαμηλόφωνα, ακούγονταν το τραγουδάκι
       στο ίδιο έργο θεατές
       χαμένης νύχτας εραστές
       με μια κιθάρα
       στης Αθήνας τον εξώστη…)
      Μόλις τέλειωσε η κοκορομαχία των δυο αξιωματούχων για την ακρίβεια, όλες οι παρέες άρχισαν να συζητάνε για το ρεπορτάζ που μόλις πριν είδανε.
- Αίσχος! Αποφάνθηκε ο Θεόφιλος. Αίσχος και πάλι αίσχος!
- Αίσχος! Αίσχος! Αποφάνθηκαν ο Μήτσος, ο Κώστας και ο Βασίλης, που αποτελούσαν την ομήγυρη.
- Με πόσο δουλεύουν αυτοί ρε; Με 1000% την εβδομάδα; Λέει γεμάτος οργή ο Βασίλης. Κι έπειτα λένε ότι για την ανταγωνιστικότητα φταίει ο κωλομισθός μου, που αυτοί τον έχουν έτσι για τα λουλούδια μιας βραδιάς στα κέντρα που συχνάζουν.
- Ρε σεις, παρεμβαίνει ο Μήτσος, αυτοί είναι που κάνουν τους δύσκολους για να μας δώσουν 2 ή 3% πάνω κάθε χρόνο στους μισθούς, όχι δηλαδή σήμερα που μας πήραν και τα σώβρακα, λέω για τότε που μας δίναν αυτές τις αυξήσεις, κι όταν μας δίνουν κάτι ψίχουλα λένε πείτε μας κι ευχαριστώ;
- Και το άλλο; Ρώτησε ο Κώστας.
- Ποιο; έκανε ο Θεόφιλος με τον Βασίλη μαζί.
- Να αυτό που είπε ο Βασίλης. Ότι τάχα το εργατικό κόστος είναι που τους κάνει να μην είναι ανταγωνιστικοί; Πώς γίνεται ρε να μην επιδρά στην ανταγωνιστικότητα η αισχροκέρδεια που φορτσάρει με χίλια τα εκατό και να επιδρά το 3%; Να ρε, εδώ τόχω κατά τύχη. (Βγάζει απ΄ τη μέσα τσέπη του σακακιού του 3-4 διπλωμένα φύλα από ένα περιοδικό).
- Τι είναι αυτά; Ρωτάει ο Κώστας.
- Από ένα περιοδικό… Στάσου να δεις… Α, ναι! Λέει «Κ»…
- Τι κάπα; Ρωτάει πάλι ο Κώστας
- Είναι ένα περιοδικό που βγάζει η «Καθημερινή» με την Κυριακάτικη έκδοση. Κάτσε. Τι λέει εδώ; 11 Φλεβάρη 2007. Λοιπόν, κοιτάτε ρε εδώ, να δείτε πόσο φτάνει από το χωράφι στο πιάτο μας το λάχανο. Και φυσικά, το ίδιο ισχύει για όλα τα προϊόντα. Λοιπόν, το λάχανο στοιχίζει 11 λεπτά λέει στο χωράφι, ο μεσάζων το αγοράζει 15 λεπτά, και στην αγορά το βρίσκεις από 30 λεπτά ως τα 80 λεπτά.
- Κλοπή! Αυτό είναι. Κλοπή! Αποφαίνεται ο Μήτσος. Ξέρετε τι είμαστε; Συνεχίζει.
- Τι; Ρώτησε ο Βασίλης.
- Είμαστε μια γαλέρα.
      Όλη η παρέα κρεμότανε από τα χείλη του Μήτσου.
- Έχετε δει γαλέρες στο σινεμά. Έτσι; Ρωτά ο Μήτσος ώστε να σιγουρευτεί ότι το κοινό που τον ακούει κατέχει το αντικείμενο.
- Ναι πως! λέει ο Θεόφιλος. Εκείνα τα πλοία που από κάτω στ’ αμπάρι σα να λέμε ήτανε καμιά εκατοστή νοματαίοι που κάποτε λογαριάζονταν σαν άνθρωποι και τράβαγαν το κουπί, πάνω απ’ το κεφάλι τους ένας μ’ ένα τύμπανο που έδινε ρυθμό για να μη τραβάει κουπί ο καθένας κατά πως του γουστάρει και στο απάνω απαρτμάν οι στρατιώτες κι οι αξιωματικοί.
- Ακριβώς, επιβεβαιώνει ο Μήτσος. Έτσι λοιπόν είμαστε κι εμείς. Ένα τεράστιο καράβι. Κάτω εμείς οι κωπηλάτες. Οι γκαουλάϊτερ πάνω από το κεφάλι μας βαράνε το ταμπούρλο και μας εποπτεύουν. Πιο πάνω η γαλέρα έχει ακόμα ένα δυο πατώματα. Στο τελευταίο, αυτό που βλέπει τον ουρανό, είναι οι οικονομημένοι και οι δικοί τους.
       Εκείνη τη στιγμή, στη τηλεόραση, κάτι έλεγε ο παρουσιαστής, γιατί ένα νέο «ςςςς!» ακούστηκε.
- Μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάπτυξης και Οικονομικής Έρευνας του Ο.Η.Ε., έδειξε ότι το 50% του παγκόσμιου πλούτου ανήκει στο 2% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού μετά βίας συγκεντρώνει το 1% του παγκόσμιου πλούτου.
       Σχόλια από παντού. Η παρέα κούνησε το κεφάλι με επιδοκιμασία.
- Είμαστε μια γαλέρα! Έκανε ο Βασίλης, όλο νόημα. Μάγκες, είπε απευθυνόμενες στους άλλους, μας την κάνανε κανονικώς.
- Κανονικότατα! Κι έχεις όλα τα λαμόγια εδώ, τις αλητοπαρέες με τους αρωματισμένους κώλους και τους παχιούς λουφέδες τους να μας λένε ρε ότι παίρνουμε και πολλά, ότι μας κάνουνε και χάρη που μας τα δίνουμε κι αυτά, είπε ο Μήτσος.
- Το λοιπόν, για να περάσει λίγο η ώρα, κι επειδής όσο και να το συζητήσουμε το πράγμα λύση εδώ δεν μπορούμε να δώσουμε, δεν παίζουμε κι ένα χαρτάκι, πριν την κοπανήσουμε; Πρότεινε ο Μήτσος
- Και δεν παίζουμε; Είπε ο Θεόφιλος.
- Σώτο, τράπουλα! Παρήγγειλε ο Μήτσος.
- Και λίγο φωνούλα στο εργαλείο, παρήγγειλε ο Βασίλης, καθ’ ότι στο εργαλείο ακουγότανε ο Στέλιος.
Η ζωή μου όλη
είναι μια ευθύνη
όλα μου τα παίρνει
τίποτα δεν δίνει…
- Κι ένα ουζάκι ρε Σώτο, να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Μερακλώθηκε ο Μήτσος, καθ΄ ότι ο Στέλιος είναι από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες.
      Και η χαρτοπαιξία ξεκίνησε. Εκεί ανάμεσα στους ρηγάδες, τις κούπες και τους βαλέδες, και σε άλλα παιχνίδια, ο νεοέλληνας ισορροπεί ψυχικά προσπαθώντας να μην τρελαθεί από μια καθημερινότητα που αν την έπαιρνε στα σοβαρά θα τον είχε στείλει πελατεία στο Δαφνί. Το να στρέφεις τη πλάτη σ’ ό,τι τρελαίνει, είναι καμιά φορά μια αντίδραση κι αυτή… Αρκεί, να μην αποτελεί αυτό άρνηση, αλλά θέση. Στρέφω τη πλάτη σε ό,τι αξίζει να του στρέψω τη πλάτη, κι όχι γενικά…