Το συμβολικό αίμα

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Ο υπουργός κ. Δημήτρης Ρέππας σε πρόσφατη εμφάνισή του στο κεντρικό Δελτίο Ειδήσεων του MEGA, είπε μεταξύ άλλων ότι η «τρόικα δεν θέλει τις απολύσεις επειδή πιστεύει ότι έτσι θα λύσουμε κάποιο δημοσιονομικό πρόβλημα γιατί ξέρει ότι το δημοσιονομικό πρόβλημα το επιτυγχάνουμε αν δεν κάνουμε τις προσλήψεις στον αριθμό που ήταν προγραμματισμένο να γίνει, αλλά για λόγους συμβολικούς».
Η δήλωση αυτή, θα έπρεπε να αποτελεί ΤΗΝ αποκάλυψη για το τι παίζεται και πώς παίζεται. Διότι πολύ απλά μας λέει, ότι η Τρόϊκα εισηγείται μέτρα ΟΧΙ ΣΤΗ ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΕΞΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΤΟΥ ΛΑΒΕΙΝ ΤΗΣ, μα μέτρα που έχουν να κάνουν με κρίσιμα σύμβολα της ελληνικής κοινωνίας και Πολιτείας. Έχει όμως αυτό κάποια σχέση με το μπορεί να αξιώνει και τι όχι ένας δανειστής, όταν δέχεται ότι με το συγκεκριμένο μέτρο δεν επιλύεται κάποιο δημοσιονομικό πρόβλημα, άρα, δεν εντάσσεται στη λογική της διασφάλισης του λαβείν της;
Τι θέλει λοιπόν να πει –και πετύχει- ο.........
ποιητής, δηλαδή, η Τρόϊκα;
Η Κατοχική Δύναμη, η Τρόϊκα, έχοντας διαπιστώσει το πόσο η ελληνική κυβέρνηση, ο μοναδικός και προνομιακός της συνομιλητής, που δεν εκπροσωπεί παρά μονάχα ένα μικρό ποσοστό του ελληνικού λαού που αποδέχεται το Μνημόνιο και τις πολιτικές που απορρέουν απ’ αυτό, δεν αντελήφθη σαφώς τι θέλει η Κατοχική Αρχή, εισήγαγε πλέον στο Παιχνίδι που παίζεται στο Πείραμα που καλείται «Ελλάδα», στρατηγικές ακόμα μεγαλύτερου βεληνεκούς. Τις (ψυχολογικές) στρατηγικές διαχείρισης συμβόλων.
Η ωμή παρέμβαση στο ζήτημα της «συναίνεσης» τουλάχιστον των δύο κομμάτων εξουσίας που επιτακτικά προβλήθηκε από τη Τρόϊκα, ως όρος προκειμένου να εκταμιευθεί η 5η δόση του δανείου, υπό μια έννοια, μπορεί να ενταχθεί σ’ αυτή τη κατηγορία στρατηγικής. Εδώ η στόχευση ήταν το «σύμβολο» της ΣΥΝΟΛΙΚΗΣ εθνικής μας ανεξαρτησίας και ταυτόχρονα η αντοχή της, αφού πλέον η παρέμβαση αυτή επιχείρησε να θέσει ουσιαστικά υπό επιτροπεία, ή έστω, να «τεστάρει» τις θέσεις πάνω σ’ αυτό το ζήτημα, των δύο μοναδικών κομμάτων εξουσίας της Χώρας, άρα, το σύνολο της εξουσίας. Αυτή καθ’ αυτή η ενέργεια, υπήρξε μια Ύβρις. Εν προκειμένω, ικανοποιούνται βασικές πτυχές της λειτουργίας του συμβόλου : έτσι, με τις συμβολικές της στρατηγικές, η Κατοχική Δύναμη, αποσαφηνίζει το τι ισχύει (ισχύει ό,τι αυτή πρεσβεύει και η οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία των πραγμάτων είναι χωρίς νόημα), ότι οι συμβολισμοί που εισάγει η Κατοχική Δύναμη δεν είναι διαπραγματεύσιμοι, πράγμα που σημαίνει ότι κάθε άλλος συμβολισμός, αντίθετος με τον δικό τους δεν έχει ισχύ, και βεβαίως, επιχειρεί να επιβάλλει τους συμβολισμούς της βίαια στη κοινωνία, ώστε προοπτικά να τους δώσει όσο μπορεί και μια κοινωνική διάσταση (π.χ., μέσω της προπαγάνδας περί των «δύσκολων αλλά αναγκαίων» μέτρων, κ.λπ., υπερπροβάλλοντας ό,τι ήταν πράγματι αναγκαίο να γίνει, και αποσιωπώντας όλα τα υπόλοιπα δεινά και κυρίως, τις δικές της ανικανότητες, να υποστηρίξει πολιτικές που κατ’ ουσίαν η ίδια σχεδίασε και επέβαλε και που όλο και πιο πολύ αποδεικνύονται ένα τεράστιο λάθος).
Οι στρατηγικές διαχείρισης των συμβόλων, κάνουν ευρεία χρήση της ψυχολογίας, ατομικής και συλλογικής, και επομένως, εδώ, μπαίνουμε σε φάσεις του Συνολικού Παιχνιδιού που εξελίσσεται στα πλαίσια του Πειράματος «Ελλάδα», πολύ πιο περίπλοκες και για πολύ πιο διαβασμένους και ταυτόχρονα ικανούς παίκτες – αντιπάλους της Τρόϊκας. Έχω υποστηρίξει σε παλαιότερα άρθρα μου, ότι απατάται όποιος νομίζει ότι το ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ ΔΝΤ και η ΕΚΤ (αλλά και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, πια, στην Ευρώπη του Δούναι και του Λαβείν), εκπροσωπούν κάποιους απλούς «δανειστές». Το Παιχνίδι υπερβαίνει τα όρια μια απλής οικονομικής συναλλαγής, στην εποχή που ζούμε, την εποχή του Παγκοσμιοποιημένου Νεοφιλελευθερισμού. Το Παιχνίδι, στοχεύει κύρια στην προώθηση πολιτικών και ιδεολογικών αρχών της Νέας Παγκόσμιας Τάξης Πραγμάτων, και φυσικά, δεν παίζεται μόνο σε βάρος της Ελλάδας, παίζεται παγκοσμίως. Η προώθηση και κυρίως η επιβολή και διατήρηση στη συνέχεια τούτης της Νέας Τάξης Πραγμάτων, φυσικά, θα στηριχθεί κυρίως σ’ αυτές τις ψυχολογικές στρατηγικές, ανάμεσα στις οποίες σημαντική θέση κατέχει η διαχείριση των συμβόλων.
Ισχυρίζονται μερικοί (ή πολλοί;), ότι ο ελληνικός λαός, για κάποιο λόγο, τις τελευταίες ιστορικές περιόδους, έχει «ασθενή ιστορική μνήμη», και ίσως γι’ αυτό το λόγο επαναλαμβάνει τα ίδια λάθη στο ζήτημα των πολιτικών του επιλογών. Δεν είναι του παρόντος να τοποθετηθώ πάνω σ’ αυτό, όμως, μπορώ, πολύ πρόχειρα, να ανακαλέσω στη μνήμη μου καταστάσεις του παρελθόντος, που παρόμοιες στρατηγικές (ψυχολογικές / διαχείρισης συμβόλων), όχι λίγες, που με διαφορετικούς παίκτες, στόχευαν εν τούτοις στην ίδια κατεύθυνση με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Θα μπορούσα ν’ αναφερθώ στη περίοδο «Κοσκωτά», όπου, πολύ σωστά επισημαίνει (επισήμαινε) ο Άγγελος Ελεφάντης : «Ποιος ήταν ο σκοπός αυτής της επιδρομής, ποιος ο στόχος της κοσκώτειας αυτοκρατορίας; Σαφέστατος : να αλώσει το φαντασιακό των Νεοελλήνων. Να αλώσει τους μηχανισμούς διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, τις ευαισθησίες, τα λόγια, το λόγο, τα σύμβολα, τις παραστάσεις, τις αναπαραστάσεις, τις ιδέες, τις ιδεολογίες. Αν είχε στο χέρι την ψυχή, το μυαλό, το φρόνημα, το μάτι, τ’ αφτί, την εικόνα, τότε θα ‘ρχόταν και το σώμα υπάκουο, χωρίς αντιρρήσεις άψυχο, άβουλο, απονευρομένο, μαλαγμένο. Ο στόχος αυτός όσο περισσότερο ήταν ευκρινής τόσο λιγότερο μας ένοιαζε. Μάλιστα, κάναμε σαν να θέλουμε να ευοδωθεί το ταχύτερο, μια και εγγραφόταν στον αστερισμό του μοντέρνου, του μεταμοντέρνου, του 2000. Άλλωστε οι ανταγωνιστές του δεν αμφισβητούσαν το σκοπό, που ήταν και δικός τους σκοπός, αλλά μόνο τα μέσα που μετέρχονταν, για τα οποία είχαν βάσιμε υπόνοιες ότι ήταν παράνομα. Εδώ, πραγματικά, έχουμε να κάνουμε με ένα φαινόμενο γενικής σιωπής ιδιαίτερα εύγλωττης.» (Άγγελος Ελεφάντης : Στον αστερισμό του λαϊκισμού, εκδ. Ο ΠΟΛΙΤΗΣ, Αθήνα, 1991, σελ. 332). Σήμερα όμως, έχουμε μια πολύ σημαντική και ελπιδοφόρα διαφοροποίηση, ότι δηλαδή η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, δεν «καταπίνει» τα δολώματα που του προσφέρονται, (εξ ου και το γεγονός ότι η Τρόϊκα δεν μπορεί να ανακαλύψει το «φαντασιακό κέντρο» του λαού σε σχέση με τον δικό της ρόλο, πράγμα απαραίτητο για την επιτυχία των στρατηγικών διαχείρισης των συμβόλων), σ’ αντίθεση με την περίπτωση «Κοσκωτά», πράγμα όμως που εν μέρει δικαιολογείται από καταστάσεις που δεν είναι απολύτως συγκρίσιμες, όπως π.χ., ότι η υπόθεση «Κοσκωτά» ήταν μια υπόθεση «εσωτερική», πράγμα που δεν συμβαίνει σήμερα, πέραν του ότι τότε, η υπόσχεση δεν ήταν «θυσίες» αλλά το μοίρασμα μεριδίων ευτυχίας. Όμως, και στις δυο περιπτώσεις, έχουμε την ομοιότητα της φύσης των στρατηγικών και της στόχευσής τους (που περιγράφονται παραπάνω θαυμάσια με τη πρόταση «Αν είχε στο χέρι την ψυχή, το μυαλό, το φρόνημα, το μάτι, τ’ αφτί, την εικόνα, τότε θα ‘ρχόταν και το σώμα υπάκουο, χωρίς αντιρρήσεις άψυχο, άβουλο, απονευρομένο, μαλαγμένο»), ανεξάρτητα απ’ τους παίκτες του παιχνιδιού.
Την ίδια στιγμή, δεν θα πρέπει να συγχέουμε τις μεγάλες πραγματικότητες με τα μεγάλα σύμβολα. Μια πραγματικότητα μπορεί να είναι «μεγάλη», όμως να μην είναι καθόλου σύμβολο. Τούτη την κρίσιμη λεπτομέρεια μας την υπενθυμίζει π.χ. ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο οποίος σημειώνει ότι «Σύμβολο γίνεται εκείνος που ενσαρκώνει τη μεγάλη θυσία (εκείνη που, πριν σημειωθεί, δεν είναι μονάχα πιθανή, αλλά είναι, όπως η θυσία του Χριστού, προαποφασισμένη), και όχι εκείνος που πραγματοποιεί θριάμβους.» (Παναγιώτης Κανελλόπουλος : Γεννήθηκα στο Χίλια Τετρακόσια Δύο, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, τόμος β΄, σελ. 271-272). Είπαμε, ότι το Παιχνίδι που παίζεται είναι παγκόσμιο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι δεν έχει σημασία των πώς παίζεται εδώ, εντός του οίκου μας. Αν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν όντως «παγκόσμιος», αυτό δε σημαίνει ότι η ελληνική εθνική αντίσταση στον κατακτητή τότε δεν είχε σημασία, ή ότι δεν είχε σημασία η αντίσταση στη Γαλλία ή στη Γιουγκοσλαβία ή των Ρώσων παρτιζάνων, κ.λπ. Είχαν και παραείχαν. Έτσι λοιπόν, αν σε παγκόσμιο επίπεδο και πάντως πανευρωπαϊκό ο νεοφιλελευθερισμός αλώνει ελλείψει αντιπάλου, αν εδώ στη Χώρα μας ο Ξένος Κατακτητής κόβει και ράβει όπως θέλει, ότι θέλει και όταν θέλει, εν τούτοις, όλα αυτά τα επιτεύγματα, όντως σημαντικά και που αγγίζουν τα όρια του θριάμβου από τη πλευρά της νεοφιλελεύθερης παράταξης, διεθνούς, ευρωπαϊκής και εγχώριας, εν τούτοις, δεν ενσαρκώνουν καμία απολύτως θυσία εν ονόματι του κοινού συμφέροντος, εν ονόματι των κοινωνιών (γενικώς), της ελληνικής κοινωνίας εν προκειμένω. Αντιθέτως, είναι η ελληνική κοινωνία (για να περιοριστούμε στα καθ’ ημάς) που ενσαρκώνει τη μεγάλη θυσία στο βωμό της διάσωσης κατ΄ αρχήν όσων λεηλάτησαν τη Χώρα διαχρονικά, και στο βωμό των συμφερόντων σαφώς περιορισμένων τμημάτων της. Έτσι λοιπόν, ο αγώνας της Κατοχικής Δύναμης για τη διαχείριση των ελληνικών συμβόλων, προκειμένου στη θέση τους να τοποθετηθούν τα δικά της σύμβολα, ευτυχώς για μας αποδεικνύεται αλυσιτελής. Αντιθέτως, ό,τι συντελείται είναι τούτο : όσο περισσότερο μεγάλος γίνεται ο θρίαμβος της Τρόΐκας (όσο δηλαδή περισσότερο ελέγχει την ελληνική εξουσία), τόσο περισσότερο συμβολοποιείται η αντίσταση του συνόλου σχεδόν της κοινωνίας απέναντί της, και τουλάχιστον μπορούμε να ελπίζουμε στην ιστορική δικαίωση που θέλει την νομοτελειακή κατάρρευση οποιοδήποτε καθεστώτος όταν τόσο απροσχημάτιστα θέλει να αγνοεί τη κοινωνία στο σύνολό της. (Και αυτή η εξέλιξη, σε τίποτα δεν χάνει τη σημασία της, ανεξάρτητα από το αν η διάδοχη κατάσταση μπορεί να αποδεχτεί μικρότερη των προσδοκιών : τίποτα απ’ ό,τι γίνεται στη κοινωνία δεν πάει χαμένο : η εμπειρία αν δεν αξιοποιείται σήμερα, είναι βέβαιο ότι αποτελεί σπουδαία παρακαταθήκη για τις γενιές που έρχονται).
Η απόλυση εργαζομένων –για να έρθουμε στο ψητό-, και ιδίως στον δημόσιο τομέα, ευρύτερο αλλά και στενότερο, τι «συμβολίζει»;
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, και βεβαίως αναμένω να δω τις πολύ εγκυρότερες προσεγγίσεις άλλων «ειδικών», συμβολίζει ταυτόχρονα διάφορα πράγματα, όπως ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΆ :
Ότι το Κράτος που ξέραμε, είναι παρελθόν. Όχι μόνο είναι παρελθόν το Κράτος – Πρόνοιας που επί δεκαετίες το 2ο μισό του 20ου αιώνα είχε εγκαθιδρυθεί, αυτό ήδη το κατήργησαν, μα είναι παρελθόν και το Κράτος ως εκπρόσωπος και εκφραστής (όσο το μπορούσε) της λαϊκής εξουσίας. Το Κράτος, μη έχοντας εξουσία να ρυθμίσει ακόμα και τον τρόπο οργάνωσής του, κι εδώ εντάσσεται προσχηματικά το ζήτημα του «πλεονάζοντος» προσωπικού, (ανεξάρτητα αν ο δημόσιος τομέας είναι μικρότερος από πολλόύς άλλους δημόσιους τομείς της Ευρώπης για τους οποίους όμως ουδέν ζήτημα εγείρεται ως προς το μέγεθος), δηλαδή μη έχοντας εξουσία να ρυθμίσει ένα σημαντικό μεν αλλά μάλλον επουσιώδες σε σχέση με άλλα επείγοντα και πράγματι πιεστικά προβλήματα, είναι φανερό ότι είναι κράτος με εξουσία πλήρως εκχωρημένη.
Ότι η πραγματική εξουσία, κι αυτό αποτελεί πράγματι στρατηγικό στόχο που πρέπει να αποδομήσει προηγούμενα μια πληθώρα άλλων συμβολισμών που έχουν να κάνουν με το ζήτημα της σχέσης και της θέσης του λαού με την εξουσία. Σιγά – σιγά, όχι φωναχτά εισάγει την «αυτονόητη» αντίληψη ότι είναι οι «αγορές» (αυτή η γενική αναφορά που τεχνηέντως κρατείται γενική και δεν προσωποποιείται) που αποτελούν την πραγματική πηγή της κρατικής εξουσίας, κι ότι αυτή η εξουσία κατ’ όνομα ασκείται από τον λαό, δια του λαού και υπέρ του λαού,  ουσία δε, ασκείται υπό των αγορών, δια των αγορών και υπέρ των αγορών. Φυσικά, υπάρχει η δυνατότητα η εξουσία να ασκείται ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ και από τον λαό, δια του λαού και υπέρ του λαού όταν ο συγκεκριμένος λαός έχει κατορθώσει να μη δημιουργεί οικονομικά προβλήματα στην «απρόσκοπτη» λειτουργία των αγορών, μέσω μιας κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όπου όμως, το Κοινοβούλιο έχει υποβιβασθεί και απαξιωθεί τόσο έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, ώστε τούτη η «συγκυβέρνηση», ουδόλως να ενοχλεί τον συμβασιλέα που φέρει το συλλογικό όνομα «αγορές».
Συμβολίζει ακόμα, ότι αφού η εργασία δεν είναι πια εξασφαλισμένη ούτε στο Δημόσιο, τότε, είναι διασφαλισμένο ότι είναι πλήρως «απελευθερωμένη» τουλάχιστον στο χώρο δραστηριοποίησης των «αγορών», δηλαδή τον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος εναγωνίως αναζητά διεξόδους στη δική του κρίση ανταγωνιστικότητας, στην οποία κυριαρχεί το «βάρος» του «μεγάλου εργασιακού κόστους», όσο κι αν εγώ ισχυρίζομαι, πως ακόμα κι αν εξασφάλιζε εργατικές – υπαλληλικές αμοιβές και εργασιακές σχέσεις επιπέδου Νεπάλ, και πάλι μετ’ όλίγον τα ίδια προβλήματα θα είχε και πάλι, μιας και κατά την ταπεινή μου άποψη η κρίση ανταγωνιστικότητας του ιδιωτικού τομέα, είναι κρίση στο επίπεδο της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας που κυρίως έχουν να κάνουν με την επιχειρηματική δεινότητα, είναι κρίση απληστίας, οργανωτικών αναποτελεσματικοτήτων, και βεβαίως κρίση κατάλληλου θεσμικού πλαισίου κυρίως φορολογικού, και στο τέλος μόνο μπορεί κανείς να προσθέσει το εργασιακό ζήτημα, δηλαδή μόνο αφού είχαν επιλυθεί όλα τα ανωτέρω και παρόλα αυτά, θα διαπιστώνονται ότι και πάλι το πρόβλημα παραμένει. Μάλιστα δε, σκοτώνοντας κανείς το ενδιαφέρον του εργαζόμενου να συνεισφέρει σε κάτι που έχει αξία, και αξία γι’ αυτόν έχει μια εργασία που σέβεται τον κόπο και τα δικαιώματά του, αποξεραίνει κατ’ ουσίαν τη δεξαμενή εκείνη απ’ την οποία το «επιχειρείν» θα μπορούσε να αντλήσει ιδέες και υποδείξεις και κυρίως να αποσπάσει τη θέληση για συμμετοχή σε μια προσπάθεια που πράγματι θα έπρεπε να είχε εμπεδωθεί ως κοινή, πράγμα όμως που οι μνημονιακές πολιτικές και στρατηγικές απορρέουν ως δυνατότητα, αφού ο εργαζόμενος δεν έχει κανένα λόγο να «πουλά τζάμπα» ή έστω «φτηνά» τις ιδέες του και να προσφέρει τη θέληση για συμμετοχή, απλά και μόνο για να μη κερδίζει τίποτα ο ίδιος! Επίσης, οι στρατηγικές και οι πολιτικές αυτές, έρχονται να αναδείξουν τη σημασία και άρα τη συμβολή μιας «ικανοποιητικού» επιπέδου ανεργία, έτσι ώστε διττώς : [1] να λειτουργεί μονίμως ως ανταγωνιστικός παράγων προς την ενεργή απασχόληση ώστε να αποδέχεται η τελευταία αποδοχές «λογικές», και [2] να λειτουργεί ομοίως ως παράγων αποτελεσματικής στήριξης της όλης φιλοσοφίας των εργασιακών σχέσεων όπως η Νέα Τάξη Πραγμάτων τις θέλει και τις προωθεί.
Συμβολίζει ακόμα, κάτι ευρύτερο. Συμβολίζει ένα νέο όραμα, μια νέα αρχιτεκτονική του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Δεν είναι πια τυχαίο, ότι το ζήτημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, υπάρχει μόνο ρητορικά. Τι να την κάνεις μια «πολιτικά ολοκληρωμένη» Ευρώπη; Δεν είναι καλύτερα να έχουμε κράτη ισχυρά οικονομικά και κράτη «αποκλίνοντα» από οικονομικούς στόχους που τα ισχυρά κράτη θα θέτουν, κι επειδή όλο και θα υπάρχουν «αποκλίνουσες» οικονομίες, δεν είναι άραγε πιο καλό και πιο ικανοποιητικό, να έχουμε τέτοιες ρυθμίσεις όπως π.χ. οι «παρεκκλίνουσες» να χάνουν διάφορους βαθμούς εθνικής κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, ανάλογα με την παρέκκλιση, και να τίθενται υπό την «καθοδήγηση» των «ισχυρών» εταίρων της Ένωσης; Φαντασθείτε τώρα, λέω, να ήταν πολιτικά ενωμένη η Ευρώπη. Τι θα σήμαινε το «ελληνικό πρόβλημα»; Θα σήμαινε ό,τι θα θα σήμαινε αν το πρόβλημα π.χ. το είχε η Βαυαρία στη πλαίσια της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Πάντως, τέτοια ανατροπή και εξαθλίωση δεν θα επέρχονταν, κι ίσως να μη προέκυπτε κιόλας τέτοιας εκτάσεως κι εντάσεως πρόβλημα. Ιδού όμως, που κατά πώς φαίνεται, οι κρίσεις αν είναι κακές και έχουν κόστος για όσους τους αφορά, είναι πραγματικές ευκαιρίες για όσους είναι σε θέση να τις εκμεταλλευτούν. Ο συμβολισμός εδώ είναι σαφής : στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο καθείς θα πορεύεται όπως μπορεί και αν δεν μπορεί θα γίνεται αντικείμενο βοήθειας με το αζημίωτο, ή αν η βοήθεια δεν αποφασιστεί, ας πάει να πνιγεί! Τόσο απλό το Νέο Όραμα! Και σε ό,τι με αφορά : Μα πραγματικά, αξίζει να πεθάνουμε για ένα τέτοιο Όραμα;
Βέβαια το ερώτημα παραμένει : ποια είναι η προοπτική όλου αυτού του ψυχολογικού πειράματος;
Βραχυπρόθεσμα δεν ξέρω. Ίσως μάλιστα να είναι υπέρ των πειραματιστών.
Μακροπρόθεσμα όμως, τη θεωρώ καταδικασμένη. Και τόσο πιο έντονα ο ελληνικός λαός θα αντιδράσει, (και ίσως αντιδράσει και λάθος ακριβώς διότι η ένταση και το πάθος ίσως καταστούν μη διαχειρίσιμα), όσο πιο μεγάλη πίεση του ασκείται όσο πιο μεγάλη ενέργεια συσσωρεύεται απ’ αυτή την διαρκή πίεση. Βεβαίως, δεν θα είναι η πρώτη φορά στην Ιστορία που θα αποδειχτεί γι’ ακόμα μια φορά το πόσο κοντά ποδάρια έχει η ανοησία να πιστεύεις ότι μια κοινωνία μπορείς να την ελέγχεις αποτελεσματικά για πολύ καιρό, με τη μπότα να πιέζει μόνιμα το λαιμό της. Και θα αποτελεί κλασική περίπτωση βλακώδους απορίας, το να απορείς κατόπιν, γιατί θα έρθουν τα άνω – κάτω όταν η κοινωνική έκρηξη «αυτονομηθεί» από κάθε πολιτική ή κομματική ή ιδεολογική πατρωνία, παρά το γεγονός ότι η μυωπία στην πολιτική και κοινωνική ανάλυση δεν είναι και κάτι το ασυνήθιστο.