Από οράματος άρξασθαι…

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Οι πρωθυπουργικές ανακοινώσεις για το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα, είχαν τη τύχη που περίπου όλοι αναμέναμε. Σύσσωμη η αντιπολίτευση το απέρριψε, λογικό άλλωστε, αφού είτε οι δυνάμεις εκείνες που απορρίπτουν συλλήβδην το Μνημόνιο, είτε εκείνες (όπως η Ν.Δ.) ευαγγελίζονται ένα άλλο «μείγμα» πολιτικής στα πλαίσια ενός επαναδιαπραγματευμένου Μνημονίου, εξ ορισμού, δεν θα ήταν δυνατόν να συναινέσουν σ’ ένα πρόγραμμα, δομημένο εξ’ ολοκλήρου πάνω στο Μνημόνιο.
Η κυβέρνηση είναι φανερό ότι πορεύεται μόνη της. Και τα πράγματα ίσως, πολιτικά και κομματικά,  να μην ήταν τόσο προβληματικά γι’ αυτή, αν τουλάχιστον, ήταν αρραγής η κοινοβουλευτική της δύναμη και κυρίως η κομματική της βάση. Όμως, ούτε αυτό συμβαίνει. Και μάλιστα, πράγμα που κάνει πιο περίπλοκο και τραγικό το πράγμα για .......την ίδια τη κυβέρνηση, είναι ότι ακόμα και εντός αυτής, υπάρχουν υπουργοί που δεν διστάζουν να δηλώσουν τις διαφωνίες τους (έστω και επιμέρους θεμάτων, κατά κανόνα που άπτονται των αρμοδιοτήτων τους) για την ίδια τη κυβερνητική πολιτική. Στην ουσία, αυτό που συμβαίνει τη στιγμή αυτή, είναι ότι το τι αποφασίζεται ή δεν αποφασίζεται για τη χώρα σχετικά με τη διαχείριση της κρίσης (που ονομαστικά μόνο είναι «οικονομική», διότι κατά τα άλλα είναι καθολική : οικονομική και κοινωνική και πολιτική και εθνική ως προς το εύρος των επιπτώσεων και της σημασίας της), είναι υπόθεση μιας ομάδας ανθρώπων που αποφάσισαν να επιβάλλουν μια πολιτική, αυτή που αποκαλούμε με τον περιεκτικό όρο «Μνημόνιο», την οποία περίπου αυτοί και μόνο αυτοί θεωρούν ως «επιβεβλημένη» και την προβάλλουν ως «Μονόδρομο».
Πέραν των όσων αντιθέσεων προς τη κυβερνητική πολιτική επισημάνθηκαν ανωτέρω, προσωπικά η πιο σημαντική, η πιο κρίσιμη, είναι αυτή της σχεδόν καθολικής κοινωνικής αντίθεσης, η οποία προέρχεται όχι τόσο από τη σκληρότητα των μέτρων και τη βιαιότητα της επιβολής τους, όσο από το γεγονός ότι θεωρούνται αριθμολαγνικά, (διάσωση των αριθμών έναντι οιουδήποτε ανθρώπινου κόστους), κοινωνικά άδικα, και ακόμα πιο σπουδαίο, άδικα με την τυπική έννοια του όρου. Η κοινωνία θεωρεί ότι η κυβέρνηση δεν επιμέρισε δίκαια την ευθύνη του «καθενός» σ’ αυτή τη κρίση, ώστε αναλόγως να επιμερισθεί και το βάρος, αλλά γι’ ακόμα μια φορά, κατέφυγε στην εύκολη λύση της επιβάρυνσης των λαϊκών στρωμάτων που είχαν από μηδενική ως πολύ λίγη ή και απλώς μικρή συμμετοχή στο πρόβλημα, ενώ, γι’ ακόμα μια φορά, το κράτος, η εξουσία, έχει απλώσει προστατευτικά τα φτερά του σε όσους (ως φυσικές ή συλλογικές οντότητες) κύρια συνέβαλαν στη δημιουργία της κρίσης, το σπουδαιότερο δε, γι’ ακόμα μια φορά η ατιμωρησία της μεγάλης λαθροχειρίας που αναμφισβήτητα έγινε σε βάρος του δημοσίου χρήματος και πλούτου, φαίνεται να επαναλαμβάνεται, με μόνη πιθανή επί του θέματος προοπτική, ίσως τη θυσία μιας ή λίγων Ιφιγενειών.
Όλα τα παραπάνω αποτελούν μια πραγματικότητα, και ακριβώς εδώ είναι που δημιουργείται το πρόβλημα. Με τέτοια δεδομένα, με τέτοιο κλίμα, είναι δυνατό η κυβέρνηση, η οποιαδήποτε κυβέρνηση, να μπορέσει να επιβάλει την οποιαδήποτε πολιτική της; Μιλά συχνά με τη λογική του πολέμαρχου («βρισκόμαστε σε πόλεμο»), αλλά πολύ φοβούμαι, ότι όσοι υπενθυμίζουν τη πραγματικότητα αυτή, δυστυχώς αναδεικνύονται (τουλάχιστον αυτό) ανιστόρητοι. Πολύ θα ήθελα να πληροφορηθώ ποιος αγώνας υπέρ βωμών και εστιών, και αναλογικά τούτος ο αγώνας που δίνουμε είναι τέτοιος, διεξήχθη ποτέ με μια πολεμική ηγεσία (στρατιωτική ή πολιτική αδιάφορο) που το μόνο που προέβαλλε ως «όραμα» ήταν μια προοπτική με εντελώς άγνωστο το τέλος της (απλά περιγράφουν κάθε φορά το πόσο δύσκολο είναι το κομμάτι που τη κάθε φορά διαβαίνουμε), άρα, δεν είναι καν «όραμα» αυτό που προβάλλεται ως τέτοιο, μάλιστα δε, δεν είναι καν στόχος προσδιορισμένος : είναι μια πορεία που οι πολλοί (και μέσα σ’ αυτούς η κοινωνία η ίδια) βλέπουν ότι οδηγεί στα βράχια. Πολύ θα ήθελα να πληροφορηθώ ποιος αγώνας υπέρ βωμών και εστιών, διεξήχθη ποτέ νικηφόρα με μια πολεμική ηγεσία που επέβαλε (θελημένα (που δεν το πιστεύω) ή αθέλητα) την απογοήτευση και την έλλειψη ενθουσιασμού για μάχη στα στρατεύματά της (που εδώ είναι η κοινωνία υπό τις ποικίλες μορφές των μελών της : ως πολιτών, ως μισθωτών, ως επιχειρηματιών, ως επαγγελματιών, ως οικογενειών, κ.λπ.). Πολύ θα ήθελα να πληροφορηθώ ποιος τέτοιος αγώνας υπέρ βωμών και εστιών, είχε αίσια έκβαση υπό αυτές τις προϋποθέσεις (για να μην επεκταθώ σε και σε άλλες).
Εν ολίγοις. Η κυβέρνηση πρέπει να αντιληφθεί το αυτονόητο. Όταν σε οποιοδήποτε οργανισμό, από  μια επιχείρηση ως ένα κράτος, λείπει το ουσιαστικό όραμα, εκείνο δηλαδή το όραμα που μπορεί και κινητοποιεί, τότε, όλα εκείνα τα φιλόδοξα «στρατηγικά» και «επιχειρησιακά» προγράμματα που εκπονούνται απουσία αυτού του οράματος, δεν έχουν καμία δυνατότητα επιτυχίας, εξόν απ’ τη κατά τύχη επιτυχία. Και η παράμετρος «όραμα», είναι ίσως η μοναδική παράμετρος που κατά βάση διαμορφώνεται και διαχέεται με αποκλειστική ευθύνη της εκάστοτε Διοίκησης. Αν δεν υπάρχει τέτοιο όραμα, μη κοιτάτε τη «βάση» : κοιτάτε πάντα τη κορυφή. Κι εδώ, τέτοιο όραμα δεν υπάρχει. Αντίθετα, ό,τι υπάρχει είναι ένα οραματοκτόνο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον. Και το ερώτημα που τίθεται είναι : τι γίνεται σε μια τέτοια περίπτωση; Λοιπόν, εδώ δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις : πρέπει μια νέα ηγεσία να αναλάβει να επιχειρήσει την ανόρθωση του ηθικού μέσω ενός πιστευτού και πρακτικά εφαρμοστέου οράματος, διαφορετικά, θα έπρεπε κάποιος να μας εξηγήσει, κι εδώ αυτός ο «κάποιος» είναι η κυβέρνηση, τι περιμένει να πετύχει όταν μια κοινωνία είναι απογοητευμένη, όπερ μεταφραζόμενο σε όρους πραγματικούς δηλώνει τούτο : δεν σας πιστεύομε, κι επομένως δεν συμμετέχουμε σε μια προσπάθεια που δεν πιστεύουμε. Είναι λύση αυτό, θα πει κάποιος; Είναι ένα ερώτημα με εξαιρετικό θεωρητικό ενδιαφέρον, αλλά εν των μεταξύ, μέχρις ότου η θεωρία βρει την απάντηση στο ερώτημα γιατί κάποιος πιστεύει ή δεν πιστεύει κάποιον άλλον, ποιος έχει τελικά δίκαιο ή όχι, εδώ έχουμε μια πραγματικότητα, που δεν έχει την πολυτέλεια της αναμονής ώστε να δει τις επιστημονικές επί του θέματος αποφάνσεις, κι αυτή η πραγματικότητα λέει προς τη κυβέρνηση : ή προσπαθήστε να πείσετε τη κοινωνία να συστρατευθεί σε ό,τι θεωρείτε σωστό, ώστε αυτή η κοινωνία να περάσει απ’ τη πλευρά της αδιαφορίας προς κάτι που θεωρεί ανίκανο να την οδηγήσει στη λύση στη πλευρά της θετικής αντίδρασης, ή απευθυνθείτε εκ νέου σ’ αυτή, ώστε να ανανεώσετε την εντολή σας. Διότι εκτός όλων όσων αναφέρθηκαν παραπάνω, η κυβέρνηση βαρύνεται και με τη δίκαιη κατηγορία ότι κυβερνά ανομιμοποίητα, διότι με άλλο πρόγραμμα εξελέγη και άλλο εφαρμόζει. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, κατά την αντιπαράθεση των επιχειρημάτων στα πλαίσια ενός προεκλογικού αγώνα, ακόμα κι αν η κυβέρνηση εξακολουθεί να υποστηρίζει την ίδια πολιτική, ενδεχόμενη νίκη της, θα έδινε ένα εντελώς νέο περιεχόμενο και θα σηματοδοτούσε άλλη πιο θετική στάση της κοινωνίας : διότι η κοινωνία θα αναγνωρίσει πλέον, ότι αυτή η πολιτική αποτελεί δική της επιλογή, την οποία τελικώς απεδέχθη συναξιολογώντας την μεταξύ εκείνων που τέθηκαν υπόψη της από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, κι όχι μια επιλογή για την οποία ποτέ δεν ρωτήθηκε.