Πολιτικές παρωπίδες και η κυβέρνηση του παρανομαστή

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Εκείνος που ρωτά είναι ανόητος για πέντε λεπτά, αλλά εκείνος που δεν ρωτά παραμένει ανόητος για πάντα.

Κινέζικη Παροιμία

Όλο και πληθαίνουν τα ερωτήματα (για όσους διατηρούσαν επιφυλάξεις) για το αν πήγε στράφι ένας και πλέον χρόνος θυσιών στα πλαίσια της Μνημονιακής πολιτικής που μας επέβαλε η Τρόϊκα. Μόλις πρόσφατα, για παράδειγμα, ο υπουργός κ. Παπακωνσταντίνου ρίχνει στη βαθιά ύφεση τη νέα μαύρη τρύπα του ελλείμματος, την ύφεση που το ίδιο το Μνημόνιο βοήθησε στο βάθεμα και το πλάτεμά της. Παρόμοια ερωτήματα διατυπώνονται όλο και πιο συχνά από όλο και πιο περισσότερο ή λιγότερο ένθερμους οπαδούς της θεωρίας του Μνημονίου, οι οποίοι φαίνεται να μην πολυπιστεύουν πια τα κηρύγματα των ιερέων της Εκκλησίας του Μονοδρόμου του Μνημονίου.
Η ζημιά βεβαίως του να έχει κανείς σχολιαστές των πραγμάτων που να αναρωτιούνται εκ των υστέρων αυτό που...... έπρεπε με βάση τον κοινό νου να διαπιστώσουν εκ των προτέρων, που πρέπει να δουν το τέλος της κατάληξης θανατηφόρων χτυπημάτων επαγγελματιών μποξέρ κατά ενός νηπίου για να «κατανοήσουν» εκ των προτέρων τη σημασία τους, είναι σχετικά μικρή. Πολύ λίγοι είναι πράγματι οι ανεξάρτητοι, σοβαροί, και πολύ λιγότεροι οι διορατικοί σχολιαστές. Άλλωστε, όπως υπάρχει μια ολόκληρη βιομηχανία προπαγάνδα; που αναδεικνύει «ηγετικά προσόντα» και «ηγέτες», «έγκυρους αναλυτές», κ.λπ., την ίδια στιγμή, είναι αυτή η ίδια η βιομηχανία που μέσω της προπαγάνδας και του αποκλεισμού πράγματι θάβει όσο μπορεί οτιδήποτε απειλεί την προπαγάνδα της.
Η ζημιά προέρχεται από τη μυωπία των ανθρώπων που χαράσσουν και ασκούν πολιτικές, οι οποίοι, διαπιστώνεις, ότι πρέπει να βραχούν πρώτα ως το κόκκαλο και ν’ αρπάξουν και καμιά πνευμονία για να καταλάβουν ότι το μαύρο σύννεφο και οι αστραπές που άστραφταν και βροντούσαν πάνω απ’ τα κεφάλια τους δεν ήταν ομπρέλα μαύρου χρώματος όπως ισχυρίζονταν μα ένα θανατικό. Ονόμασαν έτσι την απειλή (δηλαδή το Μνημόνιο) ευκαιρία εξόδου απ’ τη κρίση, ονόμασαν το αδιέξοδο μονόδρομο : δεν μπορώ να τους προσάψω καμιά κατηγορία, επειδή έτσι αντιλαμβάνονταν τα πράγματα. Αυτό καταλαβαίνουν, αυτό μπορούν κι αυτό κάνουν.
Δεν χάσαμε ένα χρόνο! Όχι! Αυτό θα ήταν ευτύχημα! Κάθε μέρα που περνά, βάζει τα θεμέλια της αποτυχίας σε μια αντίστοιχη μέρα του μέλλοντος. Κάθε μέρα που περνά, υπογράφουμε μια νέα ακάλυπτη επιταγή. Κάθε μέρα που περνά προσθέτει ένα χαμένο χρόνο στο μέλλον! Τη ζημιά πρέπει να τη μετρούμε εις διπλούν!
Πορευόμαστε με ένα Μνημόνιο που είναι στρατηγικά τυφλό, κουφό και ανάπηρο.
Τυφλό διότι δεν βλέπει τίποτα πέρα απ’ τη λογική του λογιστή που διαχειρίζεται ένα ταμείο. Δεν είναι τυχαίο ότι υποχρέωσε μια ολόκληρη κυβέρνηση να κυβερνά ως διαχειριστής μιας ταμιακής κρίσης με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Κουφό διότι ακούει απολύτως τίποτα από εκείνες τις φωνές που έχουν να πουν κάτι το διαφορετικό απ’ τη λογική του, τις οποίες απορρίπτει εκ των προτέρων και συλλήβδην ως αναξιόπιστες όταν προτείνουν κάτι έξω και πέρα απ’ τη προοπτική του θανάτου της κοινωνίας.
Είναι τέλος ανάπηρο, και είναι επίσης τούτο εμφανές. Τρικλίζει επικίνδυνα, διότι είναι μονοδιάστατο. Ισχύς του η αγάπη των πιστωτών του. Αυτή η αγάπη είναι που αποτελεί το ένα και μοναδικό του μάτι, το ένα και μοναδικό του χέρι, το ένα και μοναδικό του πόδι. Ο λαός, η κοινωνία, που θα έπρεπε να συνιστούν τα πραγματικά ερείσματα της ισχύος του, μπήκαν στο περιθώριο, αν και βεβαίως όλα υποτίθεται ότι γίνονται εν ονόματί του και για το καλό του. Το ότι τώρα αυτή η κοινωνία κινδυνεύει να αποσυντεθεί πλήρως, αυτό είναι προφανώς ένα σύμπτωμα της όλης θεραπευτικής αγωγής –κατά την άποψή τους!
Κοινός παρανομαστής όλων των παραπάνω; Μα –γι’ ακόμα μια φορά στην πολιτική μας ιστορία- η ευκολία της διαχείρισης τρεχόντων προβλημάτων! Η δημιουργία πρόσκαιρων θετικών εντυπώσεων στο όνομα του πολιτικού και κομματικού συμφέροντος, θυσιάζοντας το μέλλον. Είναι μια κατάσταση καθόλου άγνωστη στο μάνατζμεντ, και αναφέρομαι στο μάνατζμεντ του ιδιωτικού τομέα (φαντασθείτε τώρα τι γίνεται στο δημόσιο τομέα)! Πράγματι, οι William F. Glueck and Lawrence R. Jauch ( Strategic Management and Business Policy, 2nd edition, McGraw-Hill, 1984) το επισημαίνουν αυτό το φαινόμενο όταν σημειώνουν (σελ. 68) : Περαιτέρω, οι μάνατζερ προτιμούν να ενεργούν σε άμεσα προβλήματα διότι αυτά παράγουν άμεση ανατροφοδότηση. Αν ένας πελάτης κάνει μία επείγουσα παραγγελία και ο μάνατζερ βοηθήσει να διεκπεραιωθεί, το ευχαριστώ του πελάτη δίνεται τώρα. Ο προγραμματισμός έχει σχέση με μελλοντικά γεγονότα, και οι ανταμοιβές (αν υπάρξει καμία) αναβάλλονται για το μέλλον...» Έτσι λοιπόν, δημιουργείται μια κατάσταση διοίκησης των πραγμάτων, κατά την οποία, όπως επισημαίνουν οι Glueck και Jauch, (ό.π., σελ. 68) «Οι περισσότεροι μάνατζερ προτιμούν να εκτελούν από το να στοχάζονται.». Παρόμοια οι Gary Hamel and C. K. Prahalad (Competing for the Future, Harvard Business School Press, Boston, Mass., 1994), επικυρώνουν τις παραπάνω απόψεις των Glueck και Jauch, υπογραμμίζοντας ότι μελέτες έδειξαν ότι (σελ. 4) «…κατά μέσο όρο, το ανώτερο μάνατζμεντ αφιερώνει λιγότερο από το 3%… της ενεργείας του για το χτίσιμο μίας επιχειρησιακής προοπτικής για το μέλλον. Σε μερικές επιχειρήσεις ο δείκτης είναι μικρότερος από το 1%...» Κοινό χαρακτηριστικό όλων των παραπάνω; Μα –γι’ ακόμα μια φορά στην πολιτική μας ιστορία- η προφανής έλλειψη στρατηγικής αντίληψης και πολύ περισσότερο στρατηγικού σχεδιασμού! Εδώ ακριβώς αναφύεται το σύνδρομο των μάνατζερ του παρανομαστή, εκείνων δηλαδή των μάνατζερ που ενδιαφέρονται για την όπως – όπως σύντομη –αλλά συνήθως όχι οριστική ή έστω μακροχρόνια- αντιμετώπιση ενός προβλήματος. Σύμφωνα με τους Hamel και Prahalad (ό.π., σελ. 9-10) «Φαντασθείτε έναν διευθύνοντα σύμβουλο ο οποίος, αντιλαμβανόμενος πλήρως ότι αν δεν κάνει αποτελεσματική χρήση των πόρων της επιχείρησης θα δοθεί η ευκαιρία σε κάποιον άλλον να εφαρμόσει ένα ανθεκτικό πρόγραμμα για να βελτιώσει την απόδοση στην επένδυση. Τώρα ο ROI (ή RONA ή ROCE και πάει λέγοντας) έχει δύο στοιχεία : έναν αριθμητή -το καθαρό εισόδημα- και έναν παρανομαστή -επένδυση, καθαρή θέση ή απησχολημένο κεφάλαιο... Οι μάνατζερ στην όχι και τόσο υποθετική επιχείρησή μας επίσης γνωρίζουν ότι η αύξηση του καθαρού κέρδους είναι δυνατό να είναι μία βαριά δουλειά απ’ ό,τι η περικοπή στοιχείων και προσωπικού. Για ν’ αυξήσει τον αριθμητή το ανώτατο μάνατζμεντ πρέπει να έχει ένα σημείο αντίληψης για το πού βρίσκονται οι νέες ευκαιρίες, πρέπει να είναι ικανό να διαγνώσει τις μεταβαλλόμενες ανάγκες του πελάτη, πρέπει να έχει επενδύσει προληπτικά στην κατασκευή νέων ικανοτήτων κ.λ.π. Έτσι υπό την έντονη πίεση για μία σύντομη βελτίωση του ROI, τα στελέχη ψάχνουν για τον μοχλό πίεσης που φέρει την συντομότερη, σιγουρότερη βελτίωση στον ROI -τον παρανομαστή. Για να συρρικνώσει τον παρανομαστή, το ανώτατο μάνατζμεντ δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από ένα κόκκινο μολύβι. Εξ ού και η εμμονή με τους παρανομαστές... Το μάνατζμεντ του παρανομαστή είναι η λογιστική συντόμευση στην παραγωγικότητα των στοιχείων… Σ’ ένα κόσμο όπου οι ανταγωνιστές είναι ικανοί να πετυχαίνουν 5, 10 ή 15% πραγματική αύξηση των εσόδων, η επιθετική μείωση του παρανομαστή, κάτω από μία επίπεδη ροή εισοδήματος, είναι απλά ένας τρόπος να πουλάς μερίδιο αγοράς επικερδώς. Οι υπεύθυνοι του στρατηγικού μάρκετινγκ το ονομάζουν αυτό «στρατηγική θερισμού» και την θεωρούν άμυαλη...». Σε τούτη τη κατηγορία εντάσσονται ιστορικά οι πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων (πάντοτε με τις λίγες εξαιρέσεις), και φυσικά εδώ εντάσσεται και η νυν κυβέρνηση υπό την ιδιότητά της του «συλλογικού» μάνατζερ που διαχειρίζεται μια κρίση που είναι ταυτόχρονα οικονομική και εθνική.
Κι όμως, τα πράγματα είναι ακόμα πιο άσχημα. Όλη αυτή η επίθεση ενάντια σε οτιδήποτε συνιστά «περιττό κόστος» ή «σπατάλη», γίνεται χωρίς τη τήρηση μιας έστω στοιχειώδους επιστημονικής δεοντολογίας σε ό,τι αφορά ακόμα και τούτους τους αριθμητικούς υπολογισμούς. Αναφέρομαι στο γεγονός, ότι κανείς δεν μας είπε με βάση ποια μελέτη σχεδιάζονται και εφαρμόζονται οι όποιες πολιτικές στα πλαίσια του Μνημονίου, ώστε να δούμε αν τελικά εξυπηρετείται η μόνη πηγή που αποτελεί και εξασφάλιση των δανειστών μας : η εθνική μας οικονομία. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρομαι στην απουσία μιας στοιχειώδους προσέγγισης μέσω της ανάλυσης κόστους – οφέλους των όποιων πολιτικών αποφασίζονται. Προσωπικά θα ανέμενα μια στοιχειώδη αιτιολόγηση των λαμβανόμενων πολιτικών, όχι μονάχα απ’ τη πλευρά της δαπάνης (π.χ. περικοπές μισθών) ή του δημοσίου εσόδου (π.χ. αύξηση ΦΠΑ) μα και απ’ τη πλευρά των λοιπών επιπτώσεων που προκύπτουν απ’ την ίδια πολιτική και οι οποίες, θα πρέπει να αποδειχθεί ότι τουλάχιστον δεν εξανεμίζουν το όφελος απ’ τη μείωση της κρατικής ή δημόσιας γενικότερα δαπάνης, ή την πρόσκαιρη αύξηση των δημοσίων εσόδων, έστω και αν στα πλαίσια της ύπαρξης ενός κοινωνικού κράτους δεν είναι όλα ζήτημα εσόδων και εξόδων. Έτσι, χάριν παραδείγματος, πρόσφατα διάβαζα ότι «Ομάδα Αυστραλών έμπειρων οικονομολόγων, ειδικών στο χώρο υγείας, με επικεφαλής τον καθηγητή Νίκολα Γκρέϊβς από το Πανεπιστήμιο Τεχνολογίας Κουίνσλαντ, προειδοποιούν ότι σε περίπτωση που επαληθεύεται η πληροφορία για περικοπή 400 εκατομμυρίων δολαρίων από τους τομείς της έρευνας, η Αυστραλία θα χάσει $129 δις από την αύξηση δαπανών στον τομέα υγείας ως αποτέλεσμα ελλιπούς έρευνας όσον αφορά τη διατήρηση των ιατρικών δαπανών σε χαμηλά επίπεδα μέχρι το 2020.» (25/4/2011, www.newscode.gr). Τελικά,, εδώ στη χώρα μας, μπορεί κάποιος απ’ τη κυβέρνηση να μας πει, ποιο θα είναι το κόστος για την εθνική οικονομία μακροπρόθεσμα, απ’ τις τρέχουσες εξοικονομήσεις κόστους που γίνονται σε όλους τους τομείς στο κρατικό και δημόσιο τομέα, και ταυτόχρονα στην φορολογική επιδρομή και την μείωση της ενεργού ζήτησης μέσω της μείωσης των εισοδημάτων; Είναι αυτονόητο, ότι δεν περιμένω ανέξοδα κηρύγματα που απλά θα ξαναλιβανίζουν το Μνημόνιο, περιμένω, αν υπάρχουν, κάποιες αξιόπιστες αναλύσεις και ει δυνατόν όχι από τους γνωστούς «έγκυρους» αναλυτές των πραγμάτων, ιδιώτες ή μη…