. . . το δάχτυλο πάντως το γλείψαμε . . .

Γράφει ο Ευθύλογος 
Ενοχλήθηκα σφόδρα όταν κατηγορήθηκε συλλήβδην η ελληνική κοινωνία, άρα κι εγώ, ότι υπήρξα ένας εκ των συνδαιτυμόνων σε εκείνα τα δείπνα που ξεκοκαλίζονταν οι σάρκες της Ελλάδας.
Όταν όμως καταλάγιασε η πρώτη οργή, είδα λίγο πιο νηφάλια και με περισσότερη διάθεση αυτοκριτικής τα πράγματα.  Για να τα πάρω με τη σειρά, σκέφτηκα.

Α)
Όταν αμειβόμαστε με 3000 – 4000 ευρώ το μήνα,  δεν τα τρώμε μαζί; Ή δεν ξέρουμε ποιες είναι οι μέσες μηνιαίες αμοιβές στις ΔΕΚΟ; 
Και για να βεβαιωθώ έριξα μια ματιά (εδώ)  .
Τα ποσά είναι τόσο προκλητικά (3700 – 6000 €) που θα τα αμφισβητούσα αν δεν τα επαναλάμβανε πρόσφατα  η τηλεόραση.Β) Όταν παίρνουμε σύνταξη στα 50 και στα 55 ενώ είμαστε υγιέστατοι και μπορούμε να προσφέρουμε ακόμη, δεν τα τρώμε μαζί;
Ή δεν έχουμε υπόψη μας περιπτώσεις νεότατων και ικανότατων συνταξιούχων που  συνεχίζουν να δουλεύουν σε άλλη - ίσως και πιο σκληρή – δουλειά, αφού συνταξιοδοτηθούν; (Το μόνο καλό είναι ότι στη νέα δουλειά, επειδή είναι ιδιωτική, μαθαίνουν να χαμογελούν και.......... γενικά να συμπεριφέρονται με ευγένεια και όχι ως δυνάστες)
Γ) 
Όταν βγαίνουμε ανάπηροι «με το στανιό» για να πάρουμε σύνταξη αναπηρίας, δεν τα τρώμε μαζί;
Ή αγνοούμε ότι η Ελλάδα βρίθει αναπήρων μαϊμού;
Δ) Όταν φοροδιαφεύγουμε δεν τα τρώμε μαζί;
Αν εξαιρέσουμε όσους αδυνατούν να κρύψουν εισοδήματα, ξέρουμε πολλούς άλλους συνεπείς φορολογούμενους;Ε) Όταν αποφεύγουμε να πληρώσουμε τις ασφαλιστικές εισφορές, είτε ως εργοδότες είτε ως εργαζόμενοι, δεν τα τρώμε μαζί;
Π
όσοι δηλώνουμε στο ΙΚΑ τον πραγματικό αριθμό των ημερομισθίων μας και πόσοι δηλώνουμε μόνο τα αναγκαία για να εξασφαλίσουμε ταμείο ανεργίας και περίθαλψη;
 ΣΤ) Όταν δηλώνουμε τα πρόβατα και τα γίδια μας από 2 κι από 3 φορές για να πάρουμε διπλάσια και τριπλάσια επιδότηση, δεν τα τρώμε μαζί;
Ή Πρόκειται για τυπογραφικό λάθος;
Ζ)  
Όταν δηλώνουμε πολλαπλάσιο αριθμό ελαιόδεντρων για τον ίδιο λόγο, δεν τα τρώμε μαζί;
Μήπως φταίει ο γεωπόνος που δεν κάνει καλά τη δουλειά του; Το ίδιο είπα κι εγώ σε φίλο γεωπόνο και μου είπε: «Με σταμάτησαν με τα όπλα και μου είπαν. Εδώ θα κάτσεις αδερφέ και θα στα φέρουμε ’μεις συμπληρωμένα τα χαρτιά».
(Δεν γράφω τη φράση – διαταγή στο γλωσσικό ιδίωμα που λέχθηκε γιατί θα φωτογράφιζα και την περιοχή)
H)  Όταν φιλάμε κάθε κατουρημένη ποδιά που βρίσκουμε μπροστά μας για να διοριστούμε στο Δημόσιο πρυτανείο και να αποφύγουμε την πραγματική παραγωγή (δηλ. την πραγματική δουλειά) δεν τα τρώμε μαζί;
Προσωπικά δεν θα είχα αντίρρηση να είμαστε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, να έχουμε σταθερή δουλειά και ασφάλεια, να μην καθορίζει ο  εργοδότης μας πότε και πόσο θα φάνε τα παιδιά  μας, και φυσικά να προέρχονται όλα τα προϊόντα και οι υπηρεσίες από το κράτος. Αλλά εννοώ ένα κράτος που θα λειτουργεί σε ρυθμούς που να τους ζηλεύει ο ιδιωτικός τομέας. Και δεν δέχομαι ότι δεν μπορεί να υπάρξει τέτοιο κράτος. Ίσως μάλιστα αυτό το κράτος να είναι και ο μόνος τρόπος σωστής αντιμετώπισης τούτης αλλά και κάθε άλλης κρίσης. Μόνο που ένα τέτοιο κράτος προϋποθέτει και τους κατάλληλους πολίτες.  Μέχρι τότε  . . .
Θ)  
Όταν παίρνουμε 80000 ευρώ εφάπαξ και 2700 – 3500 ευρώ/μήνα σύνταξη, επειδή «παίξαμε» για ένα χρόνο τον  γενικό διευθυντή, δεν τα τρώμε μαζί; Πόσες είναι οι επί πλέον κρατήσεις μου σε ένα χρόνο, ώστε να δικαιολογούν τον διπλασιασμό σύνταξης και εφάπαξ;
Ι)  Όταν υπερτιμολογούμε τα μηχανήματα που εισάγουμε, για να αυξήσουμε το ύψος του δανείου ή της επιδότησης, δεν τα τρώμε μαζί;
ΙΑ) Όταν παίρνουμε σύνταξη με ελάχιστες – ή και καθόλου - ασφαλιστικές εισφορές, δεν τα τρώμε μαζί;
ΙΒ
) Όταν παίρνουμε επιδότηση για να χτίσουμε στα κατσάβραχα  «ξενώνα» και περιμένουμε να περάσει το αναγκαίο χρονικό διάστημα (5ετία;) για να τον μετατρέψουμε σε εξοχικό δεν τα τρώμε μαζί;
ΙΓ)
Όταν η δουλειά που προσφέρουμε στο δημόσιο αξίζει 400 € και παίρνουμε 1200 € δεν τα τρώμε μαζί;
Ή δεν γνωρίζουμε περιπτώσεις «εργαζομένων» που στο εργάσιμο  ωράριό τους βγάζουν 10 φωτοτυπίες και μεταφέρουν και 3 φακέλους από τον ένα όροφο στον άλλο; Ε! Να πάρει ο διάολος! Πόσο πρέπει να τιμολογηθεί αυτή η δουλειά;   
ΙΔ) Όταν το χωράφι ή το «βοϊδολίβαδο» που μας έδωσε το κράτος γίνεται οικόπεδο και αποκτούμε μέσω της αντιπαροχής διαμερίσματα, καταστήματα και γραφεία ικανά να συντηρήσουν και τη δική μας αλλά και των απογόνων μας την τεμπελιά, δεν τα τρώμε μαζί;
Ή αγνοούμε ότι υπάρχουν εκ γενετής εισοδηματίες που ξύνονται δια βίου περιφέροντας την ανία τους από καφενείου εις καφενείον; 
Που αλλού στην Ευρώπη υπάρχουν τόσα καφενεία και τόσες καφετέριες;
Ή μήπως επειδή ονομάσαμε το καφενείο «ελληνική κουλτούρα» και την οκνηρία μας «μεσογειακό ταμπεραμέντο», νομίζουμε ότι λύσαμε το πρόβλημα;
Ή έχουμε την ψευδαίσθηση πως όταν γυρίζουμε τον καφέ από το μπρίκι στο φλιτζάνι ή το τσίπουρο από το μπουκάλι στο ρακοπότηρο, αυξάνει ο εθνικός πλούτος; 
IE) Όταν καταπατούμε δημόσια γη και μετατρέπουμε τη χώρα σε παράδεισο οικιστικής αυθαιρεσίας, δεν τα τρώμε μαζί;
ΙΣΤ) Όταν (επειδή μας το επιτρέπει η ιδιαιτερότητα της εργασίας μας)  εκβιάζουμε την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος και επιτυγχάνουμε παρ’ αξίαν αμοιβές, δεν τα τρώμε μαζί;
Εδώ είναι τεράστια η ευθύνη των κομματικών μεγαλοσυνδικαλιστών, που για χρόνια καθοδηγούσαν τους εργαζόμενους να έχουν μαξιμαλιστικές απαιτήσεις, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τους το οικονομικό χάλι της χώρας.
Αν πάλι είχαν πραγματική άγνοια της οικονομικής κατάστασης, όφειλαν να παραμείνουν στην αφάνεια και να μη διεκδικούν θέσεις ταγών. [1]
Αν και μου φαίνεται δύσκολο να μη γνώριζαν ή τουλάχιστον να μην διαισθάνονταν τι συμβαίνει.  Γιατί ποιος εχέφρων, βλέποντας γεμάτες καφετέριες σε εργάσιμες ώρες, ή (μη βλέποντας λόγω σκότους) τους «τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» [2] να περιφέρουν μέχρι τα ξημερώματα τους καημούς τους παραπατώντας  (και λόγω νύστας και λόγω ζεμπεκιάς)  στα διάφορα «πολιτιστικά κέντρα» δεν αναρωτήθηκε έστω μια φορά στη ζωή του, «Πως στο διάολο επιβιώνει τούτος ο τόπος;»
Για να υπολογίσουμε πόσοι ανήκουν στους παραπάνω και τα ξαναλέμε αν τα φάγαμε μαζί ή όχι. Άσε που υπάρχουν κι άλλες περιπτώσεις που σίγουρα τις ξέχασα. Ας ρίξουμε μια ματιά στο σπίτι μας αλλά και γύρω μας για να δούμε πόσοι από μας βελτίωσαν τη ζωή τους δυσανάλογα με την προσπάθεια που κατέβαλαν αλλά και δυσανάλογα με την προσφορά τους;
Πόσοι από μας δεν ανήκουν σε καμιά από τις παραπάνω κατηγορίες;
Και είναι καιρός να λείψουν οι φτηνές δικαιολογίες του τύπου «φταίει το κράτος που επιτρέπει όλα τα παραπάνω». Γιατί είναι σαν να ομολογούμε ότι κάθε Έλληνας θέλει κι έναν χωροφύλακα στο σβέρκο του να τον επιτηρεί. 
Δυστυχώς μαζί τα φάγαμε, μαζί καταντήσαμε την Ελλάδα κόλαση. Κι όπως στην κόλαση του Δάντη οι μόνοι αθώοι ήταν τα αγέννητα μωρά, έτσι κι εδώ, αυτά δεν φταίνε. Ασφαλώς υπάρχουν  και μερικοί άλλοι, όπως π.χ. κάποιοι φτωχοί εργάτες και χωρικοί που ποτέ δεν πήραν μέρος στο μεγάλο φαγοπότι.
Είναι οι μόνοι που θα μπορούσαν να περπατάνε με το κεφάλι ψηλά, αλλά δυστυχώς δεν μπορούν, γιατί «σκέβρωσαν» σκάβοντας με το τσαπί τη γη.
Μαζί τα φάγαμε αλλά οι πολιτικοί αγύρτες μας έριξαν στη μοιρασιά.[3]Γι αυτό και οι ποινές πρέπει να είναι ανάλογες της μάσας.
Αν το τίμημα της δικής μας ευωχίας θα είναι η δια βίου στέρηση αγαθών και υπηρεσιών, το τίμημα της ευωχίας των αρμοδίων πρέπει να είναι τουλάχιστον η δια βίου στέρηση της ελευθερίας.
Πιστεύω ότι η κακοδιαχείριση, η κατάχρηση δημοσίου χρήματος, καθώς και η εκμετάλλευση δημοσίου αξιώματος για παράνομο πλουτισμό και γενικά για επίτευξη ιδιοτελών σκοπών, είναι έγκλημα κατά της κοινωνίας και του κράτους και πρέπει να τιμωρείται ανάλογα. 
Και δεν νομίζω ότι σε τέτοιες καταστάσεις οι εγκληματίες αφήνονται να κυκλοφορούν ελεύθεροι.
Τώρα, γιατί η Ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει αυτή την κατάσταση τόσο «χαλαρά», αν όχι παθητικά, είναι ένα ερώτημα. Ίσως να ισχύει η ευαγγελική ρήση:
«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Και μάλλον οι αναμάρτητοι είναι είδος εν ανεπαρκεία.
Εκτός κι αν μέσα στον γενικότερο παραλογισμό που μας δέρνει, δεχόμαστε ότι υπάρχει φόνος χωρίς φονιά. Αυτό απαλλάσσει κι εμάς τους κοινούς θνητούς από τις τύψεις για την όποια - έστω και μικρή - συμβολή μας στην τέλεση του εγκλήματος.
*  *  *  *  *  *  *  *
[1] Προσωπικά αδυνατώ να πιστέψω ότι υπήρχε άγνοια αφού πριν δεκάδες χρόνια (εποχή της δραχμούλας) γνωρίζαμε και λέγαμε ότι «κάθε Έλληνας χρωστάει δέκα εκατομμύρια». Τότε . . .
Και ας μην ξεχνάμε ότι κάποιοι γνώστες μας προειδοποιούσαν πριν 45 τουλάχιστον χρόνια (εδώ) για τον ολισθηρό κατήφορο που αρχίζει να παίρνει η ελληνική οικονομία. Μάλλον είναι οι μόνοι που «δικαιούνται δια να ομιλούν» σήμερα.
[2] Τίτλος ελληνικής ταινίας υποτιμημένης, ακριβώς γιατί μας θυμίζει οικεία κακά.
[3] Άλλωστε δεν κατηγορηθήκαμε ότι τα φάγαμε «εξίσου».
Ευθύλογοςvacon28@gmail.com