Αξίζει ο κόπος για μια αλλαγή;

 Γράφει ο Θάνος Δημάδης

Από το περασμένο Σάββατο χρειάστηκα όλες αυτές τις μέρες, μέχρι και χθες, για να "αναρρώσω" από μία μίνι- αλλά οδυνηρή για τους λόγους που θα σας εξηγήσω παρακάτω- κατάθλιψη που πέρασα. Σπατάλησα ώρες μπροστά στον υπολογιστή γράφοντας, σβήνοντας και ξαναγράφοντας σκέψεις και εικόνες που είχαν στήσει χορό μέσα στο μυαλό μου. Άρχισα να πιστεύω στη ματαιότητα του να σπαταλάς χρόνο και ενέργεια για να μοιραστείς με κάποιους τρίτους όλα όσα σκέφτεσαι και σε προβληματίζουν. Ακόμα περισσότερο, είχε αρχίσει να με παρασέρνει μέσα μου το ένστικτο της παραίτησης από κάθε προσπάθεια και κάθε δημιουργική ιδέα που πίστευα μέχρι πρότινος ότι μπορεί- έστω και στο ελάχιστο- να έχω για τη χώρα μου. Το μεγαλύτερο για μένα δυστύχημα όμως ήταν ότι υπήρξαν στιγμές που συνέλαβα ασυνείδητα τον εαυτό μου να δηλώνει μέσα του συμβιβασμένος με την άποψη, που διακινούν πολλοί, ότι τίποτα δεν μπορεί να .........αλλάξει σε αυτόν τον τόπο. Ότι ο ατομισμός των Ελλήνων και η απελπισία όλων μας στον αγώνα να επιβιώσουμε και να κρατηθούμε σήμερα όρθιοι, μάς έχει κλείσει ερμητικά πόρτες και παράθυρα που υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να ήταν ανοιχτά για να εμπνεύσουμε αλλήλους, να πιάσουμε ο ένας το χέρι του άλλου, να δώσουμε και να πάρουμε ενέργεια για να ξεκινήσει και πάλι κάτι νέο, θετικό και ελπιδοφόρο για αυτή τη χώρα. Κάθε μέρα που περνούσε ένιωθα όλο και πιο πολύ πνευματικά ακρωτηριασμένος από το ερώτημα "και τι μπορούμε να καταφέρουμε για την Ελλάδα;" και την συνακόλουθη απάντηση "τίποτα", που όσο κι αν καταπίεζα μέσα μου, έβρισκε πάλι τον τρόπο να ξεπηδήσει βυθίζοντάς μέ, ακόμα πιο βαθιά σε αδιέξοδο.
Τα ξημερώματα της Κυριακής επέστρεψα σπίτι μου από ένα ολονύχτιο ξενύχτι. Η βραδιά είχε κυλήσει με καλούς Έλληνες φίλους μου, ανθρώπους της ηλικίας μου με εξαιρετικές σπουδές στα καλύτερα πανεπιστήμια της Αμερικής και επαγγελματικά καταξιωμένους σε μεγάλους διεθνείς και αμερικανικούς οργανισμούς στην Ουάσινγκτον και αλλού. Θέμα της πολύωρης συζήτησής μας ήταν το αν μπορεί να αλλάξει η Ελλάδα. Και όταν λέμε να "αλλάξει", δε μιλούμε με τεχνικούς όρους αναφερόμενοι στο άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, τη συρρίκνωση του δημοσίου ή οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, το οποίο όπως έγραφα στο τελευταίο μου άρθρο στη Huffington Post υπόκειται στα ζητήματα καθημερινής τεχνικής διαχείρισης (routine management) από μία κυβέρνηση και δεν έχει να κάνει με αυτό που τούτη τη στιγμή είναι ζητούμενο. Τη διαμόρφωση δηλαδή, ενός νέου πλαισίου πολιτικού και κοινωνικού οραματισμού ως προέκταση ενός άλλου σύγχρονου προτύπου ηγετικότητας για τη χώρα (exercising leadership). Για να  το πω πιο απλά, σημείο αντιγνωμίας στη συζήτηση που είχαμε είναι για το κατά πόσον όλοι εμείς και ο καθένας μας ξεχωριστά έχει τη δύναμη- αλλά και την υποχρέωση- να φύγει από το στάδιο της απλής διαπίστωσης μίας κακής πραγματικότητας για την πατρίδα μας και να περάσει στο επόμενο δυσκολότερο αλλά - κατά τη γνώμη μου- πολύ ουσιαστικότερο επίπεδο συμμετοχής, συνεμπλοκής και συνδιαμόρφωσης σε κάτι καινούργιο. Σε αυτό που εγώ ονομάζω νέο μαζικό ειρηνικό κίνημα των πολιτών για μία Ελλάδα με Δημοκρατία των ίδιων αρχών ισότητας, δικαιοσύνης και ευκαιριών για όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες της και για ένα νέο πολιτικό προσωπικό που θα ξεπηδήσει μέσα από την κοινωνία και όχι από κομματικές και οικογενειακές φατρίες, προκειμένου να εφαρμόσει και να υπηρετήσει αυτές τις αρχές. Αυτά δε θα τα έγραφα αν από το περασμένο Σάββατο δεν είχα καταφέρει να συνέλθω από το σοκ που ένιωσα ακούγοντας την κυρίαρχη άποψη των φίλων μου οι οποίοι απογοητευμένοι για την Ελλάδα, που τους έχει φράξει τον δρόμο της επιστροφής και των προοπτικών τους, έλεγαν ότι δεν έχει νόημα να προσπαθούμε. Και ότι μία τέτοια συλλογική προσπάθεια, όπως την περιέγραψα, αγγίζει τα όρια της ουτοπίας.
Σήμερα, Παρασκευή πρωί, νιώθω πιο βέβαιος απ' όσο ένιωθα το περασμένο Σάββατο, πως αν αποφασίσουμε ότι θέλουμε να προσφέρουμε έστω κάτι για το αύριο αυτής της χώρας, δεν έχουμε παρά να το προσπαθήσουμε. Γιατί δεν έχουμε τίποτε άλλο πια να χάσουμε σε μία κοινωνία που μέρα με τη μέρα βαδίζει με μαθηματική ακρίβεια στη διάλυση. Πριν από 43 ακριβώς χρόνια (28 Φεβρουαρίου 1968), η διορατικότητα του Ανδρέα Παπανδρέου οδήγησε στη γέννηση του Π.Α.Κ., με πολλά φωτισμένα μυαλά ανθρώπων, κυρίως από το εξωτερικό της χώρας, που πίστεψαν ότι η Ελλάδα δεν συμβιβάζεται ούτε με τη χουντική πραγματικότητα ούτε, μετέπειτα, με κάτι λιγότερο από μία ριζική πολιτική αλλαγή. Και πέτυχε. Σήμερα, προφανώς δε συντρέχει λόγος ανατροπής της υφιστάμενης πολιτειακής κατάστασης αφού έχουμε συνταγματικά κατοχυρωμένη Δημοκρατία και όχι χούντα όπως εκείνη την εποχή, αλλά βρισκόμαστε στο ίδιο κρίσιμο ιστορικό μεταίχμιο. Όπου οι Έλληνες, όσο κι αν βλαστιμούμε τη μοίρα μας, έχουμε το ένστικτο να διαισθανόμαστε πότε μία εποχή τελειώνει και πότε μία νέα αρχίζει. Και μέχρι στιγμής, δυστυχώς, ο κόσμος αντιδρά σπασμωδικά, κυρίως με δικαιολογημένες εκρήξεις οργής, οι οποίες είναι περισσότερο ένδειξη αμηχανίας. Το παράδειγμα του Ανδρέα δεν το ανέφερα για τυχόν κομματικούς ή άλλους παραλληλισμούς. Το επικαλούμαι για να αποδείξω ότι, παρά τις αντίξοες συνθήκες ανελευθερίας και καταπίεσης, ο ίδιος και όσοι ακολούθησαν το όραμά του κατάφεραν τότε αυτό που φάνταζε στην αρχή απίθανο. Πόσο πιθανή, αλήθεια, είναι στις μέρες μία αντίστοιχη προσπάθεια με τα social media να δείχνουν σήμερα το δρόμο για την αυτοοργάνωση πολιτών, προερχόμενων από κάθε ιδεολογικό και κομματικό χώρο; Αξίζει ή δεν αξίζει τον κόπο σήμερα; Προσωπικά πιστεύω πως ναι. Ειδάλλως, ίσως και αυτές οι σκέψεις να είχαν σβηστεί ή να έμεναν θαμμένες στο σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου, απόρροια των παρενεργειών του περασμένου Σαββατόβραδου

Θάνος Δημάδης