Έπεα πτερόεντα… 4 : Ναι, να ζήσουμε καλύτερα, ομορφότερα, με περισσότερη ποιότητα και ανθρωπιά, με σιγουριά, ασφάλεια και αξιοπρέπεια

 Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης



Το πρόβλημα, επομένως, δεν είναι ότι οι εργαζόμενοι στη χώρα μας ,που στην μεγάλη πλειοψηφία τους απασχολούνται στις υπηρεσίες και σε πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις ,απολαμβάνουν υψηλούς μισθούς αλλά ότι οι εργοδότες αντιμετωπίζουν, για πολλούς άλλους λόγους, υψηλό κόστος στη λειτουργία των επιχειρήσεων τους . Έτσι εξηγείται και το παράδοξο για πολλούς να μην πέφτουν οι τιμές των προϊόντων όταν μειώνεται η ζήτηση. Όταν το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων είναι ιδιαίτερα υψηλό , οι χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις που λειτουργούν στη χώρα μας, δεν μειώνουν τις τιμές των προϊόντων και οποιαδήποτε περαιτέρω επιβάρυνση αυτών των επιχειρήσεων, π.χ. μέσω αύξησης της φορολογίας, ιδιαίτερα σε συνθήκες ύφεσης, η ακόμα και πάταξης της φοροδιαφυγής, μεταφράζεται αρχικά μεν σε αύξηση των τιμών και μετά σε λουκέτο. Για το λόγο αυτό, προτεραιότητα της πολιτικής αποτελεί να είναι η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η άρση των ακαμψιών ώστε να μειωθεί το κόστος εργασίας των επιχειρήσεων και να διασφαλισθούν οι θέσεις εργασίας.
Λούκα Κατσέλη : Αναζητώντας τη ..........χαμένη ανταγωνιστικότητα…, εφ. ΤΟ ΒΗΜΑ, 12/11/2010
Bloomberg : Μην πιστεύετε λέξη. Το ευρώ έχει μετατραπεί σε μια μηχανή πτωχεύσεων. Μόλις ξεπερδέψουν με την Ιρλανδία, οι αγορές θα στραφούν στην Πορτογαλία και στην Ισπανία και στη συνέχεια στην Ιταλία και στη Γαλλία. Η διαδικασία δεν πρόκειται να σταματήσει αν δεν διαλυθεί το ευρώ. Η κρίση της Ιρλανδίας είναι πολύ πιο σοβαρή από της Ελλάδας. Είναι πολύ δύσκολο να εξηγήσουν οι τελευταίοι υποστηρικτές του ευρώ γιατί έφτασαν τα πράγματα ώς εκεί. Η Ελλάδα δεν έπρεπε να έχει προσχωρήσει ποτέ στο ευρώ.

Η άποψη ότι οι Έλληνες απολαμβάνουν ένα υπερβολικά γενναιόδωρο κράτος πρόνοιας διαψεύδεται από τα δεδομένα. Κατά μέσο όρο την περίοδο 1998-2007, η Ελλάδα διέθετε μόνο 3.530 ευρώ κατά κεφαλήν για δράσεις κοινωνικής προστασίας, ενώ ο μέσος όρος στην ευρωζώνη είναι 6.251,78 ευρώ. Αντίθετα, η Γερμανία και η Γαλλία ξοδεύουν υπερδιπλάσια ποσά από την Ελλάδα. Ακόμα και η Ιρλανδία, η οποία έχει μια από τις πλέον νεοφιλελεύθερες οικονομίες, διαθέτει περισσότερα για την κοινωνική προστασία από την υποτιθέμενα «γαλαντώμα» Ελλάδα. Επίσης η Ελλάδα έχει μια από τις πλέον άνισες αναδιανομές εισοδήματος και σχετικά υψηλό επίπεδο φτώχειας. Και πάλι δηλαδή τα στοιχεία δεν επιβεβαιώνουν την εικόνα ενός κράτους με γενναιόδωρες παροχές.

Κώστας Νικολάου : Η νεοφιλελεύθερη προπαγάνδα για το μέγεθος και το κόστος του δημόσιου τομέα και την ανάγκη απολύσεων, http://konstantinosnikolaou.blogspot.com, 24/11/2010
«∆εν ξέρατε τι υπογράφατε;». Το είπαν οι «τροϊκανοί» στη Λούκα Κατσέλη όταν τους αντέτεινε ότι δεν υιοθετεί την παράκαµψη της Εθνικής Συλλογικής Σύµβασης Εργασίας. Το κλιµάκιο των «µικροµεσαίων υπαλλήλων διεθνών οργανισµών», όπως θα έλεγε και ο Χρήστος Παπουτσής, απλώς µειδίασε µε συγκατάβαση : ας προσέχατε όταν υπογράφατε, κυρία µου. Εννοούσαν : θα εφαρµόσετε το Μνηµόνιο και θα πείτε κι ένα τραγούδι. ∆εν έχουν άδικο. Το περιεχόµενο του Μνηµονίου αποτελεί συµβατική υποχρέωση της χώρας…
Γιώργου Λακόπουλου : Γουρούνι στο σακί, 18/11/2010, www.tanea.gr

(συνέχεια από το προηγούμενο πάνω στην ομιλία του πρωθυπουργού στη σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του κόμματός του, στις 4/3)
Ακολούθως ο κύριος πρωθυπουργός κάμει ένα απολογισμό του μέχρι τώρα κυβερνητικού έργου, και φυσικά, δεν είναι στις προθέσεις του παρόντος άρθρου να τοποθετηθεί επ’ αυτών –και φυσικά, εκ προοιμίου να πω, πως όπως σε κάθε κυβέρνηση δεν είναι όλα αρνητικά, το ίδιο ισχύει κι εδώ, αν και στη προκειμένη περίπτωση, οφείλει κανείς να διακρίνει τις επιβληθείσες από τη Τρόϊκα πολιτικές, απ’ τις καθαρώς «οικειοθελείς» πολιτικές της κυβέρνησης. Αυτό θα απαιτούσε μια ανάλυση μερικών δεκάδων αν όχι εκατοντάδων σελίδων! Ο κ. πρωθυπουργός, κι αυτό είναι αυτονόητο για τον κάθε πρωθυπουργό, υπεραμύνεται του κυβερνητικού έργου, και του φιλολαϊκού του χαρακτήρα. Δεν έχει σημασία τι έφερε ως παραδείγματα για να φτάσει στη διαπίστωσή του ότι τα κυβερνητικά μέτρα και οι πολιτικές του είναι φιλολαϊκές. Άλλωστε, έφερε ως παραδείγματα ό,τι πίστευε ότι τόνιζε τούτη τη πλευρά του κυβερνητικού έργου. Διότι ο ίδιος ο πρωθυπουργός, λίγο παρακάτω στην ομιλία του, διερωτήθηκε : «Είναι αρκετά όλα αυτά; Προφανώς, όχι. Χρειάζεται αλλαγή της χώρας, των θεσμών, του παραγωγικού μοντέλου, αλλαγή στις συνειδήσεις μας, αλλαγή της στάσης όλων μας και αλληλεγγύη». Συνεπώς, πέραν των ενστάσεων σε ό,τι έφερε ως θετικό παράδειγμα κυβερνητικού έργου, (για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός αναφέρθηκε στο αίσθημα ασφάλειας του πολίτη ως συνέπεια της αποτελεσματικής αστυνόμευσης –τι να πω, εκτός απ’ το ότι μάλλον εγώ θα πρέπει να κατοικώ σε άλλη χώρα!), υπάρχουν ολόκληροι τομείς που ακόμα περιμένουν παρεμβάσεις που δεν έγιναν, και μένει να δούμε τι είδους θα είναι αυτές οι παρεμβάσεις. Η ουσία είναι ότι μια κυβέρνηση κρίνεται συνήθως απ’ τη διαφορά του θετικού και του αρνητικού ισοζυγίου στο έργο της. Και η δική μου αίσθηση εν προκειμένω, είναι ότι τούτο το ισοζύγιο είναι αρνητικό. Και είναι αρνητικό όχι τόσο διότι έγιναν λιγότερα ή περισσότερα, όχι! Είναι αρνητικό για λίγους και σοβαρούς λόγους, ένας εκ των οποίων είναι ότι κατ΄ αρχήν, εγώ, δεν αναγνωρίζω κυβερνητικό έργο, κι αυτή είναι η σπουδαιότερη ένστασή μου. Αναγνωρίζω ότι υπάρχει μια Δύναμη Κατοχής (Τρόϊκα) κι ότι έχω μια κυβέρνηση που κυβερνά βάσει ενός ανομιμοποίητου κοινωνικά (και κατά την άποψή μου συνταγματικά) κυβερνητικού προγράμματος. Συνεπώς, δεν προτίθεμαι να κρίνω ένα τέτοιο «κυβερνητικό» έργο, και δεν θα το έκρινα ακόμα κι αν ήταν το πιο φιλολαϊκό και το πιο σωστό! Το ότι η δημοκρατική διαδικασία διακυβέρνησης, κατά την άποψή μου, έχει πληγεί, αυτό αποτελεί για μένα επαρκή λόγο να είμαι εξαρχής αρνητικός, πέραν του ότι έχω σοβαρότατες ενστάσεις και αντιρρήσεις για τις επιμέρους πτυχές του ίδιου του έτσι αποκαλούμενου «κυβερνητικού» έργου. Βέβαια, υπάρχουν και άλλοι που θεωρούν το Μνημόνιο «ευτυχία» για το τόπο, όπως ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο οποίος πάντως διευκρίνισε : «Όχι για την κακή του πλευρά, αλλά γιατί μας δίνει τη μοναδική ευκαιρία να κάνουμε ριζική αναδιάρθρωση»! Ομολογία, σε κάθε περίπτωση, ότι κάποιοι δεν μπορούν να κάνουν χωρίς τους ξένους! Και όπως τίθεται το ζήτημα, μ΄ αυτή τη λογική, το ζήτημα είναι τι θα γίνει όταν φύγει η Τρόϊκα και η κυβέρνηση βρεθεί αντιμέτωπη με τις «ιθαγενείς» δυνάμεις – τροχοπέδες σε κάθε καλή προσπάθεια. Θα πρέπει τότε, επειγόντως με κάτι να υποκατασταθεί η Δύναμη Κατοχής!
Ακολούθως ο πρωθυπουργός θίγει το σοβαρό πράγματι ζήτημα η κρίση να μετατραπεί σε ευκαιρία. Λέει : «Γιατί το μεγάλο μας στοίχημα, φίλες και φίλοι, συντρόφισσες και σύντροφοι, δεν είναι απλά να διαχειριστούμε το χρέος. Είναι να αλλάξουμε οριστικά προς το καλύτερο την πατρίδα μας, την οικονομία μας, το κράτος, τους θεσμούς, τον τρόπο με τον οποίο ζούμε. Ναι, να ζήσουμε καλύτερα, ομορφότερα, με περισσότερη ποιότητα και ανθρωπιά, με σιγουριά, ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Μπορούμε. Η επιλογή μας είναι δεδομένη. Όπως δεδομένη είναι και η επιλογή να σεβαστούμε, με αξιοπρέπεια, και τις υποχρεώσεις της χώρας μας προς τρίτους, αλλά και να κάνουμε τη μεγάλη ανατροπή και ανασυγκρότηση. Αυτή είναι η δέσμευσή μας απέναντι στην ιστορία και τον Ελληνικό λαό. Είναι η κρίση, που σήμερα μας δίνει μια ιστορική ευκαιρία και αυτήν θα αξιοποιήσουμε.» Και συνεχίζει λίγο παρακάτω : «Πολλοί λένε ότι όλα αυτά είναι δύσκολα σε μια εποχή κρίσης. Να θυμίσω μια άλλη, ιστορική εποχή κρίσης, επί Ελευθερίου Βενιζέλου, τη διεθνή κρίση του '29, με τη χρεοκοπία επί θύραις, την Αντιπολίτευση σε ακραία πόλωση, την ενσωμάτωση των προσφύγων. Κι όμως, έκανε τις μεγαλύτερες μεταρρυθμίσεις, που άλλαξαν τη χώρα, στη Διοίκηση, στην παιδεία, στις ελευθερίες του πολίτη, στην εξωτερική πολιτική.» Ως ευσεβείς πόθοι, είναι ωραία όσα λέει ο πρωθυπουργός. Όμως, το να μεταβάλλεις μια κρίση σε ευκαιρία, χρειάζεται ηγεσίες που τουλάχιστον να μην είχαν αποτύχει στα ευκολότερα, και κυρίως, δεν μπορούν οι ίδιες ηγεσίες που οδήγησαν με την αναποτελεσματικότητά τους στη κρίση, να μας οδηγήσουν σε μια νέα εποχή. Όρος και προϋπόθεση της μετατροπής της κρίσης σε ευκαιρία, είναι το Αύριο να έχει απαλλαγεί απ’ τα καρκινώματα του παρελθόντος. Και το μεγαλύτερο καρκίνωμα είναι το πανθμομολογουμένως Παρηκμασμένο και Διαφθαρμένο πολιτικό καθεστώς, που αναγνωρίζεται σαν τέτοιο όχι μονάχα απ΄ τη κοινωνία μα και απ’ τις ίδιες τις πολιτικές δυνάμεις. Μπορούμε να είμαστε αισιόδοξοι ως προς αυτό; Νομίζω όχι! Διότι αυτό που εγώ τουλάχιστον διαπιστώνω, είναι ότι το ίδιο πολιτικό σύστημα ζει και βασιλεύει, και ό,τι χτες καταδικάζαμε σήμερα ηγείται ξανά μιας νέας δήθεν πορείας προς τα εμπρός! Υπό μια έννοια, ο μόνος που μετέτρεψε τη κρίση σε ευκαιρία, είναι αυτό το ίδιο το Πολιτικό Σύστημα! Από κατηγορούμενος, βρέθηκε τιμητής και επίδοξος σωτήρας! Προσπαθώ να θυμηθώ πόσα από τα μέτρα που παίρνονται σήμερα με πρόφαση τη κρίση, δεν ήταν διακηρυγμένες θέσεις πολύ πριν τη κρίση, έστω κι αν συχνά ήταν συγκαλυμμένες. Η περιβόητη ευέλικτη εργασία, και άλλες απορρυθμίσεις των εργασιακών σχέσεων, δεν είναι άραγε διακηρυγμένες θέσεις εδώ και πάρα πολλά χρόνια; Το περιβόητο κόστος εργασίας που έπρεπε να μειωθεί, είναι κάτι το πρωτάκουστο; Ξεχάσαμε άραγε όλους εκείνους που συνεχώς έδειχναν το κόστος εργασίας στην Άπω Ανατολή και στα Βαλκάνια, και ολοφύρονταν «πώς θα τους ανταγωνιστούμε όταν εκεί έχουν μισθούς πείνας, κι εδώ, συνεχώς διεκδικούμε περισσότερα;» (Φαντασθείτε τώρα τι γίνεται με τους εργαζόμενους στη Βόρεια Ευρώπη, που έχουν πολλαπλάσιους μισθούς –οι άνθρωποι θα έπρεπε να είχαν πτωχεύσει από καιρό!) Αλήθεια, πριν πόσα χρόνια ακούμε για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, που ίσως πολύ σύντομα αποδειχτεί ότι πίσω απ’ όλη την προσπάθεια δεν βρίσκεται παρά ο στόχος για την ολιγοπωλιακή τους συγκρότηση; Αφήστε δε για τις ιδιωτικοποιήσεις, που πλέον δεν πουλήσαμε μονάχα τα χρυσαφικά και τα ασημικά, μα αρχίσαμε να πουλάμε ακόμα και τα έπιπλα του κήπου. Η κρίση ναι, υπήρξε ευκαιρία, για να γίνουν όλα αυτά και άλλα σαν αυτά. Αν δεν υπήρχε η κρίση, έπρεπε να την εφεύρουμε, και δεν ξέρω αν όντως δεν εφευρέθηκε! (Εδώ θα κατηγορηθώ για συνωμοσιολογία, αλλά, ας είναι). Το καταδικασμένο Πολιτικό Σύστημα, προσπαθεί να μεταφέρει το βάρος της ευθύνης στη Κοινωνία. Φταίμε, λέει, αλλά φταίτε κι εσείς! Φάγαμε, αλλά φάγατε κι εσείς! Το στο κόρακα ζητάτε τώρα; Διεφθαρμένοι εμείς μα διεφθαρμένοι κι εσείς! Και η ακολούθως, αρχίζει η εξειδικευμένη ενοχοποίηση. Προς τούτο, η καταπιεσμένη και τείνουσα με ολοένα εντονότερους ρυθμούς προς τη φτωχοποίηση κοινωνία, επαναπροσδιορίζεται «ταξικά», ώστε η όλη υπόθεση να μετατραπεί από ένα πόλεμο με τη μεγάλη διαφθορά και τη μεγάλη λεηλασία του τόπου, σε συζήτηση για το πόσο περισσότερο «ευνοημένες» είναι κάποιες «συντεχνίες» έναντι άλλων, κι έτσι να υποθάλπεται ένας «εμφύλιος πόλεμος» εντός των ορίων των μικρομεσαίων στρωμάτων, όπου το ανώτερο τμήμα αυτών των μικρομεσαίων στρωμάτων «ενοχοποιείται» στα μάτια των λίγο πιο κάτω τμημάτων, κι αυτοί στα μάτια των λίγο ακόμα πιο κάτω, κ.λπ. Παράδειγμα : παίρνεις μισθό 4000 ευρώ; Αίσχος! Διότι πρέπει να δεις ότι υπάρχουν κι αυτοί που παίρνουν 700 ευρώ! Παίρνεις σύνταξη 3000 ευρώ; Αίσχος! Διότι υπάρχουν κι αυτοί που παίρνουν 600 ευρώ! Έτσι ο αποπροσανατολισμός είναι πλήρης. Διότι ο στόχος δεν ήταν ποτέ η εξέλιξη των αποδοχών να ήταν προς τα κάτω, μα προς τα πάνω! Διότι αυτά τα ποσά που εδώ αναφέρονται ως «υψηλοί» μισθοί και συντάξεις, είναι οι μέσοι μισθοί και συντάξεις στην αναπτυγμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, και υποθέτω ότι δεν συγκλίνουμε μονάχα στο κόστος διαβίωσης με ό,τι ισχύει στην αναπτυγμένη Ευρωπαϊκή Ένωση, μα και στις αποδοχές! Από την άλλη, η όλη αυτή ενοχοποιητική προπαγάνδα, τείνει να περάσει ένα είδος επιβολής ιδιότυπου «κομμουνισμοί» στα κατώτερα στρώματα, αφού ευνοεί τη τάση ισοπέδωσης ΠΡΟΣ ΤΑ ΚΑΤΩ! Και δυστυχώς, στη φάκα πέφτουν και μεγάλα τμήματα της κοινωνίας, που νομίζοντας ότι εξυπηρετούν τα δικά του συμφέροντα υποστηρίζοντας την φτωχοποίηση όσων ακόμα δεν έχουν φτωχύνει αρκετά, δεν αντιλαμβάνονται ότι το βαρέλι στην ουσία δεν έχει πάτο, κι ότι μονάχα το αίτημα της ΠΡΟΣ ΤΑ ΠΑΝΩ σύγκλισης έχει ουσιαστικό νόημα για τα συμφέροντά τους. Όμως, ακόμα πιο σπουδαιότερο απ’ τα παραπάνω, είναι ότι εξαντλώντας την ενέργειά μας σε τέτοιου είδους ενασχολήσεις, ξεχάσαμε, ξεχνάμε, ότι το ζητούμενο δεν είναι το πώς το κράτος θα εξοικονομήσει δύο ευρώ απ’ όλες αυτές τις περικοπές, αλλά το πώς θα επιστρέψουν στα δημόσια ταμεία τα προϊόντα της ληστείας και της λεηλασίας δημόσιου χρήματος και δημόσιας λεηλασίας των μεγάλων ψαριών. Το κυνήγι καρχαριών, μετατράπηκε τεχνηέντως σε κυνήγι της μαρίδας, και μάλιστα, με περίσσεια τέχνη, προσπαθούμε να μετατρέψουμε τις μαρίδες σε κανιβάλους, στρέφοντας τη μια ενάντια στην άλλη, προς μεγάλη τέρψη των καρχαριών!
Ο πρωθυπουργός έκλεισε την ομιλία του στη Σύνοδο του Εθνικού Συμβουλίου του ΠΑΣΟΚ με την ευχή : «Καλό μας αγώνα.» Καλό αγώνα! Μα ποιον αγώνα; Αυτόν που δεν ξεκίνησε καν, ή αυτόν που επιθυμεί να ξεκινήσει από εδώ και πέρα; Αν πρόκειται για το δεύτερο, θάλεγα, κάλλιο αργά παρά ποτέ, αλλά, δυστυχώς, προσωπικά εγώ, δεν βλέπω διάθεση αγώνα. Άλλωστε, όταν σε όλη τη προηγούμενη ομιλία σας κύριε πρωθυπουργέ, το μόνο που έχετε κάνει είναι να υπεραμυνθείτε του Μνημονίου, για τους λόγους που το κάνετε, διερωτώμαι, εναντίον τίνος πράγματος κηρύσσετε τον αγώνα! Εναντίον του εαυτού σας; Εναντίον της κυβέρνησής σας; Φυσικά όχι! Επομένως το μήνυμα του αγώνα, έχει στόχο τους εχθρούς του Μνημονίου, που καθορίζει άλλωστε και το κυβερνητικό έργο. Κηρύττετε τον αγώνα εναντίον του 70% και άνω της κοινωνίας που δεν δέχεται το Μνημόνιο και θεωρεί τη πολιτική σας λανθασμένη. Αυτό εγώ τουλάχιστον αντιλαμβάνομαι.
Το Μνημόνιο, αποτελεί τη ταφόπλακα της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Μια μόνο λύση υπάρχει : η επαναδιαπράγματευσή του, από τη σκοπιά ενός κυρίαρχου κράτους, που διαπραγματεύεται χωρίς να εκχωρεί ΙΧΝΟΣ εθνικής κυριαρχίας. Η ελληνική κυβέρνηση, θα υποσχεθεί στους πιστωτές της πως θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους, εκτός βέβαια από τους ληστρικούς τόκους, με κούρεμα τμήματος του κεφαλαίου κατά το ποσό που θα αποδειχτεί ασυγχώρητη σοβαρή αμέλεια από πλευράς στο να διαπιστώνουν ότι τα δάνεια που έδιναν δεν πήγαιναν στον νόμιμο οφειλέτη (τον ελληνικό λαό), αλλά διασπαθίζονταν παράνομα δεξιά και αριστερά, οπότε ας τα αναζητήσουν και να τα διεκδικήσουν από όσους τα διασπάθισαν ή άλλως τα λεηλάτησαν, και βεβαίως, η εξυπηρέτηση του νοικοκυρεμένου κατά τα ανωτέρω χρέους, θα γίνει σε τόσο χρόνο, ώστε να μην πεθάνει η ελληνική οικονομία και αποδομηθεί ο κοινωνικός ιστός. Και την ίδια στιγμή, θα πρέπει ΕΚΤΟΣ ΤΩΝ ΆΛΛΩΝ μέτρων που λαμβάνονται : [1] να ΑΠΑΙΤΗΣΟΥΜΕ ΕΝΤΟΚΩΣ να μας πληρώσει η Γερμανία τις πολεμικές αποζημιώσεις που μας οφείλει, ύψους σήμερα 162 δις ευρώ, ΧΩΡΙΣ ΤΟΥΣ ΤΟΚΟΥΣ, σύμφωνα με το «Εθνικό Συμβούλιο Διεκδίκησης» [2] να ΑΠΑΙΤΗΣΟΥΜΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση να επωμιστεί ΠΛΗΡΩΣ το κόστος άμεσο και έμμεσο που προκύπτει από τη λαθρομετανάστευση στην Ελλάδα, τουλάχιστον έως ότου η Ευρώπη δώσει οριστική λύση στο ζήτημα, [3] να αποχωρήσουμε ΑΜΕΣΑ από κάθε διεθνή στρατιωτική δραστηριότητα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, [4] να ΑΠΙΤΗΣΟΥΜΕ η Ευρωπαϊκή Ένωση να αναγνωρίσει ΑΜΕΣΑ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΆ τα ελληνοτουρκικά  σύνορα ως σύνορα της Ένωσης με την Τουρκία και να εγγυηθεί την ασφάλεια των ανατολικών μας συνόρων, ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να μειώσει τις αμυντικές της δαπάνες, [5] να ξαναδούμε συνολικά το πλαίσιο των οικονομικών μας σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση, τη παραμονή μας στο ευρώ και ακόμα την αναγκαιότητα προσωρινής εφαρμογής μέτρων προστασίας της ελληνικής οικονομίας από τον διεθνή ανταγωνισμό και φυσικά, να μη «ξεχάσουμε» [6] το ελληνικό Δημόσιο, δραχμή προς δραχμή, ευρώ προ ευρώ, από το 1980 τουλάχιστον κι εδώ, να ελέγξει κάθε περίπτωση απάτης περί τη διαχείριση του δημοσίου  χρήματος (ελληνικής και κοινοτικής προέλευσης) και πλούτου, και να διεκδικήσει με κάθε πρόσφορο μέσο την επιστροφή χρημάτων και περιουσιακών στοιχείων από κάθε ένα, που υπό οιαδήποτε ιδιότητα, δημόσιου λειτουργού ή ιδιώτη, αποδειχτεί ένοχος.
Όμως, ναι! Αφού στείλατε το μήνυμα, αξίζει μιας απάντησης! Και στο «καλό αγώνα», ο λαός απαντά «παρών»! Δεν είναι τόσο ζωηρό επί του παρόντος αυτό το «παρών», αλλά θα ζωηρέψει! Άλλωστε ο Άνθρωπος, ως μια συλλογική έννοια,  είναι φύσει Μαχητής και Αγωνιστής. Δεν μπορεί αυτή η συλλογικότητα που λέγεται ελληνικός λαός, σήμερα να είναι κάτι το διαφορετικό απ’ αυτό που ήταν για χιλιάδες χρόνια!
Είναι αλήθεια βέβαια, ότι ένα βάρβαρο και βρομερό κοντινό (σε ιστορικούς όρους) Παρελθόν μα και Παρών, μας έχουν καταδικάσει σε μια άθλια νηστεία εν ονόματι μιας αβέβαιης μελλοντικής και μακρινής σωτηρίας, που τείνει να γίνει επουράνια. Το πρόβλημα όμως είναι τι γίνεται με όσους επιμένουν ότι έχουν δικαιώματα κι εδώ κάτω στη Γη, και μάλιστα τώρα. Απαγορεύεται μας λένε η κατανάλωση αξιοπρέπειας, σοβαρότητας, αυτοεκτίμησης, ανθρωπισμού, αγάπης, για λόγους γενικότερου συμφέροντος και εν όψει του μετασαρακοστιανού τσιμπουσίου, όπου θα μας σερβίρουν άφθονη τροφή κατ’ ευθείαν φερμένη από τους βόθρους και τις χωματερές, την πηγή δηλαδή σιτισμού της κυρίαρχης Αθλιότητας! Τον βόθρο και τη χωματερή που χρησιμοποιούνται από τους εκφραστές και κήρυκες της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Τα αποφάγια ενός πλουσίου, είναι ικανά να θρέψουν μια φτωχή οικογένεια. Τα αποφάγια μιας φτωχής οικογένειας δεν μπορούν να θρέψουν κανένα, γιατί απλούστατα εδώ δεν υπάρχει ούτε κόκκος ψωμιού που να μην το έχουν συλλέξει με το σαλιωμένο δάκτυλο.
Ο οχετός! Μα βέβαια! Να τι λέει για τους κοινωνικούς οχετούς ο Ουγκώ : «Δεν υπάρχει κοινωνία που να μην έχει τους υπονόμους της. Το κοινωνικό έδαφος είναι σκαμμένο παντού, σε όλα τα σημεία του, είτε για κακό είτε για καλό. Άλλοι υπόνομοι βρίσκονται σε μεγαλύτερο βάθος, άλλοι σε μικρότερο. Τον 18ο αιώνα ένας από τους υπονόμους, τους σχεδόν φανερούς, ήταν και η Εγκυκλοπαίδεια. Το σκοτάδι που προετοίμασε τον πρώτο χριστιανισμό καραδοκούσε την κατάλληλη στιγμή για ν’ ανατινάξει τους Καίσαρες και να γεμίσει το ανθρώπινο γένος με φώς. Γιατί το φως κρύβεται στο ιερό σκοτάδι. Γεμάτα από σκοτάδι είναι τα ηφαίστεια, που μπορεί ν’ ανάψει και να φωτίσει. Στην αρχή κάθε είδους λάβα φαίνεται σκοτεινή… Κάτω από το κοινωνικό οικοδόμημα υπάρχουν υπόνομοι λογής λογής : υπόνομος θρησκευτικός, φιλοσοφικός, οικονομικός, επαναστατικός. Άλλοι σκάβουν με την ιδεολογία, άλλοι με τον θυμό, μερικοί με τα νούμερα. Κι όταν σκάβουν όλοι αυτοί, συνεννοούνται μεταξύ τους φωναχτά. Κάθε ουτοπία προχωρεί κάτω από το κοινωνικό έδαφος, σε οχετούς που απλώνονται παντού. Πού και πού οι οχετοί αυτοί βαδίζουν παράλληλα, πολύ κοντά, ο ένας πάει να πάρει τη θέση του άλλου, κι έτσι γίνεται μπέρδεμα. Ο Ρουσό δανείζει στον Διογένη την τσάπα του, ο Διογένης, πάλι, δανείζει στον Ρουσό το φανάρι του. Όχι σπάνια έρχονται αντιμέτωποι και τότε η φαγωμάρα γίνεται μοιραία. Αρπάζεται ο Καλβίνος με τον Σοκίνους από τα μαλλιά. Μα με τίποτα δεν σταματάνε και δεν ματαιώνονται τέτοιες ενέργειες, που αναγκαστικά τείνουν να πραγματοποιήσουν μια αντικειμενική επιδίωξη. Είναι ενέργειες απέραντες όσο κι αόρατες, ίδιες η μια με την άλλη, που αυξομειώνονται, ανεβοκατεβαίνουν, μπαινοβγαίνουν σε τούτα τα σκοτάδια και σιγά σιγά αλλάζουν τον κόσμο από μέσα προς τα έξω, από κάτω προς τα πάνω. Μόλις μια απλή υποψία έχει η κοινωνία για το υπόγειο αυτό σκάψιμο, που ενώ δεν της πειράζει την επιφάνεια, τον φλοιό, της αλλοιώνει τα σπλάχνα… Στα τελευταία στρώματα η δουλειά έχει κάτι το τρομερό. Όταν μπεις σ’ ένα ορισμένο βάθος, βλέπεις υπονόμους αδιαπέραστους από το πνεύμα του πολιτισμού. Σ’ ένα τέτοιο, αποπνικτικό και σκοτεινό βάθος ο άνθρωπος παθαίνει ασφυξία και μόνο τέρατα ζουν εκεί. Μια περίεργη σκάλα κατεβαίνει υποχθόνια. Κάθε σκαλοπάτι ανταποκρίνεται σ’ ένα πάτωμα όπου μπορεί να βάλει πόδι η φιλοσοφία κι όπου συναντάς έναν από τους εργάτες αυτούς που κάποτε είναι θεοί και κάποτε τέρατα σατανικά. Ο Λούθηρος βρίσκεται κάτω από τον Χους, κάτω από τον Λούθηρο ο Ντεκάρτ, κάτω από τον Ντεκάρτ ο Βολταίρος, κάτω από τον Βολταίρο ο Κοντορσέ –έπειτα ο Ροβεσπιέρος, ο Μαρά, ο Μπαμπέφ. Και η κάθε τη διαδοχή συνεχίζεται. Ακόμα βαθύτερα, σε μια σύγχυση όπου το θαμπό φως αρχίζει να γίνεται σκοτεινό, συναντάς ανθρώπους αβέβαιους, ζοφερούς, που ίσως δεν πρόλαβαν στη ζωή. φαντάσματα είναι οι χτεσινοί –έμβρυα οι αυριανοί. Ακαθόριστα τους ξεχωρίζει το μάτι του πνεύματος. Μια από τις οπτασίες του φιλοσόφου είναι η εμβρυογόνος εργασία του μέλλοντος. Οι ουτοπιστές Σεν Σιμόν, Φουριέ, Όουεν βρίσκονται επίσης εκεί, σε ορύγματα γειτονικά… Τα εργαλεία τους είναι διαφορετικά και το φως τους αλλιώτικο από τη φλόγα των άλλων. Άλλοι τραγικοί και άλλοι παραδεισένιοι. Ωστόσο, μ’ όλες τους τις προθέσεις, μοιάζουν σε κάτι βασικό : στην ανιδιοτέλεια… Αξίζει κάθε τιμή σε όλους τούτους τους εργάτες, ό,τι κι αν κάνουν. Είναι σημάδι ελπιδοφόρο το αστέρι που λάμπει στην κόρη του ματιού τους. Υπάρχει όμως και το γεμάτο σκοτάδι μάτι. Άλλο σημάδι αυτό. από δω αρχίζει το κακό. Πρόσεχε τον άνθρωπο και τρέμε όταν δεν έχει βλέμμα… Η κοινωνική οικοδομή έχει και τους σκοτεινούς εργάτες, που την υπονομεύουν. Αν προχωρήσεις πιο κάτω από ένα σημείο, θάφτηκες. Εκεί δεν έχει καθόλου φως. Κάτω απ’ όλους αυτούς τους υπονόμους που αναφέραμε, κάτω από τις υπόγειες τούτες στοές, κάτω απ’ όλο το μπερδεμένο υπόγειο σύστημα της προόδου και τη ουτοπίας, βαθιά, πολύ βαθιά στη γη, κάτω ακόμα από τον Μαρά κι από τον Μπαμπέφ, στο ακρότατο βάθος, το απομονωμένο ολότελα από τα πάνω πατώματα, βρίσκεται η τελευταία τρύπα που σκάφτηκε. Φοβερός τόπος. Ας τον πούμε τα έσχατα υποχθόνια… Εδώ βασιλεύει η ιδιοτέλεια. Η διάθεση των δαιμόνων είναι ακαθόριστη : καθένας νοιάζεται μονάχα για τον εαυτό του. Το τυφλό «εγώ» ουρλιάζει  αγριεμένο, ψάχνει ολόγυρά του, τρώει ό,τι βρει στο φρικτό πέρασμά του… Οι άγριες σκιές που πηγαινοέρχονται στον λάκκο, κάτι σαν κτήνη και φαντάσματα μαζί, δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την πρόοδο της ανθρωπότητας, που δεν την ξέρουν ούτε και ως όρο ακόμα. Αυτοί ενδιαφέρονται μόνο να χορτάσουν. Δεν έχουν συνείδηση. Στην καρδιά τους υπάρχει ένα τρομερό κενό. Η αμάθεια και η εξαθλίωση είναι μητριές τους, μα τις έχουν για μάνες… Άγρια θηρία θυμίζει η λαιμαργία τους. Η δυστυχία τούς σπρώχνει στο έγκλημα. Κι έτσι ο άνθρωπος καταντάει δράκος. Ξεκινώντας από την πείνα κι από τη δίψα, μεταβάλλεται, στο τέλος, σε ον διαβολικό –στον σατανά τον ίδιο. Είδαμε πιο πάνω το είδος ενός από τους ανώτερους υπονόμους, τη μικρή οργάνωση των νέων, όπου υπάρχουν ορύγματα πολιτικά, επαναστατικά, φιλοσοφικά. Η αγνότητα, η τιμιότητα, η ευγένεια, η αξιοσύνη βρίσκονται απλόχερα εκεί. Ίσως να ξεγελιούνται κι εκεί –και ξεγελιούνται, ναι. Μα είναι σεβαστή η πλάνη όταν συντροφεύεται από τον μεγάλο ηρωισμό. Τούτη η εργασία στο σύνολό της λέγεται Πρόοδος. Ας δούμε τώρα, με τη σειρά τους, τ’ άλλα, τ’ απαίσια βάθη των κοινωνικών υπονόμων. Κάτω από την κοινωνία υπάρχει –και θα υπάρχει έως ότου χαθεί η αγραμματοσύνη- το μεγάλο άντρο του κακού και του ολέθρου. Είναι το υπόγειο που συναντάτε στο ακρότατο  βάθος. Άλλο δεν θ’ ανακαλύψετε πιο βαθιά.  Είναι ο εχθρός όλων των άλλων υπογείων. Μόνο μίσος, μίσος θανάσιμο βασιλεύει εκεί μέσα… Σε τούτο το υπόγειο δεν προετοιμάζεται η καταστροφή μόνο της τωρινής κοινωνίας, μα και του ανθρώπινου πνεύματος, του πολιτισμού, της επανάστασης, της προόδου, της επιστήμης, της φιλοσοφίας. Οι επιδιώξεις του ταπεινού συρφετού των ονταρίων που κατοικεί μέσα στην τρύπα είναι : η κλεψιά, η πορνεία, η ανθρωποκτονία, κάθε βρομερή πράξη. Είναι το σκοτάδι που ζητά το χάος…» (Βίκτωρ Ουγκώ : Οι Άθλιοι, Τόμος Β΄, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2011, σελ. 25-29)

Κύριε πρωθυπουργέ, καλείτε σε αγώνα, άρα σε μάχη, σε πόλεμο. Είμαστε σε πόλεμο : το έχετε άλλωστε πει. Αλλά ένας πόλεμος, δεν γίνεται δυστυχώς με το κουστούμι, κι αυτό ξέρετε. Χρειάζεται και ο αξιωματικός και ο στρατιώτης να πέσουν στο έδαφος και να λασπωθούν, χρειάζεται να περάσει μεγάλους υπονόμους και να υποστούν το μαρτύριο της δυσοσμίας, θα ανέβει βουνά και θα προχωρήσει από στενά μονοπάτια στα οποία από κάτω χάσκει το κενό, κι όλα αυτά υπό ψύχος αφόρητο ή καύσωνα. Και πάντα να προσέχεις μήπως πέσεις σε καμιά κινούμενη άμμο (και δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα παρομοίαζαν σαν κινούμενη άμμο το Μνημόνιο –ξέρω όμως, έχετε άλλη άποψη : όμως, είπαμε, εδώ μιλώ για τις δικές μου απόψεις). Να τι μας λέει ο Ουγκώ για τη κινούμενη άμμο, και είναι μια καλή ευκαιρία αυτή να ξανασυνδέσουμε τη περιγραφή με τους κοινωνικούς οχετούς  : «Υπάρχουν αμμουδιές στη Βρετάνη και στη Σκοτία όπου περπατάς και αισθάνεσαι το έδαφος μαλακό. Σε λίγο όμως αρχίζεις να κουράζεσαι. Περπατάς δύσκολα, σαν να κολάει το πόδι σου σε λάσπη. Η ακρογιαλιά φαίνεται ξερή, μα σε κάθε σου βήμα βγαίνει νερό από την πατημασιά σου. κάποτε το μάτι σου δεν βλέπει στο ακρογιάλι τίποτα ξεχωριστό. Παντού φαίνεται το ίδιο και δεν μπορείς να διακρίνεις πού είναι στέρεο το έδαφος και πού δεν είναι. Τραβάς τον δρόμο σου δίχως υποψία. Το μόνο που αισθάνεσαι είναι σαν να βαραίνουν τα πόδια σου σε κάθε βήμα. Μα να, εκεί που δεν το περιμένεις, βουλιάζεις στην άμμο δυο τρία δάχτυλα. Δεν θα πήρες καλό δρόμο. Σταματάς για να προσανατολιστείς. Τα πέλματά σου καλύπτονται εντελώς από την άμμο. Γυρνάς πίσω, μα βουλιάζεις περισσότερο. Η άμμος φτάνει ως τους αστραγάλους. Τραβάς αριστερά, η άμμος ανεβαίνει. Πηγαίνεις δεξιά, βουλιάζεις ως τα γόνατα. Με τρόμο καταλαβαίνεις πως έπεσες σε κινούμενη άμμο. Αν έχεις φορτίο, το ρίχνεις, ξαλαφρώνεσαι, όπως το καράβι που κινδυνεύει. Μα είναι αργά πια, γιατί η άμμος ανεβαίνει πάνω από τα γόνατά σου. Μπήγει φωνές, κουνάς χέρια, καπέλο, μαντίλι. Όμως η άμμος σε σκεπάζει ολοένα πιο πολύ. Αν βρίσκεσαι μακριά από κόσμο, αν δεν τύχει να σ’ ακούσει κάποιος ηρωικός συνάνθρωπός σου, είσαι καταδικασμένος να βουλιάξεις χωρίς ελπίδα. Θα ταφείς ζωντανός, αργά, σίγουρα, αμείλικτα, θα πεθάνεις τραγικά αφού παιδευτείς ώρες. Κλαις και χτυπιέσαι σαν τρελός. Η άμμος ανεβαίνει ως τον λαιμό. Φωνάζει το στόμα. Η άμμος τα κλείνει με νύχτα. Κατόπιν, σιγά σιγά, χάνεται το μέτωπο. Έξω από την άμμο τα μαλλιά σαλεύουν με φρίκη. Από την επιφάνεια της άμμου βγαίνει ένα χέρι που κουνιέται, τινάζεται και χάνεται. Κάποιος άνθρωπος έσβησε απαίσια… Το ίδιο πάνω κάτω γινόταν και στους υπονόμους του Παρισιού πριν από τριάντα χρόνια. Καθώς το χώμα ποτιζόταν με το νερό και γινόταν βόρβορος, δεν ήταν πια ούτε γη ούτε νερό.» (Βίκτωρ Ουγκώ : Οι Άθλιοι, Τόμος Β΄, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2011, σελ. 351-352)

Ο Αγώνας κύριε πρωθυπουργέ, στον οποίο μας προσκαλείτε, είναι σπορά. Δεν είναι θερισμός. Αυτός θα έρθει αργότερα. Το τι θα θερίσουμε αργότερα, εξαρτάται από το τι θα σπείρουμε και βεβαίως, δεν θα θερίσουμε τίποτα αν δεν σπείρουμε. Ο Κρις Γουντχάουζ, σημειώνει για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή : «…Ουδέποτε είχε διαφθαρεί από τη μεγαλοπολιτική αυταπάτη ότι η Αθήνα είναι η Ελλάδα. Η ζωή τον είχε διδάξει αυτό που γνωρίζει μεν κάθε χωρικός αλλά όχι και κάθε πολιτικός ή κάθε οικονομολόγος : ότι δηλαδή δεν θα μπορέσεις να θερίσεις εκεί που δεν έχεις σπείρει. Στην ουσία είχε την αδρή αντίληψη του Έλληνα επαρχιώτη για τη σκληρή πραγματικότητα της ζωής.» (Τάκης Λαμπρίας : Καραμανλής ο Φίλος, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2010, σελ. 226) Πράγματι : «δεν θα μπορέσεις να θερίσεις εκεί που δεν έχεις σπείρει». Τι είναι όμως αυτό που καλούμαστε να κάνουμε με τον αγώνα μας; Ποιο είναι το μήνυμα του καλέσματός σας; Καλό αγώνα για ποιο πράγμα; Ιδού ο στόχος του Αγώνα : το δικαίωμα να είμαστε κύριοι της ζωής μας και της αξιοπρέπειάς μας. Αυτή είναι η σπορά! Τελεία και παύλα. Κι αυτή τη στιγμή δεχόμαστε μια επίθεση με προφανή σκοπό να μας τα κλέψουν και τα δυο.
Non pasarán! Μέχρις εδώ! Θα είναι δυστύχημα, κύριε πρωθυπουργέ, να επιτρέψετε τα πράγματα να φτάσουν εκεί που οι κόκκινες γραμμές, όσο δεν τίθενται θεσμικά, να τεθούν εκβιαστικά από το λαό που περιορισμένο στη γωνία, μη έχοντας χώρο να κινηθεί και να αναπνεύσει θα αντιδράσει με τρόπο που λίγο πολύ όλοι σχεδόν αναμένουν. Δεν πρέπει να αφήσετε να φτάσουν τα πράγματα εκεί. Μέχρις εδώ! Αυτό μπορώ να το λέω εγώ, ο απλός πολίτης. ΣΕΙΣ ΟΜΩΣ, ΚΥΡΙΕ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΕ, ΟΦΕΙΛΕΤΕ ΟΧΙ ΝΑ ΤΟ ΛΕΤΕ, ΜΑ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΕΤΕ ΠΡΑΞΗ! Δεν αρκεί ένα προσκλητήριο για αγώνα, που από μόνο του μπορεί να μη λέει τίποτα, και επί της ουσίας δεν λέει. Ένας αγώνας χρειάζεται πάνω απ’ όλα ένα περιεχόμενο. Αγώνας  Γιατί; Πώς και με ποια μέσα; Εναντίον ποίου ή ποίων; Με ποιο Στόχο; Κύριε πρωθυπουργέ, θαρρώ πως φθάνοντας στο «δια ταύτα», ξεχάσατε να απαντήσετε στα παραπάνω ερωτήματα, απαντήσεις που θα έπρεπε να προηγηθούν. Και προπάντων, μια κοινωνία που όχι χωρίς ευθύνη όσων κυβερνούν τον τόπο αυτό, που για ιστορικούς λόγους που δεν είναι της παρούσης να αναλυθούν βρίσκεται διαρκώς σε στάση άμυνας κατά των πολιτικών της ηγεσιών, με ποιο τρόπο θα την καταστήσετε επιθετικό συμπαραστάτη όταν η ανάγκη ΓΙΑ ΠΡΑΜΓΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ, δεν θα είναι μια υπόθεση εργασίας μα μια υπαρκτή αναγκαιότητα;
Θα ήμουν ο τελευταίος που θα σας υποδείκνυε τον τρόπο του Αγώνα. Όχι διότι είμαι ευχαριστημένος με ό,τι βλέπω, μα διότι χρειάζεται ένας πιο έγκυρος εμού μαχητής, με πείρα και νίκες στο ενεργητικό του. Ο Μιτεράν, όταν στα 1979, βρισκόταν στη πιο δεινή ίσως θέση στη πολιτική του καριέρα, με το μέλλον αβέβαιο και δυσοίωνο μπροστά του, επικράτησε πλήρως των αντιπάλων του, περιλαμβανομένων και των εσωκομματικών του αντιπάλων. Οι πάντες του συνιστούν να διαπραγματευτεί με τους τελευταίους : « «Η μόνη διαπραγμάτευση που κάνω, τους απάντησε ο Μιτεράν, είναι η διαπραγμάτευση των Βιετκόνγκ…» «Δηλαδή;» «Καθαρίζεις την περιοχή με τα μπαζούκας και μετά διαπραγματεύεσαι με ό,τι κουνιέται ακόμη…» Έτσι κι έκανε! Κέρδισε το συνέδριο με ελάχιστη διαφορά μέσα σε μια πρωτοφανή πόλωση και οξύτητα… Ακριβώς δεκαοκτώ μήνες αργότερα, αυτός ο «ξοφλημένος» Μιτεράν κέρδιζε τις προεδρικές εκλογές. Με το σπαθί του και με τα μπαζούκας του…» (Ι. Κ. Πρετεντέρης : Η Δεύτερη Μεταπολίτευση, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2010, σελ. 33-34) Εγώ, τούτη την εικόνα τη βλέπω, μα τη βλέπω εις βάρος μας. η Τρόϊκα εφαρμόζοντας το δόγμα του κεραυνοβόλου πολέμου, επέπεσαν πάνω μας ωε Βιετκόνγκ. Το ζητούμενο είναι μα μεταβληθούμε εμείς σε Βιετκόνγκ!
Σαν κατακλείδα.
Ο Άνθρωπος υπήρξε από πρώτης στιγμής ΑΓΩΝΙΣΤΗΣ, και κάτι παραπάνω : ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΗΣ! Η Πορεία του Ανθρώπου είναι μια Διαρκής Επανάσταση. Πορεία Αγώνα. Ο Προμηθέας, ένας τέτοιος Επαναστάτης. Ο Προμηθέας είναι ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ. Η μεγαλοσύνη του δεν έγκειται στη «δωρεά» της φωτιάς στον Άνθρωπο (πιο σωστά : στο ΝΟΜΙΜΟ κλέψιμό της από τους θεούς και την δωρεά της στον Άνθρωπο), μα κύρια γιατί αμφισβήτησε την Απόλυτη Ανάγκη στην έσχατη εκδοχή της : τη θεϊκή της διάσταση, δηλαδή, την Ανάγκη ο Άνθρωπος να βρίσκεται υπό την Διαρκή Εξάρτηση. Τούτη η Αμφισβήτηση είναι μια Ρήξη, άρα μια Επανάσταση. Ο Προμηθέας για να γίνει Επαναστάτης, έπρεπε να γίνει Κλέφτης. Κλέφτης αυτού που υπέτασσε τον Άνθρωπο σε μιαν αδικία. Για το Νόμο της Εξουσίας ήταν Κλέφτης, ήταν Εμπρηστής. Για το Νόμο του Ανθρώπου, ήταν Ελευθερωτής, Επαναστάτης. Ο Προμηθέας, θέλει να φέρει τη Φωτιά στον Άνθρωπο, όπως αργότερα ήθελε να φέρει τη δική του Φωτιά ο Ζαρατούστρα στους ανθρώπους του. Ο ερημίτης άγιος που βρέθηκε στο δρόμο του Ζαρατούστρα τον ρώτησε : «…τη φωτιά σου θέλεις να φέρεις σήμερα στους κάμπους; Δε φοβάσαι τη τιμωρία του εμπρηστή;» (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 38) Ο άνθρωπος που είπε το πρώτο «όχι» εκεί όπου ήταν μέχρι τότε αδιανόητη κάθε αμφισβήτηση, είναι ο άνθρωπος για τον οποίο ο Σοφός θα γράψει «Τι είναι ο επαναστατημένος άνθρωπος; Ένας άνθρωπος που λέει όχι. Αρνιέται αλλά δεν παραιτείται… Ένας σκλάβος που σ’ όλη του τη ζωή δεχόταν διαταγές ξαφνικά κρίνει μια νέα εντολή απαράδεχτη…» (Albert Camus : Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 27.) «Ο δούλος που ξεσηκώνεται ενάντια στον αφέντη του δεν αρνιέται τον αφέντη σαν ύπαρξη. Τον αρνιέται σαν αφέντη. Αρνιέται ότι έχει το δικαίωμα να τον αγνοήσει αυτόν, το δούλο, σαν ανάγκη. Ο αφέντης είναι έκπτωτος στο βαθμό που δεν ανταποκρίνεται σε μια ανάγκη που παραμελεί…» (Albert Camus : Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 39) Κι εδώ, γι’ αυτόν τον επαναστατημένο άνθρωπο που λέει «όχι», είναι θεμελιώδες το ερώτημα : «…Ποιο είναι το περιεχόμενο αυτού του «όχι»; Σημαίνει, λόγου χάρη, «η υπόθεση τραβάει μακριά», «μέχρι εκεί και μη παρέκει», «το παρακάνατε κι ακόμα «υπάρχει ένα όριο που δε θα ξεπεράσετε». Με λίγα λόγια αυτό το όχι επιβεβαιώνει την παρουσία ενός ορίου…». Η εξέγερση δε γίνεται χωρίς το αίσθημα ότι, κάποιος και κάπου, έχει δίκιο. Εδώ είναι που ο επαναστατημένος σκλάβος λέει ταυτόχρονα και ναι και όχι. Επιβεβαιώνει ότι εκτός από το όριο υποψιάζεται πως κάτι υπάρχει που θέλει να διατηρήσει μέσα από το όριο. Αποδείχνει πεισματάρικα ότι υπάρχει μέσα του κάτι που «αξίζει τον κόπο να…», που ζητάει να το προσέξουν. Με κάποιο τρόπο, αντιμετωπίζει τη διαταγή που τον καταπιέζει μ’ ένα είδος δικαιώματος να μην καταπιαστεί περισσότερο απ’ όσο μπορεί ν’ ανεχτεί… Μέχρι τότε σώπαινε αφημένος στην απελπισία της παραδοχής μιας κατάστασης έστω κι αν την έκρινε άδικη.» (Albert Camus : Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 27-28) Έτσι, «…Σωπαίνοντας αφήνεις να πιστεύουν ότι δεν έχεις ούτε κρίση ούτε επιθυμία για τίποτα και σε μερικές περιπτώσεις πραγματικά δεν επιθυμείς τίποτα. Η απελπισία όπως και το παράλογο επιθυμεί να κρίνει τα πάντα γενικά και τίποτα ειδικά. Η σιωπή την εκφράζει εύγλωττα. Αλλά όταν αρχίσει να μιλάει, ακόμα κι αν πει όχι, επιθυμεί και κρίνει. Ο επαναστατημένος με την ετυμολογική έννοια αλλάζει στάση. Ήταν υποταχτικός κάτω από το μαστίγιο του αφέντη. Ξαφνικά παύει να είναι πειθήνιος. Θέλει ν’ αντιτάξει κάτι που προτιμάει σε κάτι που δεν του αρέσει. Κάθε αξία δε συνεπάγεται και επανάσταση, αλλά κάθε κίνημα εξέγερσης συνεπάγεται σιωπηλά μια αξία…. Ο σκλάβος τη στιγμή που απορρίπτει την ταπεινωτική διαταγή του αφέντη του απορρίπτει και την ίδια την ιδιότητα του σκλάβου… Τέλος αποδέχεται την τελική πτώση που είναι ο θάνατος, αν υποχρεωθεί να στερηθεί αυτό το αποκλειστικό ιερό δικαίωμα που θα ονομάσει π.χ. ελευθερία. Καλύτερα να πεθαίνει όρθιος παρά να ζει γονατιστός.» (Albert Camus : Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 28-29) Κοντά στον Καμύ, ο Νίτσε θα πει : «Επανάσταση – αυτή είναι η ευγένεια του σκλάβου.» (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 86) κι ο Καβάφης θα συμπληρώσει : «Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα / που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι / να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει / έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα / πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του. / Ο  αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, / όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει / εκείνο τ’ όχι –το σωστό- εις όλην την ζωή του.» (Κ. Π. Καβάφης : Ποιήματα, εκδ. Γαλαξία – Ερμείας, 1983, σελ. 14)

Οφείλουμε, σε τούτους τους χαλεπούς καιρούς,  διαρκώς να φυλάμε τις δικές μας Θερμοπύλες, ενάντια σ’ ότι μας απειλεί. Ο εφησυχασμός, οδηγεί στον αιφνιδιασμό και στην ήττα.  «Το ζητούμενο μπορεί να επιτευχθεί, αλλά μας ξεφεύγει αυτό για το οποίο αμελούμε» (Σοφοκλής : Οιδίπους Τύραννος, Τόμος Α΄, εκδ. Ζήτρος (για το ΒΗΜΑ), σελ. 24-25)