Το ΔΝΤ μάς το έστειλε ο Θεός.

Γράφει ο Γιώργος Σωτηρόπουλος
Αυτό είπε η γνωστή παρουσιάστρια της «Ακαδημίας»μοντέλων Βίκυ Καγιά. Και με αυτή τη δήλωση νομίζω ότι όλοι είμαστε πιο ήρεμοι τώρα και μπορούμε πιο άνετα να πορευτούμε στη ζωή καθώς και να δεχτούμε την επέλαση του άκρατου φιλελευθερισμού χωρίς καμία κρατική εποπτεία στη ζωή μας. Τέλος κειμένου.

Υ.Σ : Από καιρό ήθελα να εκφράσω την άποψή μου για το ζήτημα του ΔΝΤ και όλων όσων αυτό ανέσυρε στη σκέψη μας αλλά περίμενα μία δήλωση που θα εμπεριείχε τις απόψεις μου. Επιτέλους την βρήκα και δεν αισθάνομαι την ανάγκη να πω κάτι επιπλέον.

Υ.Σ 2: Από την άλλη τώρα που το ξανασκέφτομαι θέλω να πω κάτι.

Από τη στιγμή που υπεγράφη η δανειακή σύμβαση με το ΔΝΤ όλοι ξεσπάθωσαν. Από τη μία μεριά οι θεωρίες συνομωσίας και από την άλλη οι κραυγές για σβήσιμο της Ελλάδας από τον παγκόσμιο χάρτη. «Μας έβαλαν στο μάτι», «θέλουν να πάρουν τα νησιά μας», «θέλουν να μας καταστρέψουν» ήταν μερικές από τις φράσεις που, χρησιμοποιούνταν σαν καραμέλα στα στόματα όλων μας. «Οι καιροί είναι επικίνδυνοι και γι’αυτό πρέπει να αντιδράσουμε απέναντι στην ασυδοσία των αγορών και ..........στους μειοδότες πολιτικούς, που ξεπουλούν τη χώρα, για να σώσουν το τομάρι τους» ήταν άλλη μία φράση που με πολύ σοβαρό ύφος αναγγελόταν.
Μέσα σε όλα αυτά προστέθηκε και η φράση του κ. Παγκάλου «μαζί τα φάγαμε» και τότε ήταν που άρχισε το πανηγύρι. Απαντούσαν κάποιοι «τα κιλά όμως δεν πήγαν σε εμάς» και με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαμε να βγάλουμε από πάνω μας τη ρετσινιά ότι, δηλαδή, χωρίς να το θέλουμε είμαστε και εμείς μέρος του προβλήματος.
Συγχρόνως, υπάρχει ένα αίσθημα περί δικαιοσύνης, ότι δηλαδή θα πρέπει κάποιοι να πάνε φυλακή και να σέρνεται η χώρα από εξεταστική επιτροπή σε τηλεδικαστήριο, προκειμένου να αποδοθεί ένα, οποιοδήποτε αίσθημα δικαίου. Δηλαδή, ψάχνουμε να θυσιάσουμε κάποιον, προκειμένου να αισθανθούμε ήρεμοι εμείς οι ίδιοι. Καλώς. Να πάνε κάποιοι φυλακή από τους «μεγάλους» που έφαγαν τα δις. Από τους «μικρούς» όμως; Κανείς; Και ποιοι είναι αυτοί; Ο πατέρας μου, η μάνα σου, ο ξάδερφός του, ο γνωστός της και πάει λέγοντας. Όλοι αυτοί δηλαδή που εξέθρεψαν με τον τρόπο τους τη Λερναία Ύδρα της διαφθοράς.
Και ας μην παραπλανάται η δική μου γενιά, από το 80 και μετά, ότι δε συμμετείχε σε αυτό το κλίμα. Μπορεί οι ίδιοι εμείς να μην πήγαμε σε κομματικές χοροεσπερίδες ή να μην επισκεφτήκαμε κομματικά γραφεία, αλλά το έπραξαν άλλοι για εμάς και εμείς το αποδεχτήκαμε μια χαρά, το κάναμε γαργάρα.
Ο πολιτικός και οι μανδαρίνοι του παραγόντισαν στο ποίμνιό τους και ο ψηφοφόρος αντίστοιχα παραγόντισε στον κοινωνικό του περίγυρο ότι έχει τα μέσα να φέρει το παιδί από τον Έβρο στην Αθήνα και εκείνο το αυθαιρετάκι.... θα βρούμε ένα τρόπο να το νομιμοποιήσουμε, λέγοντάς το με ύφος περισπούδαστο.
Αλλά, εννοείται ότι μας φταίνε οι ξένοι, οι ψωμοζητάδες, που έρχονται εδώ για να αρπάξουν τις δουλειές μας και οι άλλοι ξένοι, που θέλουν την Ελλάδα περιουσιακό τους στοιχείο. Εμείς όμως όχι. Εμείς είμαστε λαός περισπούδαστος, οι Έλληνες είναι οι «γαμάτοι» της υπόθεσης και το ελληνικό φιλότιμο, για το οποίο δεν υπάρχει αντίστοιχη λέξη στις άλλες γλώσσες, θα προοδεύσει αν και τώρα έχει κάπως καταρρακωθεί.
Με τέτοιου είδους μυθομανίες πορευόμαστε σαν κράτος, προσπαθώντας οι κακόμοιροι να κρατηθούμε από κάπου, που θα μας δώσει έστω λίγη αξιοπρέπεια, για να μη μας κάνουν οι άλλοι ό,τι θέλουν. Αλλά τα δικά μας, τεχνηέντως τα κρύψαμε κάτω από το χαλί και καθαρίσαμε το χώρο, όσο να πιάνει το μάτι της πεθεράς.
Στην Τρίτη έκδοση του βιβλίου του Απόστολου Βακαλόπουλου «Ο χαρακτήρας των Ελλήνων», 1994, βρήκα το εξής απόσπασμα από την εφημερίδα –Πελοποννησιακός Αστήρ Σπάρτης-, με ημερομηνία 19.06.1871 και το περνώ κατευθείαν στα νέα ελληνικά:

«Δεν είναι πλέον αμφιβολία ότι η ελεεινή κατάσταση στην οποία περιήλθε το κράτος, είναι αποτέλεσμα των κομματικών διαιρέσεων, οι οποίες παρέλυσαν κάθε δεσμό ηθικής και ανάπτυξης(...)Ποιος αμφισβητεί σήμερα ότι η διέπουσα αρχή των κομμάτων καθιέρωσε ότι πρέπει να διορίζονται υπάλληλοι στη δημόσια υπηρεσία όχι αυτοί που έχουν πείρα, ικανότητα, τιμιότητα αλλά αυτοί που ανήκουν αποκλειστικά στο κόμμα;»

            Από το παραπάνω κείμενο γίνεται εμφανές ότι η παθογένειά μας σαν κράτος δεν είναι οι κακοί ξένοι, όποιας μορφής, αλλά εμείς οι ίδιοι. Πάσχουμε από γραικυλισμό, προσπαθώντας να κοροϊδέψουμε το κράτος ή να το φλερτάρουμε έξυπνα, παγαποντίστικα....ελληνικά.
            Και από εδώ και πέρα τίθεται το ερώτημα: τι κάνουμε τώρα που έχουμε τη συννεφιά του ΔΝΤ πάνω από το κεφάλι μας; Η απάντηση είναι δύσκολη και προσωπικά δεν μπορώ να βρω απάντηση. Ωστόσο, αυτό που πρέπει άμεσα να γίνει είναι να αλλάξουμε αντιλήψεις για το κράτος. Υπάρχουν πολλές αδικίες. Αυτό είναι οφθαλμοφανές, αλλά ούτε η μίζερη στάση ζωής τις λύνει ούτε οι θεωρίες συνομωσίας. Ίσως μία αυτοκριτική θα ήταν ένα καλό ξεκίνημα.
            Και ενώ θα περίμενε κανείς από την Αριστερά να έχει το πάνω χέρι στις εξελίξεις και να τις καθοδηγεί, παρόλα αυτά βλέπουμε ότι ούτε αυτή είναι ικανή να ορθώσει ανάστημα. Ευτυχώς, η άκρα δεξιά δεν έχει και αυτή το ανοδικό ποσοστό που θα ήθελε. Απομένουν τα κόμματα εξουσίας, που ερίζουν για το ποιόν των ευθυνών αλλά μέχρι στιγμής μοιάζουν με κοκκόρια.
            Εδώ είμαστε όμως και η καθημερινότητα προχωρά. Πρέπει να πούμε το εξής: φταίμε. Λίγο ή πολύ δεν έχει σημασία. Υπάρχουν δύο ιστορικά δεδομένα που θα μπορούσαν να είναι παράδειγμα προς μίμηση ή αποφυγή. Το ένα είναι η Γερμανία του Μεσοπολέμου, που καταρρακωμένη προσπαθούσε να βρει σανίδα σωτηρίας και της την παρείχε απλόχερα ο Χίτλερ. Και το άλλο η Αμερική, στην ίδια περίοδο, μετά το οικονομικό κραχ του 1929, με το Νιου Ντιλ του προέδρου Γουίλσον, που την έκανε υπερδύναμη.
            Η ιστορία θα δείξει τι θα ακολουθήσουμε. Απλώς ας ευχηθούμε να είναι όσο το δυνατόν πιο αντάξιο του πεπρωμένου μας. Γιατί ο Θεός μπορεί να μην έστειλε το ΔΝΤ τελικώς, αλλά και το ΔΝΤ δεν ήρθε μόνο του.