Το τρίτο χρέος…

Του Δημήτρη Γιαννακόπουλου

Χρόνο πολύ καταναλώσαμε μιλώντας για πολιτική και πολιτικές, πριν από την κρίση και μετά το ξέσπασμά της, αλλά απόκριση πολιτική δεν πήραμε. Η πολιτική εξαφανίστηκε μεταξύ της δικτατορίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και λεκτικών αναπαραστάσεων της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όλοι για κάποια μορφή δικτατορίας μοιάζει να συζητούν σήμερα στη χώρα, ευαγγελιζόμενοι δήθεν την ιδανική δημοκρατία: την νιρβάνα στις εξουσιαστικές σχέσεις που θα προσφέρει η αυτορυθμιζόμενη αγορά ή μια αυτορυθμιζόμενη κομμουνιστική κοινωνία! Εξαιρούνται βέβαια οι εκκολαπτόμενοι νεο-φασίστες, οι οποίοι ως γνωστόν δεν ομιλούν περί όλων αυτών, αλλά αποκλειστικά περί «κρεμάλας» και εθνικής, ελληνορθόδοξης καθαρότητας. Την ίδια ώρα κυβερνά μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιβάλλει την χειρότερη δικτατορία, με δημοκρατικοφανές προσωπείο ασφαλώς. Πάντα οι «αντιεξουσιαστές» όταν αναλαμβάνουν να κυβερνήσουν σε δικτατορικές μορφές διακυβέρνησης καταλήγουν.

Ζήτω οι εξουσιαστές που δεν ντρέπονται να αποκαλύψουν τις σχέσεις που τους ορίζουν. Άξιοι αυτοί που αναλαμβάνουν την ευθύνη των αποφάσεών τους, δίχως να χρειάζονται μηχανισμούς στήριξης. Ενάρετοι είναι εκείνοι που δεν κρύβονται πίσω από την ανάγκη που προκαλεί η ηγεμονική τους σκοπιμότητα. Πολιτικοί είναι αυτοί που γνωρίζουν να δομούν ρεαλιστικά το συλλογικό συμφέρον μιας κοινωνίας και να το εκφράζουν σε αντιδιαστολή με άλλες αναπαραστάσεις συμφέροντος. Επαναστάτης δεν είναι εκείνος που ζωγραφίζει λουλούδια στις αλυσίδες του. Είναι εκείνος που ...............υπερνικά «τον στερνό, τον πιο μεγάλο πειρασμό, την ελπίδα», όπως όμορφα σημειώνει ο Ν. Καζαντζάκης στην «Ασκητική του». Αυτό είναι το τρίτο χρέος. Με ετούτο ξεπληρώνεις το δημόσιο χρέος και το πελατειακό χρέος, ταυτόχρονα. Μια κι έξω!

Σήμερα, όπως βλέπετε δεν αντλώ από την τεχνική μου γνώση. Δεν έχει χώρο μέσα στον πανικό και στην κατάθλιψη που κυριαρχούν στην ελληνική κοινωνία να συνεισφέρει με υποθέσεις και μέθοδο. Δεν μπορεί η γνώση να καλλιεργήσει απολύτως τίποτε στη φάση της κοινωνικής διάλυσης, εάν προηγουμένως δεν ενσωματώσει την γνώση των αποτελεσμάτων της κοινωνικής καταστροφής. Τώρα που οι συνειδήσεις διέρχονται μια δραματική κρίση, το ανάθεμα απευθύνεται σε οτιδήποτε και σε οποιονδήποτε επιχειρεί να δομήσει μια διαφορετική πραγματικότητα, προσδιορίζοντας τα πολιτικά μέσα, και την πολιτική πρακτική που θα μπορούσαν να της προσδώσουν ρεαλιστική υπόσταση. Έτσι, δεν μένει τίποτε άλλο, στη συγκυρία, παρά να σχολιάσουμε το τρίτο χρέος. Την διάσταση που θα κατασκευάσει την άλλη πιθανότητα για τους Έλληνες, σε αντίθεση με την άναρχη πολιτική απορρύθμισης που επιβάλλει το καθεστώς. Απορρυθμίστε την απορρύθμιση, θα μπορούσε να είναι το σύνθημα. Ή, βγάλτε το καθεστώς και τον πρωθυπουργό του από την πρίζα του ΔΝΤ!

Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει δίχως συντονισμό των κινηματικών δράσεων και κοινή εκλογική στρατηγική των φορέων που επιδιώκουν την ανατροπή της πολιτικής τάξης και των νταβάδων της, που οδήγησαν σε αυτό το τραγικό τέλος την μεταπολίτευση του 1974.  Δεν γίνεται δίχως πρόταση εξουσίας, που θα μπορούσε να κτίσει ελπίδα με κοινοβουλευτικά μέσα, εκεί που γκρεμίζεται η ελπίδα ευημερίας και προόδου, που δημιούργησε και συντήρησε με πλαστά  ή/και σάπια οικονομικά και πολιτικά υλικά το καθεστώς, να εκπληρωθεί το τρίτο χρέος. Η πολιτική ουσία για την χώρα δεν περιγράφεται μέσα από τα μνημόνια. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ουσία. Μόνον που αυτή συνδυάζεται με την επανίδρυση του κράτους.

Αυτή την περίοδο το καθεστώς άρρητα και ελεεινά  ανασυσταίνει  τους θεσμούς λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας σε μια  βάση ακόμη μεγαλύτερης εξάρτησης της χώρας και εξαθλίωσης των δύο-τρίτων της κοινωνίας. Η συνείδηση του τρίτου χρέους ορίζει η ανάγκη της κοινωνικής χειραφέτησης να εκφραστεί πολιτικά από μία κυβέρνηση που θα περιθωριοποιεί όλους τους πρωταγωνιστές που οδήγησαν στην χρεοκοπία, αλλά και την κουλτούρα που τους υποστήριξε ηθικά. Και εδώ βρίσκεται το σοβαρότερο πρόβλημα.

Η ελληνική κοινωνία πρέπει προηγουμένως να «καταραστεί» τον εαυτό της, για να αναζητήσει την άλλη πιθανότητα. Πρέπει, απορρίπτοντας τον (τεχνητό) φόβο, να θελήσει να εργαστεί, επειδή θέλει να δημιουργήσει και όχι για να …τα οικονομήσει.
Πρέπει να απαιτήσει να μορφωθεί, να εκσυγχρονιστεί και να δουλέψει. Να ξαναμάθει να περπατά παραγωγικά σε όλους τους τομείς. Να φτιάξει επιχειρήσεις για να καινοτομήσουν και να ανταγωνιστούν, δίχως να εξευτελίζουν τους εργαζόμενους και δίχως να ονειρεύονται πώς και πού θα πωληθούν. Οι τζάμπα μάγκες δεν έχουν θέση σήμερα πουθενά. Αυτούς πληρώνει ο ελληνικός λαός. Ο σημερινός καπιταλισμός αν και δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί την πρωτόγνωρη δομική του κρίση, σίγουρα δεν ταιριάζει με την κουλτούρα συντεχνιών, κομμάτων και επιχειρηματικών ενώσεων που κυριαρχούν στην Ελλάδα, ως οποιαδήποτε προοπτική.

Ο σύγχρονος καπιταλισμός θέλει τον εργαζόμενο αφέντη στην δουλειά του, μέτοχο στα κέρδη και τον επιχειρηματία μάνατζερ συνεργάτη του πρώτου. Απαιτεί και ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος για να απορροφά τις αντινομίες του και τις κρίσεις παραγωγής κέρδους. Στις ΗΠΑ και στην ανεπτυγμένη Ευρώπη υπάρχουν κάποιες, ελάχιστες δυστυχώς, επιχειρήσεις που λειτουργούν σε αυτό το πνεύμα. Στη Κίνα θα βρείτε μερικές ακόμη, όπως και στην Ιαπωνία. Ο Πούτιν έκανε την αρχή με κάποιους φίλους του στη Ρωσία, πριν από πολύ λίγο καιρό, διατηρώντας τον δημόσιο χαρακτήρα αυτών των εταιρειών. Οι έξυπνοι επιχειρηματίες αγκαλιά με τους «δικούς τους», τους εργαζόμενους στις επιχειρήσεις τους, παράγουν χρήμα και ευημερία, αντίθετα οι άνθρωποι του «έξυπνου χρήματος» το εξευτελίζουν και το βγάζουν από τις κοινωνικο-οικονομικές ροές. Με τους τελευταίους όμως διάλεξε να συνομιλεί η «τραλαλά» κυβέρνηση της χώρας και στο πνεύμα αυτών πολιτεύεται η ξενόδουλη, μεταπρατική και τυχοδιωκτική επιχειρηματική τάξη της χώρας.

Το τρίτο χρέος συνηγορεί υπέρ μια εντελώς διαφορετικής κουλτούρας και μιας προοδευτικής ηγεμονίας στη χώρα που θα αναζητήσει νέες ισορροπίες μεταξύ της ισότητας και της ελευθερίας, εν όψει μιας πλουραλιστικής δημοκρατίας με ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Δίχως ασφαλώς ρατσισμούς και άλλου είδους εθνικά ή πολιτικά συμπλέγματα ή αποκλεισμούς. Όσο υπάρχει καπιταλισμός και πατριαρχία  η απελευθέρωση είναι αδύνατη, είναι ουτοπική. Η αναζήτηση αυτής της ουτοπίας όμως καλλιεργεί τον πολιτισμό, την πολιτική, το άτομο και προσφέρει μοντέλα συγκυριακής ευημερίας και κοινωνικής ειρήνης. Έτσι γεννήθηκε η σοσιαλδημοκρατία, πριν γίνει κόμμα και πολύ πριν καταντήσει νεοφιλελευθερισμός με χαζοχαρούμενο, σοσιαλνεοφιλελεύθερο προσωπείο. Εάν δεν είμαστε έτοιμοι για αυτή την περιπέτεια, τότε  η μόνη διέξοδος είναι η οδός της κυρίας Παπαρήγας, αν και δεν φαίνεται και η ίδια να γνωρίζει πώς ακριβώς και πού μπορεί να φτάσει κανείς σήμερα μέσω αυτής. Αυτά, για να μην κοροϊδευόμαστε!