Ασκήσεις κακοψυχίας

Του Θανάση Θ. Νιάρχου

Η ζωή δεν υπήρξε και δεν µπορεί να υπάρξει και να εξελιχθεί σε παράδεισο. Ακόµη και κείνοι που ζούνε ζάπλουτοι, µέσα σε υπερυψωµένους τοίχους, µε πισίνες, θα τους τριβελίζει η σκέψη πώς γίνεται να είναι για όλους αξιοζήλευτοι και οι ίδιοι να µην αισθάνονται ευτυχισµένοι. Οταν, όµως, τη ζωή την αγνοήσεις στην ουσία της, που είναι η έγνοια για τους άλλους, θα σ’ εκδικηθεί, µε τον πιο θεαµατικό µάλιστα τρόπο. Στις µεγάλες πόλεις, που έχουν εξελιχθεί πια σε χωνευτήρια από γηγενείς, πρόσφυγες, αλλοδαπούς και µετανάστες, µε αδιευκρίνιστες τις µεταξύ τους σχέσεις, έχουµε φτάσει να λογαριάζουµε ως προσωπική µας επιλογή αντιδράσεις που, κατά πλάτος και κατά βάθος, µόνον συρφετός κι αγέλη θα µπορούσε να τις έχουν...
Να εκφραζόµαστε µ’ έναν κτηνώδη τρόπο και να τον θεωρούµε µάλιστα ως πράξη ελευθερίας που δεν επιδέχεται, επιπλέον, κριτική ή αµφισβήτηση.Ερχεται ο καθένας µας αντιµέτωπος καθηµερινά µε µιαν ανάλγητη συµπεριφορά, σε σχέση µε τους γύρω του, τόσο περισσότερο βασανιστική γιατί δεν έχει καµιάν εξήγηση ή δικαιολογία.Γεγονός που τον κάνει να σκέφτεται πως σε κάποιον βαθµό θα έχει συµβάλει κι ο ίδιος ώστε η αναλγησία να εµφανίζεται τόσο εκτεταµένη. Αναλγησία που παρουσιάζεται ακόµη εντυπωσιακότερη στις ολιγόλεπτες, δίχως επαύριο σχέσεις, στις σχέσεις ακριβώς που θα αντιλαµβανόταν κανείς αν ο κόσµος έχει κάνει πραγµατικά δυο βήµατα µπροστά, και κατά συνέπεια δεν αξίζει να απελπίζεται. Σ’ ένα σαλόνι, σ’ ένα θέατρο, στο Μέγαρο Μουσικής, µε γνωστούς, φίλους και οµοϊδεάτες, είναι τόσο εύκολο να παραπλανηθείς ως προς την αναλγησία που ζει και βασιλεύει στους πέριξ χώρους. Αλλά το «παιχνίδι» έχει χαθεί όταν χρειάζονται µάρτυρες για να δείξεις πόσο πολιτισµένος κι ευγενής είσαι, ενώ χωρίς µάρτυρες θα απαγορεύσεις στον οδηγό του ταξί, µε σκαιό µάλιστα τρόπο, να επιβιβαστεί ένας, επιπλέον, επιβάτης, έστω κι αν δεν αλλάζει στο παραµικρό η διαδροµή. Ή τον εξ ίσου σκαιό, υστερικό σχεδόν, τρόπο που θα χρησιµοποιήσει ο ίδιος άνθρωπος, προκειµένου να µην του καθαρίσει τα τζάµια του αυτοκινήτου του ο ταλαίπωρος µαύρος µε τον κουβά και τη βούρτσα.Θα συµπέραινε κανείς πως οι δηµόσιοι χώροι έχουν εξελιχθεί πια σε χώρους άσκησης κακοψυχίας που, όσο πιο ασήµαντη είναι η αφορµή που την προκαλεί, τόσο πιο θηριώδης εµφανίζεται. Τι κάνει αλήθεια τον οδηγό του λεωφορείου της Αστικής, ενώ δείχνει να περιµένει τον άνθρωπο που τρέχει για να το προλάβει, να κλείνει την πόρτα του λεωφορείου την τελευταία στιγµή και να φεύγει µε την εµφανή προσποίηση ότι δεν πρόσεξε τον ασθµαίνοντα; Τι κάνει τον υπάλληλο του υπουργείου Υγείας, έναν καθ’ όλα νόµιµο ως προς τα χαρτιά που χρειάζονται για την αναπηρική του σύνταξη, κυριολεκτικά να επινοεί διαδροµές ή πρόσθετα χαρτιά, προκειµένου να βασανίσει τον ανάπηρο συνταξιούχο ακόµη περισσότερο, σάµπως να µην τον βασανίζει διαρκώς η κατάστασή του;Το είδος όµως αυτό της κοινωνικής αναλγησίας γνωρίζει την αποθέωσή του τους καλοκαιρινούς µήνες. Ανάλογα µε τον τόπο προορισµού και το µέσον που θα χρησιµοποιήσει ο καθένας για τις διακοπές του, αποκτά και τον βαθµό της έπαρσης ή της «σεµνότητας» µε την οποία τις ανακοινώνει. Αφού είναι βέβαιο πως έστω κι ένας (αν και είναι άπειροι) που δεν θα «διακόψει», θα ήταν µια στοιχειώδης αίσθηση κοινωνικής δικαιοσύνης το κάθε τι να λεγόταν µέσα σε άκρα συνωµοτικότητα. Ωστόσο, την τελείως υποθετική και πλασµατική, σε τελευταία ανάλυση, ευτυχία µας, δεν µπορούµε να την νιώσουµε παρά µόνον αν στην περιβόητη κλίµακα της κοινωνικής ιεραρχίας υπάρχουν άνθρωποι που τους αισθανόµαστε υποδεέστερούς µας. Πράγµα που σηµαίνει ότι έχουµε δροµολογήσει τη δυστυχία µας, ενώ καµαρώνουµε ως υποψήφιοι ευτυχείς.
Θανάσης Νιάρχος