Για την έννοια της διαρκούς θυσίας - η απάτη των «μελλοντικών κερδών» και η απάτη της θεωρίας του «Μονόδρομου» (της μιζέριας)

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Εμείς δεν είμαστε έτσι. Ξέρουμε πως ποτέ δεν αρπάζει κανείς την εξουσία με την πρόθεση να την αφήσει έπειτα. Η εξουσία δεν είναι μέσον, είναι σκοπός. Δεν εγκαθιδρύει κανείς μια δικτατορία για να προστατεύσει μια επανάσταση. Κάνει μια επανάσταση για να εγκαθιδρύσει μια δικτατορία. Το αντικείμενο της καταδίωξης, είναι η καταδίωξη. Το αντικείμενο των βασανιστηρίων, είναι τα βασανιστήρια. Το αντικείμενο της εξουσίας, είναι η εξουσία.»

George Orwell : 1984, Αθήνα, εκδ. Κάκτος, 1978, σελ. 260

Ο Ο’ Μπράιεν, συνέχισε ρωτώντας τον Ουίνστον . ««Πώς βεβαιώνεται κάποιος για τη δύναμή του πάνω σ’ έναν άλλον, Ουίνστον;» Ο Ουίνστον σκέφτηκε : «Κάνοντάς τον να υποφέρει», είπε. «Ακριβώς. Κάνοντάς τον να υποφέρει. Η υπακοή δεν αρκεί. Αν δεν ......
υποφέρει, πώς μπορείς να είσαι βέβαιος πως υπακούει στη δική σου θέληση και όχι στη δική του; Δύναμη είναι να επιβάλεις πόνο και ταπείνωση. Δύναμη είναι να κομματιάσεις το ανθρώπινο μυαλό και να το συναρμολογήσεις πάλι δίνοντάς του το σχήμα που θέλεις εσύ. Αρχίζεις να καταλαβαίνεις τι κόσμο δημιουργούμε; Είναι ακριβώς το αντίθετο από τις ανόητες ηδονιστικές ουτοπίες που είχαν οραματιστεί οι παλιοί μεταρρυθμιστές. Είναι ένας κόσμος φόβου και προδοσίας και βασανιστηρίων. Ένας κόσμος καταπιεστών και καταπιεζομένων, ένας κόσμος που όσο τελειοποιείται θα γίνεται όλο και πιο ανελέητος. Η πρόοδος στον δικό μας κόσμο θα σημαίνει πρόοδο σε περισσότερο πόνο. Οι παλιοί πολιτισμοί ισχυρίζονταν πως βασίζονται πάνω στην αγάπη και τη δικαιοσύνη. Ο δικός μας βασίζεται στο μίσος. Στο δικό μας κόσμο δε θα υπάρχουν άλλα συναισθήματα εκτός από το φόβο, την οργή, τη θριαμβολογία και την ταπείνωση. Όλα τα άλλα θα τα καταπνίξουμε -όλα»» Κι ο Ο’ Μπράιεν συνέχισε : «Αν θέλεις μια εικόνα του μέλλοντος, φαντάσου μια μπότα να πατάει το πρόσωπό ενός ανθρώπου –για πάντα» «Η κατασκοπεία, οι προδοσίες, οι συλλήψεις, τα βασανιστήρια, οι εκτελέσεις, οι εξαφανίσεις, δε θα σταματήσουν ποτέ. Θα είναι ένας κόσμος τρόμου όπως και ένας κόσμος θριάμβου. Όσο ισχυρότερο θα είναι το Κόμμα, τόσο και λιγότερο ανεκτικό. Όσο μικρότερη η αντίσταση, τόσο μεγαλύτερος ο δεσποτισμός.»

George Orwell : 1984, Αθήνα, εκδ. Κάκτος, 1978, σελ. 263-265

«…όταν βαρούν απανωτές αναποδιές τους ίδιους ανθρώπους πάντα, συνηθάν εκείνοι το Κακό, τέλος του αλλάζουν όνομα, το λεν Γραμμένο ή Μοίρα…»

Οδυσσέας Ελύτης : Το Άξιον Εστί, εκδ. Ίκαρος, 13η έκδοση, σελ. 31

Θα μιλήσουμε για την πιο καλοστημένη και την πιο ανθεκτική Ιστορική Απάτη : τη Θεωρία του Μονόδρομου.

Από την Αυγή της Ιστορίας του, ο Άνθρωπος πολεμά να καταχτήσει την Ολοκλήρωσή του. Να φτάσει σ’ εκείνη του Κορυφή, όπου κανένας άνθρωπος δεν θα ανησυχεί για το παρόν και το μέλλον του, όπου τα συν και τα πλην του ισοζυγίου του, θα έχουν ισορροπήσει τόσο, ώστε η Ζωή, να μη θεωρείται για κανέναν Άχθος. Η Πορεία προς εκείνη τη Κορυφή, είναι κατάσπαρτη από τις θυσίες του Ανθρώπου. Ο δρόμος είναι γεμάτος ανθρώπινα κουφάρια και διάσπαρτα μέλη. Είναι ο δρόμος που είδε ο Ζαρατούστρα, που «…στράφηκε με βαθειά δυσαρέσκεια στους μαθητές του και είπε : «Αληθινά, φίλοι μου, τριγυρίζω ανάμεσα σ’ ανθρώπινα κομμάτια και μέλη! Το πιο φριχτό για τα μάτια μου είναι ότι βρίσκω κατακομματιασμένους τους ανθρώπους και σκορπισμένα τα κομμάτια τους εδώ κ’ εκεί, σάμπως σ’ ένα πεδίο μάχης και σφαγής. Κι όταν το μάτι μου φύγει από το Τώρα και πάει στο Άλλοτε : βλέπει το ίδιο πάντα. : κομμάτια και μέλη και φριχτές συμπτώσεις –μα κανέναν άνθρωπο! Το Τώρα και το Άλλοτε πάνω στη γη –αχ, φίλοι μου- αυτό ’ναι το πιο ανυπόφορο για μένα· και δε θα μπορούσα να ζήσω, αν δεν ήμουν κ’ ένας οραματιστής αυτού που πρέπει να ρθει. Ένας οραματιστής, ένας θεληματίας, ένας δημιουργός, ένα μέλλον ο ίδιος κ’ ένα γιοφύρι προς το μέλλον…» (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 1) Η ελπίδα όμως βρίσκεται όχι στα κουφάρια και τα διάσπαρτα μέλη, μα στο για πιο λόγο κείτονται εκεί. Άλλα, κείτονται γιατί πέθαναν αγωνιζόμενα να φέρουν τον Άνθρωπο προς τα πίσω, άλλα, γιατί αγωνίστηκαν να ανοίξουν το δρόμο προς τα εμπρός. Η μεταξύ τους αναλογία η δύναμη του κάθε «στρατοπέδου», και κύρια η αναμέτρηση των αντίθετων θελήσεων είναι που έχει εδώ σημασία, σε τούτη τη καταμέτρηση της Θυσίας του Ανθρώπου.

Για μένα, βάρος της Γης είναι οι ιερείς της Εκκλησίας της Μιζέριας. «Άχθος αρούρη» ο καθείς τους. Η ζωή τους είναι μια ζωή χωρίς νόημα για τη Χώρα του Ανθρώπου. Τούτη τη χωρίς νόημα ζωή, επιχειρούν να τη προβάλουν ως ΤΟ νόημα στη ζωή του ανθρώπου. Η θεωρία τους είναι ότι η Μιζέρια είναι Αναγκαιότητα και ταυτόχρονα Μονόδρομος. Τούτη η Εκκλησία της Μιζέριας, είναι η αρχαιότερη Εκκλησία στην ιστορία του Ανθρώπου, αρχαιότερη κι από κάθε γνωστή θρησκεία. Από σένα, η Νέα Θρησκεία τους Παγκοσμιοποιημένης Μιζέριας, απαιτεί την Απόλυτη Θυσία! Λιγότερο απ’ όσα (ούτως ή άλλως λίγα) ήδη κατείχες, ήδη είχες πετύχει να κατέχεις. Μικρότερους μισθούς και συντάξεις, περισσότερη δουλειά, ακριβότερη και χειρότερη υγεία, ακριβότερη και χειρότερη παιδεία, λιγότερο πολιτισμό (και περισσότερα πολιτισμικά σκουπίδια). Μια ζωή να σπέρνεις, μα ποτέ να μη θερίζεις, και το χειρότερο, ό,τι σπέρνεις να το θερίζουν άλλοι, αν και, βέβαια, τα ευαγγέλια της Εκκλησίας της Μιζέριας και του Μονόδρομου στη Μιζέρια, σου υπόσχονται μιαν άλλη «καλύτερη» ζωή «κάποια στιγμή» σε κάποιο απροσδιόριστο μέλλον! ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥΣ ΔΙΚΗΣ ΣΟΥ ΘΥΣΙΑΣ : μια θυσία διαρκής. Οι ανταποδόσεις σποραδικές, λιγότερες κι από μια ελεημοσύνη, που πάντως, αυτή η ελεημοσύνη, αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της δράσης του ιερατείου τούτης της Εκκλησίας. Όσο δε περισσότερη μιζέρια, τόσο πιο συχνές οι ελεημοσύνες. Κρατάνε όμως για τον εαυτό τους ΤΑ ΠΑΝΤΑ, και αξιώνουν να αποδέχεσαι ΤΑ ΕΛΑΧΙΣΤΑ. Ποια ανάγκη τα επιβάλλει αυτά; Η απάντηση είναι ΚΑΜΙΑ, ΕΞΟΝ Η ΑΝΑΓΚΗ ΓΙΑ ΑΚΟΜΑ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΑ ΚΕΡΔΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΙΓΟΥΣ. Κέρδη κάθε μορφής : υλικά, πολιτικά, πολιτιστικά, στρατηγικά, κ.λπ.

Εδώ πάντως, πρέπει να ξεκαθαρίσω τι εννοώ εγώ τουλάχιστον για το «κέρδος». Η κοινωνικά απαξιωτική αναφορά στο «κέρδος», δεν οφείλεται στη δαιμονοποίησή του. Το κέρδος που καταγγέλεται ως κοινωνικά απαράδεκτο, είναι το κέρδος που προκύπτει είτε με αθέμιτους και πολύ περισσότερο με παράνομους τρόπους, (εδώ κι η κερδοσκοπία), είτε τα κέρδη που δεν επιστρέφουν ως δίκαιη και συμφωνημένη ανταπόδοση προς τη κοινωνία που παρέχει στους οργανισμούς που τα παράγουν το πλαίσιο και το έδαφος για τη λειτουργία τους, (εδώ π.χ. κι η φοροκλοπή, εισφοροκλοπή) είτε τα υπερκέρδη που προκύπτουν χάρη σε χαριστικές και κοινωνικά απαράδεκτες εύνοιες για τη λειτουργία των οργανισμών που τα παράγουν. Αυτά είναι τα κέρδη που καταγγέλλονται εδώ.

Ιστορικά, η θεωρία του Μονόδρομου της Μιζέριας, είναι ίσως η πιο ανθεκτική φιλοσοφία και δυστυχώς, από τις πλέον συχνά επιβεβαιούμενες. Βέβαια, πάντα υπάρχουν τα ένδοξα διαλείμματα που προκύπτουν από εξίσου ένδοξα ξεσπάσματα (επαναστάσεις, εξεγέρσεις κ.λπ.) των λαών, όμως, όσο κι αν πασχίσουμε, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι τελικά η βασιλεία του Ωραίου και του Καλού είναι πρόσκαιρη. Μπορεί ο Δαρείος, συνειδητοποιώντας ότι έρχονταν το τέλος της βασιλείας του, πριν ακόμα συνειδητοποιήσει ότι σε λίγο θα έφτανε και το τέλος της ζωής τους, και φιλοσοφώντας τα πράγματα να μονολογούσε : «Ο μέγας βασιλιάς Δαρείος, που τόσα έθνη υπέταξα, που πόλεις υποδούλωσα, που ήμουν σύνθρονος των θεών και συνανέτελλα με τον ήλιο, κατάντησα τώρα μόνος κι έρημος φυγάς. Αλήθεια, κανείς δεν ξέρει με βεβαιότητα το μέλλον του. Η τύχη, μια μικρή μόνο στροφή αν πάρει, ή σηκώνει τους ταπεινούς στα ουράνια ή ρίχνει τους υπερόπτες στα μαύρα σκοτάδια.» (Ψευδοκαλλισθένης : Αλεξάνδρου Βίος, εκδ. ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, σελ. 163-165), όμως η φιλοσοφία του κι ο εγωισμός του, τον κάνει να ταυτίζει τη δική του πτώση με τη πτώση της εξουσίας στα «μαύρα σκοτάδια». Όμως, ο συμβολισμός του «Ο βασιλεύς απέθανε, ζήτω ο βασιλεύς», δείχνει, ότι είναι ο θεσμός που μετρά κι όχι το πρόσωπο. Έτσι, ο θεσμός της Μίζερης Εξουσίας, ποτέ δεν κατέπεσε τόσο ώστε να καταστεί μόνιμος τρόφιμος των μαύρων σκοταδιών. Το αντίθετο. Ο Νόμος του Gresham έχει παντού εφαρμογή : όχι απλά «το κακό χρήμα διώχνει το καλό», μα γενικότερα το «κακό διώχνει το καλό». Βεβαίως, ο αγώνας είναι αέναος, κι η ελπίδα για την αναστροφή των πραγμάτων πρέπει πάντα να υπάρχει. Διότι είναι εξίσου αληθές, ότι η Αγώνας του Ανθρώπου, έφερε και θετικά αποτελέσματα, τα οποία σήμερα τα ζούμε. Ο αγώνας για τη διατήρηση και το αυγάτισμά τους, είναι το ζητούμενο, όπως ζητούμενο απ’ την αντίθετη πλευρά είναι η μείωσή τους. Πόσο μακριά βρισκόμαστε σήμερα από κάποιους αιώνες πριν, στο ζήτημα του πώς η εξαθλίωση προγραμματίζεται κι επιβάλλεται; Από το κείμενο «Οι Απολαύσεις του Αφέντη Εριουργού», γραμμένο στα τέλη του 17ου αιώνα διαβάζουμε : «Συσσωρεύουμε θησαυρούς, κερδίζουμε μεγάλα πλούτη, καταπιέζοντας και ξεζουμίζοντας τους φτωχούς. Μ’ αυτό τον τρόπο γεμίζουμε συνέχεια το πουγκί μας… Εισπράττοντας βέβαια και λίγες κατάρες… Και πρώτους απ’ όλους τους ξάντες. Τους κάνουμε έκπτωση στην πληρωμή τους : Για είκοσι λίβρες δεν πληρώνουμε οκτώ ασημένια τετράπενα, αλλά μόνον μισή κορόνα. Κι αν μουρμουρίσουν και παραπονεθούν ότι τα λεφτά είναι λίγα, τους απαντάμε : Ή αυτά, ή δε σου ξαναδίνουμε δουλειά. Τους κάνουμε να πιστέψουν ότι το εμπόριο δεν πάει καλά. Τους πιάνει θλίψη, αλλά εμάς τι μας νοιάζει;… Πιάνουμε στη συνέχεια τους φτωχούς υφαντές και τους κάνουμε να δουλεύουν φτηνά. Βρίσκουμε πάντα ελαττώματα στα υφαντά τους, είτε έχουν είτε όχι, και μειώνουμε έτσι την αμοιβή τους. Αν οι δουλειές δεν πάνε καλά, το μαθαίνουμε αμέσως. Αλλά, αν πηγαίνουν καλύτερα, δεν πρόκειται να το μάθουν ποτέ. Τους λέμε ότι κανείς πια δε θέλει τα υφαντά τους στις ξένες χώρες. Ακόμη κι αν εμείς δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να τα πουλήσουμε στο εξωτερικό… Ύστερα πιάνουμε τους κλώστες : Τους κάνουμε να κλώθουν τρεις λίβρες μαλλιά αντί για δύο. Όταν μας φέρνουν τη δουλειά τους, παραπονιούνται. Λένε ότι με αυτά που τους πληρώνουμε δεν μπορούν να ζήσουν. Κι όμως εμείς αν δούμε ότι λείπει έστω και μια ουγκιά μαλλί, το αφαιρούμε αμέσως από την αμοιβή τους, υπολογίζοντας κάθε ουγκιά, για τρεις πένες… Μ’ αυτό τον τρόπο κερδίζουμε πολλά χρήματα και αγοράζουμε ιδιοκτησίες. Χάρη στους φτωχούς που δουλεύουν για μας νύχτα μέρα. Λες και δε γεννήθηκαν για να δουλεύουν με όλες τους τις δυνάμεις για λογαριασμό μας. Κρεμάστε μας λοιπόν, χωρίς δίκη. Αλλά κρεμάστε μας μαζί τους, με τους υφαντές, τους ξάντες, τους κλώστες, που σκοτώνονται στη δουλειά, για έναν άθλιο μισθό, αφού χάρη σ’ αυτούς εμείς γεμίζουμε το πουγκί μας. Και σταματήστε να μας καταριέστε…» (Michel Beaud : Η Ιστορία του Καπιταλισμού – από το 1500 ως σήμερα, εκδ. Μαλλιάρης – Παιδεία, Θεσσαλονίκη, 1987, σελ. 41-42). Σας θυμίζει κάτι αυτό από το σήμερα;

Μην το ψάχνετε πολύ το πράγμα, και κυρίως, κλείστε τα αυτιά στους δήθεν σπουδαγμένους και δήθεν έγκυρους αναλυτές που σας προσκαλούν σ’ αυτή τη Νέα Εκκλησία, τους ευαγγελιστές του Μοιραίου Μονόδρομου της Αθλιότητας. Κανείς ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΜΑΣ ΜΙΛΗΣΕ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΟΝΟΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΠΛΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ! Εδώ δεν υπάρχουν μονόδρομοι. Η Ζωή, λένε κάποιοι, είναι ωραία! Αλλά ποια ζωή; Όχι βέβαια η ζωή που ονειρεύονται οι κάτοικοι τους Γης της Μιζέριας. Της Μιζέριας για τους πολλούς, αλλά της ονειρεμένης ΖΩΗΣ για τους πολύ λίγους! Να ο Δρόμος που μας κρύβουν, η Αλήθεια που δεν θέλουν να μας κυριεύσει. Ότι αυτή η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΖΩΗ, ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΟΛΟΥΣ ΕΦΙΚΤΗ, αλλά με μια προϋπόθεση : με την προϋπόθεση, ότι θα στείλετε στο σπίτι τους και στο σκουπιδοτενεκέ της Ιστορίας, όλους αυτούς τους αλητήριους πρεσβευτές και ιερείς της Εκκλησίας του Μονόδρομου της Μιζέριας. Ακόμα και μέσα σ’ αυτή, μπορούμε να βρούμε την Ελπίδα : «Ό,τι δημιουργεί τη νύχτα μέσα μας, μπορεί να μας χαρίσει τ’ αστέρια.» (Βίκτωρ Ουγκώ : 1793, εκδ. Γκοβόστης, σελ. 93). Προσέξτε : όχι «να μας χαρίσουν…». Μόνοι μας θα πρέπει ν’ αναζητήσουμε και να καταχτήσουμε τ’ αστέρια… «Από τότε που υπάρχουν άνθρωποι, ο άνθρωπος χάρηκε πολύ λίγο…» (Φρ. Νίτσε : ό.π., σελ. 134). Κάποια στιγμή πρέπει να έρθει η ώρα ο Άνθρωπος να χαρεί πολύ. «Να έρθει;». Να ένα λάθος : όχι «να έρθει», μα «να τη φέρουμε» τούτη την ώρα. Φαίνεται σαν να είναι ο Μοιραίος Μονόδρομος του Ανθρώπου, αλλά δεν είναι. Γιατί επίσης ο Άνθρωπος κατάφερε πολλά και αξιοθαύμαστα, και σημαντικά. Μόνο που τον πόνο τον θυμάσαι περισσότερο απ’ τη χαρά, γιατί η χαρά δεν πονά, ενώ ο πόνος πάντα σου αφήνει θύμισες, και ό,τι πονά το ξεχνάς πολύ δύσκολα. Προσέξτε τους συμπονούντες και τους ελεήμονες! Θυμηθείτε τον Τιέρς, κοντά δυό αιώνες πίσω : ««Φανταστείτε όλες οι περιουσίες να είναι ίσες, φανταστείτε να καταργηθεί ο πλούτος και η φτώχεια. Κανείς δε θα μπορούσε πλέον να προσφέρει στο συνάνθρωπό του… και μ’ αυτό τον τρόπο θα καταργηθεί η πιο γλυκιά, η πιο γοητευτική, η πιο θεάρεστη πράξη των ανθρώπων : η ελεημοσύνη! Άθλιοι μεταρρυθμιστές! Καταστρέφετε το έργο του Θεού, στην προσπάθειά σας να το διορθώσετε!»» (Michel Beaud : Η Ιστορία του Καπιταλισμού – από το 1500 ως σήμερα, εκδ. Μαλλιάρης – Παιδεία, Θεσσαλονίκη, 1987, σελ. 165). Βέβαια, ο αιδεσιμότατος Τόμας Μάλθους, ήταν ενάντια σ’ αυτές τις ελεημοσύνες. Τούτος ο «καλός» ιερωμένο, δίδασκε : «Ας αφήσουμε λοιπόν να επιβληθεί σ’ αυτό τον ένοχο άνθρωπο, η ποινή που τον καταδίκασε η φύση. Γιατί οι ενέργειές του δε συμμορφώθηκαν με τη φωνή της λογικής που του εκδηλώθηκε με σαφήνεια, και δεν μπορεί να κατηγορήσει κανέναν αν η δράση που επέλεξε οδήγησε σε θλιβερά αποτελέσματα. Και θα πρέπει να του απαγορευτεί ακόμη και η προσέγγιση στη βοήθεια που προσφέρουν οι ενορίες. Γιατί αν η ιδιωτική ελεημοσύνη του προσφέρει κάποια βοήθεια, το συμφέρον της ανθρωπότητας απαγορεύει στη βοήθεια αυτή να πάρει τις διαστάσεις της αφθονίας. Κι αυτό γιατί πρέπει να μάθει, ότι οι νόμοι της φύσης, δηλαδή οι νόμοι του Θεού, τον καταδίκασαν να ζει με βάσανα, για να τιμωρήσουν την αυθάδειά του, που τόλμησε να τους παραβιάσει… Και πάνω σ’ αυτό θα μπορούσε να παρατηρήσει ίσως κανείς ότι είναι σκληρό για μια μητέρα και για μερικά παιδιά να υποφέρουν εξαιτίας της κακής συμπεριφοράς του αρχηγού της οικογένειας, αλλά και σ’ αυτή την περίπτωση πρόκειται για την εφαρμογή του αμετάκλητου νόμου της φύσης.» (Michel Beaud : ό.π., σελ.124). Αυτή είναι η κοινωνία που ονειρεύεται η νέα Εκκλησία του Μονοδρόμου της Μιζέριας. Ο Ζαρατούστρα λέει για τη συμπόνια και για τους συμπονούντες : «…βλέποντας τον υποφέροντα να υποφέρει, ντράπηκα εξαιτίας της ντροπής του. κι όταν τον βοήθησα, χτύπησα σκληρά, πέφτοντας πάνω στην υπερηφάνεια του. Μεγάλες ευεργεσίες δε μας κάνουν ευγνώμονες, μα εκδικητικούς. κι αν δεν ξεχαστεί η μικροευεργεσία, τότε γίνεται σαράκι. «Μην παίρνετε παρά μ’ επιφύλαξη! Σημαδεύετε τι παίρνετε!» -έτσι συμβουλεύω αυτούς που δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα… Αλλοίμονο σ’ όσους αγαπούν, όταν δεν έχουν ακόμα ένα ύψος, που να βρίσκεται ψηλότερα από τη συμπόνια τους! Έτσι μίλησε, κάποτε, ο δαίμονας σε μένα : «ακόμη κι ο Θεός έχει την Κόλασή του : κι αυτή ‘ναι η αγάπη του για τους ανθρώπους»…» (Φρ. Νίτσε : ό.π., σελ. 134-136) Κι ακούστε ακόμα τούτο δω που λέει : «…αδελφοί μου…, διώξτε μακρυά μου τους σκύλους, τους σάπιους ποδογλείφτες, κι όλο το εξημμένο σκυλολόϊ : -όλο το εξημμένο σκυλολόϊ των «μορφωμένων», που τρέφεται από τον ιδρώτα κάθε ήρωα!» (Φρ. Νίτσε : ό.π., σελ. 285), γιατί ο μεγαλύτερος κίνδυνος, προέρχεται πάντα από την ξεπουλημένη γνώση, από την αργυρώνητη γραφίδα κι απ’ εκείνους τους λεηλατητές που είναι ταυτόχρονα κι εκείνοι που καλούνται να αντιμετωπίσουν τη λεηλασία!

Η πατρίδα μας, καλείται να πληρώσει βαρύ φόρο για τα αίσχη και τις ληστείες αρχόντων μας στο ρου της ιστορίας της, της παλιότερης μα κύρια της πιο πρόσφατης, αλλά και για την ίδια την αμυαλιά μας να μη μετέχουμε στο ίδιο το δικό μας γίγνεσθαι πολύ περισσότερο κι απ’ το κοινωνικό γίγνεσθαι, και για τις πολιτικές μας επιλογές, που ακόμα και σήμερα δεν άλλαξαν και πολύ : «Αυτή ’ναι η έξοχη τρέλα που δέρνει τον κόσμο. Όταν δεν πάμε καλά με την τύχη μας –συχνά από βαρυστομαχιά, που την προκαλούμε εμείς οι ίδιοι-, για τους πόνους μας κάνουμε υπεύθυνο τον ήλιο, τη σελήνη και τ’ αστέρια, σαν να είμαστε κακούργοι από ανώτερη ανάγκη, τρελοί από ουράνια βία, κατεργαρέοι, κλέφτες και προδότες από αστρική επιρροή, μπεκρήδες, κάλπηδες και πόρνοι από αναγκαστική υποταγή στην επίδραση των πλανητών, και ό,τι κακία έχουμε μέσα μας την έχουμε από θεϊκιά εντολή! Θαυμάσιος τρόπος, για να ξεφεύγει ο κύριος πορνοβοσκός, να φορτώνει τα τραγίσια του φυσικά σ’ ένα αστέρι. Ο πατέρας μου έσμιξε με τη μητέρα μου κάτω από την ουρά του Δράκοντος και η γέννησή μου έπεσε κάτω από την Μεγάλην Άρκτον και γι’ αυτό είμαι ωμός και φιλήδονος. Μπα! Θα ’μουνα αυτός που είμαι κι αν το παρθενικότερο αστέρι τ’ ουρανού φεγγοβολούσε στο μπαστάρδεμά μου.» (Shakespeare, William : Βασιλιάς Ληρ, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1990, σελ. 35-36). Για μια ακόμα φορά, μπορούμε να πούμε μαζί με τον Έλληνα φιλόσοφο ότι : «Ξέρω ότι το Γένος μου πρέπει να πληρώνει και όσα δε χρωστάει…» (Παναγιώτης Κανελλόπουλος : Γεννήθηκα στο Χίλια Τετρακόσια Δύο, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, τόμος α΄, σελ. 288).

Η θεωρία του μονόδρομου, είναι μια αντίληψη που με βρίσκει αντίθετο πέρα ως πέρα, ΟΠΩΣ ΤΙΘΕΤΑΙ. Ο Άνθρωπος, μέσα από τη Γνώση, μέσα από την Λογική, και ιδίως μέσα από τον Ανθρωπισμό του, μπορεί να πλήξει καίρια τις αρνητικές εκδοχές του όποιου υποτιθέμενου ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ πεπρωμένου. Ο Άνθρωπος βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση μ’ αυτό το πεπρωμένο, όχι το πεπρωμένο με τη μεταφυσική του διάσταση, ή με τη διάσταση του μοιραίου. Η Ιστορία του Ανθρώπου, δεν είναι παρά η κατάρριψη διαδοχικών «πεπρωμένων», δηλαδή, πραγμάτων που θεωρούνταν ως «αναπόφευκτα», έως ότου έγιναν εφικτά.

Οι «σωτήρες» που έρχονται να μας «σώσουν» απ’ τους κερδοσκόπους, και κλείνω μ’ αυτό, δεν είναι καλύτεροί τους. Εδώ πράγματι μούρχεται στο νου ο Ρουσό ο οποίος στο άρθρο του «Πολιτική Οικονομία» στην Εγκυκλοπαίδεια (1755), «…αναφέρεται στην κοινωνική συνθήκη που προτείνει με κτηνώδη τρόπο ο πλούσιος στο φτωχό» : «Με έχετε ανάγκη, γιατί είμαι πλούσιος και είστε φτωχός. Ας κάνουμε λοιπόν μια συμφωνία μεταξύ μας : θα σας επιτρέψω να έχετε την τιμή να με υπηρετείτε, με τον όρο ότι θα μου παραχωρήσετε τα λίγα που σας έχουν απομείνει, σαν ανταμοιβή μου, για τον κόπο που θα κάνω να σας διατάζω.» (Michel Beaud : ό.π., σελ. 81). Και φυσικά, ας μη ξεχνάμε ποτέ τις παιδικές ιστορίες, που πρώτα θάπρεπε να τις διαβάζουν οι μεγάλοι. Ο Τομ Σόγερ, λοιπόν, εκθέτει τρόπους «καλής συμπεριφοράς του ληστή» στον φίλο του Χακ Φιν, με τον οποίο φιλοδοξεί να κάνει καριέρα ληστή à la Ρομπέν των Δασών. Επισημαίνει στον φίλο του, πως «Πιο ευγενικοί από τους ληστές δεν υπάρχουν –να το ξέρεις, το λένε και τα βιβλία.» (Mark Twain : Τομ Σόγερ, εκδ. Παπαδόπουλος, σελ. 284).