Ο πραγματικός λογαριασμός

Γράφει ο Mπἀμπης Παπαδημητρίου

Το 1999, το μέσο εισόδημα του Ελληνα αναλογούσε στο 71,7% του μέσου εισοδήματος του Ευρωπαίου των 15 κρατών της Ενωσης. Δέκα χρόνια αργότερα, είχαμε φτάσει στο 88,3%. Δέκα χρόνια αργότερα, πού θα είμαστε; Με τα σημερινά δεδομένα, πρέπει να θεωρήσουμε σίγουρο ότι θα χάσουμε αρκετές θέσεις στην κατάταξη πλούτου.

Συνήθως -το είχε υπονοήσει και ο πρώην πρωθυπουργός Κ. Σημίτης- λέγαμε ότι εμείς οι Ελληνες είμαστε ακόμη καλύτερα, αφού οι επίσημες στατιστικές, όπως η μνημονευθείσα άνωθεν, δεν συμπεριλαμβάνουν τα «κρυφά» εισοδήματα που προσπορίζεται μερίδα συμπατριωτών, οι οποίοι διαπρέπουν στη «μαύρη» οικονομία.

Οι ίδιοι, πρώτοι θα έφερναν αντίρρηση στην πεποίθησή μου ότι η Ελλάδα έχει μπει σε πορεία καθίζησης της προόδου και αύξησης της φτώχειας, σημειώνοντας τα περιθώρια φοροδιαφυγής και, γενικότερα, «εγκληματικής» συμπεριφοράς. Ξεχνούν προφανώς ότι η παραοικονομία ανθεί σε περιόδους ανάπτυξης, με αποτέλεσμα μάλιστα να μη θεωρείται σπουδαίο αμάρτημα. Είναι μάλιστα αποδεκτή η παρατήρηση που θέλει την αποδοχή «μιας κάποιας φοροδιαφυγής», αφού λειτουργεί, ισχυρίζονται οι ίδιοι, ως συμπλήρωμα και επιδιόρθωση των ατελειών του συστήματος κοινωνικής αλληλεγγύης.

Οταν όμως η οικονομία φθίνει, η παραοικονομία φθίνει ταχύτερα. Από την «αγαθή» φοροδιαφυγή μένει η πραγματικά εγκληματική φοροκλοπή. Σε περιόδους όπως η σημερινή κρίση με τα δημόσια οικονομικά, η ...........αποφυγή φόρων πολλαπλασιάζει το έγκλημα σε βάρος των αδυνάμων και επιβαρύνει πολλαπλασιαστικά το βάρος των συνεπών που στέργουν να σηκώσουν μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εξευτελισμού.

Με δύο λόγια, η Ελλάδα θα επιστρέψει ένα σημαντικό τμήμα του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου χωρίς να μπορεί να τον αντικαταστήσει προσφεύγοντας σε νέα ανάπτυξη. Η επιστροφή γίνεται προς εκείνους που μας έχουν δανείσει. Σε κάθε 110 ευρώ εσόδων του Δημοσίου, τα 25 πηγαίνουν για να πληρώνουμε τόκους επί του κρατικού χρέους. Οι μισές μετοχές, άρα και τα μισά κέρδη των εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών, κατά τεκμήριο των μεγαλυτέρων μας, ανήκουν σε διεθνείς επενδυτές. Ενα εξαιρετικά σημαντικό τμήμα των κεφαλαίων που έχουν δανείσει οι ελληνικές τράπεζες για καταναλωτικά, στεγαστικά ή επιχειρηματικά δάνεια εισήχθησαν στη χώρα ως δανεικά των τραπεζών και, επομένως, οι τόκοι που πληρώνουμε εμείς επανακατευθύνονται στα «ξένα» πιστωτικά ιδρύματα ή σε όποιον άλλον κεφαλαιούχο έχει δανείσει τις τράπεζές «μας».

Μπορεί όλους αυτούς τους μήνες να ταλαιπωρείται η χώρα λόγω των αδυναμιών αναχρηματοδότησης του δημόσιου χρέους και των ανάλογων δυσκολιών αναχρηματοδότησης των τραπεζικών διαθεσίμων. Ομως, το μεγάλο πρόβλημα πίσω από την αδυναμία του κράτους να πληρώσει τους λογαριασμούς του είναι οι τεράστιες και δυσεπίλυτες αδυναμίες του οικονομικού και κοινωνικού μας προτύπου. Η βραδύνουσα ανταγωνιστικότητα, η ελλιπής επένδυση κεφαλαίων, η απουσία νεωτερικότητας και η εφήμερη οργάνωση των περισσοτέρων επιχειρηματικών σχημάτων υποθηκεύουν τα μελλοντικά εισοδήματα των Ελλήνων.

Ηδη, στη χώρα μας λίγοι εργάζονται και πολλοί κάθονται. Επιπλέον, οι μισοί από τους απασχολουμένους βρίσκονται σε γεωργία, εμπόριο, κατασκευές και δημόσια διοίκηση, κλάδους προστατευμένους από τον ανταγωνισμό, χαμηλής τεχνολογίας και παραγωγικότητας. Αυτοί πρώτοι θα πληρώσουν τον λογιαριασμό της ανεργίας και των μικρότερων εισοδημάτων. Οσο όμως αυτοί θα αντιστέκονται και θα πετυχαίνουν να μοιράζονται το κόστος της προσαρμογής με τους περισσότερο παραγωγικούς κλάδους, όπως συμβαίνει αυτήν την περίοδο, άλλο τόσο θα κινδυνεύει να είναι απότομη η υποχώρηση της Ελλάδας στην κλίμακα των πλούσιων κρατών.

Η λύση είναι τόσο απλή όσο και δύσκολη. Χρειάζονται επενδύσεις σε κλάδους εξωστρεφείς. Χρειάζεται μεγαλύτερος βαθμός επιχειρηματικής ελευθερίας. Χρειάζεται ουσιαστικός κρατικός σχεδιασμός. Το χειρότερο είναι πως όσα χρειάζονται, κανείς δεν φαίνεται διατεθειμένος να τα κάνει. Ούτε καν η κυβέρνηση!

Mπἀμπης Παπαδημητρίου