Ο κατεργαράκος κος Klaus Bötig του Focus κι εμείς


Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

«Klaus Bötig:Εχθρός της Ελλάδος»;

Τον γνώρισα το 1985-86. Είχα μια θέση επιστημονικού συνεργάτη στο Übersee-Museum της Βρέμης με εντολή να προετοιμάσω μια από τις μεγαλύτερες εκθέσεις για την Κύπρο που παρουσιάστηκαν στο εξωτερικό με πάνω από 1500 εκθέματα από 14 κυπριακά και ευρωπαϊκά μουσεία και τίτλο: Aphrodites Schwestern und christliches Zypern: 9000 Jahre Kultur. Η έκθεση ήταν υπό την αιγίδα των προέδρων της Κύπρου και της Γερμανίας και τα εγκαίνιά της ήταν προγραμματισμένα για το καλοκαίρι το 1987 παρουσία των υπουργών εξωτερικών της Κύπρου (Ιακώβου) και της Γερμανίας (Γκένσερ). H έκθεση ήταν το πολιτιστικό γεγονός της χρονιάς για τη Βρέμη με διθυραμβικές κριτικές σε ολόκληρο τον γερμανικό τύπο και όλα τα γερμανικά κανάλια αλλά οικονομικά ήταν η απόλυτη καταστροφική. Ο διευθυντής μου πέρασε ΕΔΕ, του ζητήθηκε να πληρώσει από την τσέπη του τη ζημιά και από το άγχος, σε ηλικία 54 ετών πέθανε από ανεύρυσμα της αορτής. Παράλληλα με την προετοιμασία της έκθεσης, ήμουν υπεύθυνος σε ένα Project για την τουριστική ανάπτυξη μικρών νησιών με πεδίο έρευνας τη νήσο Κάρπαθο. Η Κάρπαθος ήταν και η ...........
.αφορμή της γνωριμίας μου με τον Κλάους Μπέτιχ. Με επισκέφτηκε στο Μουσείο και μου συστήθηκε σαν ένας γνώστης της Ελλάδος. Κατάλαβα πως ήθελε να συνεργαστεί για κανένα έκτακτο εισόδημα. Είχε ήδη γράψει αρκετούς ταξιδιωτικούς οδηγούς για ελληνικά νησιά αλλά την εποχή εκείνη δεν έβγαζες και πολλά λεφτά γράφοντας ταξιδιωτικούς οδηγούς. Αλλωστε, ότι έβγαζε τα έτρωγε στα ταξίδια του. Μέχρι το 1991 που ήταν και η τελευταία φορά που τον είδα, βρεθήκαμε αρκετές φορές, με κάλεσε δυο ή τρεις φορές στο σπίτι του για φαγητό το ίδιο κι εγώ. Η πρώτη εντύπωση:Ένας συμπαθέστατος τύπος μετρίου αναστήματος, για γερμανικά δεδομένα κοντούλης, με ένα διαρκές χαμόγελο στα χείλη. Εμοιαζε πιο πολύ με πορτογάλο Gastarbeiter παρά με γερμανό. Όταν γνωριστήκαμε καλύτερα, μου έκαναν τρομερή εντύπωση δύο πράγματα. Οι γεωγραφικές και λαογραφικές του γνώσεις για την Ελλάδα και η πλήρης αδιαφορία του για την πολιτική, παρότι την εποχή εκείνη στη Δυτική Γερμανία και ειδικότερα στη Βρέμη είχαμε διαρκώς αντιπολεμικές διαδηλώσεις και συγκρούσεις με την αστυνομία για τα ραδιενεργά απόβλητα των πυρηνικών εργοστασίων. Οσον αφορά στις γνώσεις του για την Ελλάδα, πολλοί έλληνες λαογράφοι θα ζήλευαν τις γνώσεις του και το υλικό που είχε συγκεντρώσει για τα ήθη και έθιμα, τις παραδόσεις και τις γιορτές της ελληνικής υπαίθρου. Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του 60 επισκεπτόταν αρκετές φορές το χρόνο την Ελλάδα. Την είχε ήδη γυρίσει όλη με σακίδιο, με τα πόδια, με λεωφορεία, πλοία και τρένα. Την εποχή εκείνη ετοίμαζε ένα βιβλίο για τα ξομπλιανά γιορτινά ψωμιά της Κρήτης. Παρότι απέφευγε συστηματικά να μιλά για την προσωπική του ζωή και για την πολιτική, τον σκιαγράφησα σαν ένα freak και Lebenskuenstler (Kαλλιτέχνη ζωής) αφού η μοναδική του ενασχόληση ήταν τα ταξίδια. Δεν νομίζω να τελείωσε ποτέ τις σπουδές του αφού από τις αρχές της δεκαετίας του 60 ζούσε σαν ένας κοσμογυρισμένος globe-trotter. Εξι μήνες το χρόνο ήταν στη Μεσόγειο, κυρίως στην Ελλάδα και έξι μήνες, τους χειμερινούς κυρίως, στη Γερμανία. Ενας μέσος γερμανός θα τον χαρακτήριζε σαν έναν nichts tun (laze around) κοπρόσκυλο. Δεν ήταν ο τύπος που θα τον ήθελε μια μητέρα για την κόρη της, εκτός κι αν τις περίσσευαν λεφτά για να τον ταϊζει. Εμενε στο ισόγειο ενός παλιού μισοεγκαταλειμμένου αρχοντικού στην ακριβότερη συνοικία της Βρέμης, επί της κεντρικής λεωφόρου που οδηγούσε στο πανεπιστήμιο,αλλά δεν πρέπει να πλήρωνε ακριβό νοίκι, αφού οι γείτονές του ήταν κυρίως φοιτητές. Στην αρχή μου μιλούσε ο Κλάους με ενθουσιασμό για τους έλληνες και τους φίλους του ανά την Ελλάδα. Το γιάννη από την κρήτη, το γκιόργκο από την Πάρο, το κόστα από τη Σαντορίνη, κ.α. Τα ελληνικά του δεν ήταν τα καλύτερα αλλά πιστεύω πως τα καταλάβαινε όλα. Με λίγα λόγια, κατάλαβα ότι ο Κλάους, που δεν φαινόταν σαν τυπικός γερμανός, ούτε ήταν ο τύπος που θα τραβούσε την προσοχή σε μια παρέα, στην Ελλάδα βρήκε το στοιχείο του. Ενιωθε ότι ήταν αποδεκτός, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια της χρυσής δεκαετίας του 60 για τα φρικιά της Ευρώπης, όταν στα νησιά και στα χωριά μας την πέρναγαν στη λούφα. Όταν οι έλληνες χαιρόταν να φιλοξενούν και να κερνάνε τους νέους και κυρίως τις νεαρές χειραφετημένες τουρίστριες με τα σακίδια, με το ζημιωτόν αλλά πολλές φορές και με το αζημίωτον. Με τα χρόνια, όταν οι δικοί μας ανακάλυψαν ότι ο τουρισμός έχει ψωμί, δίχως ίχνος επαγγελματισμού, πέρασαν στην ακριβώς αντίπερα όχθη, πολλοί τουρίστες που εντωμεταξύ είχαν αρχίσει να μαθαίνουν ελληνικά και να καταλαβαίνουν, ανακάλυψαν ότι οι μέχρι χθες αθώοι και φιλόξενοι έγιναν στυγνοί φραγκοφονιάδες. Αίφνης, για πολλούς πρώην φιλόξενους νησιώτες, οι ίδιοι άνθρωποι, τα φρικιά με τα σακίδια έγιναν όλοι κουτόφραγοι Φριτς και εύκολες Σαμπίνες. Με τους περισσότερους, άρχισε να συμβαίνει ότι με τους φιλέλληνες περιηγητές του 19ου αιώνα, που ήρθαν στην Ελλάδα ενθουσιασμένοι ελληνιστές και έφυγαν σαν κυνηγημένοι εχθροί, ανακαλύπτοντας ότι οι απόγονοι του Σωκράτη και του Λεωνίδα δεν χαρακτηρίζονται και τόσο από τις αρετές των πρώτων αρχών των ελλήνων, του Μέτρου, της Σωφροσύνης, του Κύδους και του Κλέους. Οσοι ξένοι είχαν τα πνευματικά εφόδια να αναλύσουν τις ιστορικές και κοινωνικοοικονομικές αιτίες αυτών των αλλαγών, παρέμειναν φίλοι, οι περισσότεροι έφυγαν άρον-άρον ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω τους.
Ο Κλάους Μπέτιχ, δεν ανήκε σε καμία από τις δύο κατηγορίες. Δεν είχε τα πνευματικά εφόδια αφού βρέθηκε για πρώτη φορά τυχαία στην Ελλάδα και όχι αναζητώντας τον Οδυσσέα ή την Αφροδίτη, γι αυτό και δεν απογοητεύτηκε Δεν την κοπάνησε όμως ακόμα και όταν άρχισε να καταλαβαίνει και να γίνεται αποδέκτης της μαγκιάς, του κουτσομπολιού, της επιδειξιομανίας του νεόπλουτου, του καμακιού και της κομπορρημοσύνης ακόμη και γερόντων για το πώς παίζουν στα δάχτυλα του μικρού χεριού τους Φριτς και τις Σαμπίνες αλλά έμεινε σταθερός επισκέπτης ανακαλύπτοντας στοιχεία κατεργαράκου, που ταίριαζαν στον χαρακτήρα του. Θυμάμαι πως όταν είχα διοργανώσει μια έκθεση για την Κάρπαθο, ήρθε στο γραφείο μου στο μουσείο και μου είπε, έχω κανονίσει να μιλήσουμε οι δυο μας στο τοπικό κανάλι της Βρέμης (NDR Bremen ) σε μια ζωντανή εκπομπή για την Ελλάδα. Μου ζήτησε κάποιες πληροφορίες για την έκθεση της Καρπάθου λέγοντά μου πως κανόνισε να γίνει η εκπομπή μετά από τρεις ημέρες. Την επομένη ημέρα τον βλέπω στην τηλεόραση να μιλά για την Ελλάδα και για την έκθεση της Καρπάθου. Εικοσι δύο χρόνια στη Βρέμη, ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος γερμανός που μου έκανε μια τέτοια κατεργαριά.
Το δεύτερο άρθρο του περιοδικού Focus που έγραψε ο Κλάους Μπέτιχ, για τους νεοέλληνες, είναι σίγουρα γεμάτο ρηχές και στερεότυπες εικόνες, αλλά δεν έγραψε τίποτα περισσότερο από διαπιστώσεις ποτ κάνουμε καθημερινά εμείς οι ίδιοι. Όταν μιλά για έλληνες που πήραν κοινοτικά χρήματα για να κάνουν καταλύματα και αντ αυτού έχτισαν σπίτια προικιά για τις κόρες τους, τα άκουσε σίγουρα από τους ίδιους τους απατεωνίσκους που τα διηγούνται δημόσια περιμένοντας να εισπράξουν την επιβεβαίωση του μάγκα. Ο ανθρωπάκος δεν έγραψε ότι οι έλληνες είναι απατεώνες. Η διεύθυνση του περιοδικού, που είναι κάτι μεταξύ Kλικ, Down town και Ταχυδρόμου, με ειδήσεις ταμπλόϊντ, δεν χαρακτηρίζεται για τις εμβριθείς αναλύσεις του. Απευθύνεται κυρίως σε ένα ρηχό κοινό που προτιμά σύντομες ειδήσεις και κάπου κάπου επιδιώκει με εντυπωσιασμούς να πουλήσει μερικά τεύχη παραπάνω. Αν δεν υπήρχε η εικόνα του εξωφύλλου δεν θα συζητούσε κανείς σήμερα για το Focus και τον Μπέτιχ. Υπήρξαν άρθρα σε σοβαρές γερμανικές εφημερίδες με χειρότερους χαρακτηρισμούς. Οι στερεότυποι χαρακτηρισμοί του Μπέτιχ, είναι πολύ πιο ήπιοι από εκείνους πολλών ελλήνων για τους γερμανούς και μπροστά στους χαρακτηρισμούς του Ζουράρι για τους γάλλους και γενικώς τους φράγκους, οι χαρακτηρισμοί του Μπέτιχ είναι κομπλιμέντα. ‘
Αυτό που μας ενόχλησε, είναι νομίζω η φωτογραφία και ο τίτλος του εξωφύλλου, για τα οποία σίγουρα ο Κλάους δεν έχει καμία ευθύνη αφού είναι ένας απλός Freelancer. Φαντάζομαι τον Κλάους Μπέτιχ με το παιδικό χαζοχαρούμενο και κατεργάρικο ύφος να αναρωτιέται «μα τι έκανα και με βρίζουν όλοι οι φίλοι μου έλληνες. Τι παραπάνω έγραψα από αυτά που μου λένε κάθε φορά που τους επισκέπτομαι». Μπορεί το περιοδικό να παίζει κάποιο παιχνίδι κερδοσκόπων. Δεν μπορώ όμως να φανταστώ ότι μπορεί ο Κλάους Μπέτιχ να έχει κάποιο μερίδιο. Ο άνθρωπος αυτός έχει γράψει δεκάδες ταξιδιωτικούς οδηγούς για τα πιο απίθανα μέρη μας κάνοντας γνωστή τη χώρα μας. Ποιος έλληνας έχει γράψει ταξιδιωτικό οδηγό για την Ψέριμο και αν το έγραφε, ποιος ελληνικός εκδοτικός οίκος θα το εξέδιδε, όταν θα γνώριζε ότι δεν πρόκειται να πουλήσει παραπάνω από εκατό; Ο Κλάους Μπέτιχ, είναι ένας κατεργαράκος Globe trotter αλλά σίγουρα κανένας ανθέλληνας.
(Όταν την δεκαετία του 80 είχαμε 9 εκατομ. Τουρίστες οι Τουρκία είχε μόνο 4. Σήμερα εμείς έχουμε γύρω στα 13 εκατομ. Και η Τουρκία 27 εκατομ. Κάποιοι θα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους και κυρίως εκείνοι οι γελοίοι που μου ήθελαν και ακριβό τουρισμό προσφέροντας ποιότητα Αφρικής)