Τεχνοκράτες και πολιτικοί ηγέτες

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Υπάρχουν και πολλά ακόμα, τα οποία όμως δεν έχουν μέχρι σήμερα από την κυβέρνηση αυτή αντιμετωπιστεί, διότι δεν είχε την πολιτική βούληση. Δεν είναι τεχνοκρατικό το ζήτημα. Μπορεί να υπάρχουν και τεχνοκρατικά ζητήματα. Το θέμα δεν είναι να βρούμε τις τεχνοκρατικές λύσεις. Αυτές θα τις βρούμε από τους καλύτερους τεχνοκράτες, τους καλύτερους ειδικούς που έχει η χώρα μας, ή και διεθνώς. Το θέμα είναι να υπάρχει βούληση.
Γιώργος Παπανδρέου (13/9/2009)

Διαχειρίζεσαι πράγματα, [αλλά] ηγείσαι ανθρώπων.

Ναύαρχος Grace Murray Hopper [USN]

Δεν θα πάμε πολύ πίσω. Θα περιοριστούμε στις δυο τελευταίες κυβερνήσεις και ό,τι πούμε εδώ γι’ αυτές σχετικά με το ερώτημα που ήδη θέσανε σα τίτλο στο παρόν άρθρο, θα ισχύει, mutatis mutandis, και για οποιαδήποτε άλλη, άρα, για όλες τις προηγούμενες.

Θα περίμενε κανείς, ν’ αρχίσω λάθη και παραλείψεις, όπως, π.χ., έγινε τούτο ενώ δεν έπρεπε, ή, δεν έγινε τούτο ενώ έπρεπε να γίνει, ή, ότι υπήρξε διαφθορά και σπατάλη στο δημόσιο, όταν δεν υπήρξαν καθαρές ληστρικές επιδρομές στο δημόσιο κορβανά.

Δεν θα αναφερθώ όμως σε τέτοια γεγονότα, διότι νομίζω ότι θα αδυνατίσουν αν δε συσκοτίσουν τη πραγματικότητα. Προσέξτε : είναι άλλο πράγμα να λέω π.χ., ότι υπήρξε διαφθορά, και άλλο πράγμα να επιμένω στο να λέω ότι υπήρξαν διεφθαρμένα πρόσωπα. Διότι η αναφορά στη «διαφθορά» (που εδώ φέρνουμε σα παράδειγμα), σταθερά θα μας οδηγεί στη διερεύνηση ενός φαινομένου ή ενός γεγονότος ενώ θα αφήνει μόνιμα απέξω την διερεύνηση και την έρευνα του ποιοι υπήρξαν οι διεφθαρμένοι, ώστε τουλάχιστον αυτό, να προσέχουμε μη τους ξαναχρησιμοποιήσουμε στη διαχείριση των κοινών, πόσο μάλλον να μην τους εκλέγουμε κιόλας! Από την άλλη, η σημασία της εστίασης όχι στο γεγονός μα στα πρόσωπα (ή το πρόσωπο) που παράγουν (ή παράγει) το γεγονός, αποτελεί μια ουσιαστική ενασχόληση εκείνου που πρόκειται να κάνει επιλογές ανθρώπων που πρόκειται να δημιουργήσουν πολιτικές, να ασκήσουν εξουσία που θα παράγουν γεγονότα, ενώ η εν γένει συμπεριφορά τους θα δίνει το τόνο του ηθικού και εν γένει αξιακού τους σύμπαντος.

Είναι ακριβώς ότι όλες σχεδόν οι μέχρι τώρα κυβερνήσεις, αν απέτυχαν και ιστορικά αν σε τούτο το τόπο δεν πρόσφεραν παρά ελάχιστα όταν δεν τον ......
.τραυμάτιζαν σοβαρά, αυτό οφείλεται όχι στις καλές ή τις κακές τους πολιτικές, μα στις επιλογές ανθρώπων που παρήγαγαν τέτοιες πολιτικές και που με τις συμπεριφορές τους, με τον τρόπο ζωής τους, δημόσιας και ιδιωτικής, έδιναν και το στίγμα ενός «κλίματος αξιών» που λόγω ακριβώς του θεσμικού τους ρόλου διέχεαν και στη κοινωνία.

Είναι λοιπόν, ακριβώς η επιλογή του ανθρώπινου παράγοντα που προσδιορίζει και θα προσδιορίσει τις εξελίξεις στο θέμα της διακυβέρνησης τούτης της χώρας.

Όμως, κι αυτή η αναφορά στον «ανθρώπινο παράγοντα», δεν αρκεί για να προσδιορίσει το πλαίσιο της αναφοράς μας. Διότι τα χαρακτηριστικά αυτού του «ανθρώπινου παράγοντα» δεν είναι κατά τρόπο καθολικό και ενιαίο τα ίδια για κάθε περίσταση και περίπτωση. Έτσι, η επιλογή των ανθρώπων που καλούνται και θα κληθούν πάλι σε λίγο να ασκήσουν δημόσια εξουσία, διαφοροποιείται ανάλογα με τη διαφοροποίηση της έννοιας της «εξουσίας» όπως αυτή προσδιορίζεται από τη κάθε θέση (εξουσίας).

Έτσι, π.χ., η «εξουσία» ενός πρωθυπουργού, έχει ένα διαφορετικό περιεχόμενο και μια διαφορετική αποστολή από την «εξουσία» ενός υπουργού, κι αυτή με τη σειρά του διαφοροποιείται από την «εξουσία» ενός διοικητή μιας δημόσιας επιχείρησης, κι αυτή με τη σειρά της διαφοροποιείται από την εξουσία των διευθυντών που αποτελούν την τεχνοδομή, την τεχνοκρατία της κάθε δημόσιας υπηρεσίας ή δημόσιου οργανισμού. Είναι άλλο το εύρος της κάθε εξουσίας, άλλη η δύναμη και η επιρροή που ενσωματώνει η κάθε μια, και το κυριότερο, άλλη η αποστολή και συνεπώς οι αντικειμενικοί σκοποί και οι στόχοι.

Στην περίπτωση της δημόσιας διοίκησης και ιδίως της κρατικής διοίκησης, θα πρέπει να διακρίνουμε το έντονα πολιτικό στοιχείο που υπάρχει και πρέπει να υπάρχει, διότι διαφορετικά, δεν θα μιλάγαμε για μια απολίτικες κυβερνήσεις, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται, και συνεπάγεται πολλά πράγματι.

Έτσι, αυτό που ψάχνουμε να βρούμε είναι όχι απλά «ηγέτες», μα «πολιτικούς ηγέτες», που θα τεθούν επικεφαλής των ανώτατων δημόσιων θέσεων. Στις θέσεις αυτές, το στοιχείο του «πολιτικού» είναι το μοναδικό, πέραν βεβαίως του αυτονόητου ηθικού στοιχείου που πρέπει να χαρακτηρίζει όχι απλά τον κάθε ηγέτη μα τον κάθε άνθρωπο.

Φαίνεται αυτονόητο το είναι «πολιτικός ηγέτης», μα όταν αναφερόμαστε σε ζητήματα πρακτικά και όχι θεωρητικά, δεν είναι καθόλου αυτονόητο, και αυτό φάνηκε καθαρά στις κυβερνήσεις Σημίτη και Καραμανλή. Στη κυβέρνηση Σημίτη υπήρξε μια τεράστια σύγχυση γύρω απ’ αυτό το ζήτημα ταυτίζοντας στην ουσία την έννοια του «πολιτικού ηγέτη» με την έννοια του «τεχνοκρατικώς καταρτισμένου» προσώπου, πράγμα που οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου κατάληψη πολιτικών θέσεων από τεχνοκράτες, ενώ στη κυβέρνηση Καραμανλή το φαινόμενο συνεχίστηκε, με την πρόσθετη εδώ σύγχυση που εστιάζεται στο γεγονός, ότι υπήρξε μια επάνοδος διαλυτικών παλαιών κομματικών στελεχών που πράγματι οδήγησαν σε απογοήτευση ακόμα και μεγάλο τμήμα των ίδιων των νεοδημοκρατών που και οι ίδιοι ονειρεύονταν ένα κόμμα διαφορετικό από εκείνο του παρελθόντος.

Θα μείνουμε ιδίως, στο ζήτημα της διάκρισης «πολιτικής» και «τεχνοκρατικής» ηγεσίας. Μια λοιπόν άμεση και πρώτη επισήμανση που πρέπει να κάνουμε, είναι πως όχι μόνο δεν είναι το ίδιο πράγμα, μα και έχουν εν πολλοίς διαφορετική αποστολή. Συνεπώς, ο «πολιτικός», δεν ταυτίζεται κατ’ ανάγκη με τον «τεχνοκράτη», ενώ ο «πολιτικός ηγέτης» δεν πρέπει να δρα και κυρίως να λαμβάνει αποφάσεις ως «τεχνοκράτης» ακόμα κι αν ο ίδιος είναι τεχνοκράτης. Ο πολιτικός ηγέτης έχει αποστολή να δώσει τη γενική πολιτική κατεύθυνση, που αντικατοπτρίζει μια δεδομένη πολιτική δέσμευση που έχει αναληφθεί απέναντι στη κοινωνία και για την οποία υπάρχει μια ανάλογη δέσμευση, μια πολιτική δέσμευση. Ο τεχνοκράτης, που είναι μέλος της κρατικής ή δημόσιας γενικότερα τεχνοδομής, γραφειοκρατίας, θα κληθεί να συγκεκριμενοποιήσει τούτη τη γενική κατεύθυνση μέσα από εξειδικευμένες πολιτικές, που θα τις θέσει υπόψη του πολιτικού του προϊσταμένου, που θα δώσει και τη τελική του έγκριση. Δεν είναι ο τεχνοκράτης που θα προσδιορίσει το πλαίσιο των «εφικτών» λύσεων, είναι ο πολιτικός που θα πει στον τεχνοκράτη τι περιμένει απ’ αυτόν. Δεν θα καθορίσει π.χ. ο τεχνοκράτης το τι είναι ή δεν είναι «δίκαιο φορολογικό σύστημα», (μπορεί βεβαίως να πει τη γνώμη του, μα είναι άλλο πράγμα αυτό), είναι ο πολιτικός που θα θέσει τον ορισμό του «δίκαιου» φορολογικού συστήματος και θα καλέσει τον τεχνοκράτη να κινηθεί εντός του πλαισίου που του θέτει. Δεν θα καθορίσει ο τεχνοκράτης το πώς πρέπει να καθορίζονται και προς όφελος ποιών οι κρατικές προμήθειες, μα αντιθέτως είναι ο πολιτικός που θα καθορίσει τα γενικά πλαίσια του ζητήματος εντός του οποίου υποχρεωτικά ο τεχνοκράτης θα πρέπει να κινηθεί μέσα στα όρια της δικής του αρμοδιότητας.

Η βασική διαφορά μεταξύ ενός πολιτικού και ενός τεχνοκράτη είναι ότι ο πολιτικός που ασκεί κυβερνητική ή δημόσια γενικότερα εξουσία έχει τη δεδηλωμένη, οι αποφάσεις του κατ’ ουσίαν έχουν τύχει της προέγκρισης του λαού μέσα από τη διαδικασία των εκλογών, και επίσης λογοδοτεί στο λαό. Αντίθετα, ο τεχνοκράτης δεν έχει καμία τέτοια δεδηλωμένη και δεν λογοδοτεί παρά σε επίσης τεχνοκράτες μέλη της κρατικής γραφειοκρατίας. Η διαφορά είναι τεράστια. Αυτός δε είναι και ο βασικός λόγος που είμαι κάθετα αντίθετος σε κάθε ιδέα συμμετοχής σε κυβερνητικούς θώκους τεχνοκρατών που δεν λογοδοτούν στο λαό. Ούτε αρκεί να λογοδοτεί «αντ’ αυτών» ο πρωθυπουργός, διότι αυτό δεν λύνει το πρόβλημα. Άλλωστε, ένα κυβερνητικό πρόγραμμα, ήδη από την προεκλογική περίοδο έχει εκτεθεί σε δημόσια κριτική, κι εδώ περιλαμβάνεται και η τεχνοκρατική κριτική, ώστε οι τεχνοκράτες που καλούνται να το εφαρμόσουν όταν το κόμμα που θα κερδίσει τις εκλογές έρθει στην εξουσία, δεν καλούνται να το «ξαναεγκρίνουν» έστω από τη τεχνοκρατική του πλευρά, μα να το εφαρμόσουν.

Αυτή η επέλαση των τεχνοκρατών στο κρατικό και δημόσιο μηχανισμό σε ανώτατες και ανώτερες κρατικές και δημόσιες θέσεις, νομίζω ότι υπήρξε ορατή και έλαβε μεγάλες διαστάσεις κύρια από τη δεκαετία του ’90 ίσαμε σήμερα. Δεν έχω βέβαια τίποτα με τους τεχνοκράτες που εντάσσονται στο δημόσιο payroll, εκτός αν πριν αναλάβoυν κρατικά ή δημόσια οφίτσια απέδειξαν την ικανότητά τους στον «πραγματικό κόσμο» προηγούμενα στον ιδιωτικό τομέα –πολύ δε περισσότερο αυτό αφορά εκείνους που ελεεινολογούν εναντίον του «κακού» κρατικού τομέα και εξυμνούν τις δυνατότητες του ιδιωτικού τομέα, τα κριτήρια λειτουργίας του οποίου εισηγούνται να εφαρμόζονται και στον δημόσιο τομέα, ως εκ περισσού βέβαια, διότι οι βασικές αρχές και κυρίως η φιλοσοφία μάνατζμεντ είναι κοινά κι εδώ κι εκεί. Αυτή η απρογραμμάτιστη και χωρίς διακριτούς ρόλους διείσδυση των τεχνοκρατών στους μηχανισμούς λήψεως αμιγώς πολιτικών αποφάσεων, είχε σαν αποτέλεσμα να αλλοιωθεί η πολιτική βούληση, κύρια μέσα από τη σύγχυση για την αποστολή της κάθε πλευράς (πολιτικοί – τεχνοκράτες) και να οδηγήσει σε αναποτελεσματικές προσεγγίσεις και αντιμετωπίσεις των προβλημάτων, που συχνά έφταναν και στα όρια της επιδεικτικής αγνόησης της κοινωνικής ευαισθησίας απέναντι σε διάφορα θέματα.

Ήταν λοιπόν ο ανθρώπινος παράγοντας στο επίπεδο της κρατικής και δημόσιας εξουσίας που ουσιαστικά αγνοήθηκε στις προηγούμενες κυβερνήσεις και που οδήγησε πέρα από τις εκλογικές τους ήττες, στην απαξίωση του πολιτικού συστήματος, στη διάσταση μεταξύ πολίτη και πολιτικών ηγεσιών. Αυτός ο ανθρώπινος παράγοντας δεν δικαίωσε τις προσδοκίες της κοινωνίας για ένα δημόσιο ήθος και ύφος συμβατό προς τις καθιερωμένες κοινωνικές αξίες. Αυτός ο ανθρώπινος παράγοντας, όχι συχνά, προκάλεσε ανοιχτά και επανειλημμένα αυτές τις καθιερωμένες κοινωνικές αξίες. Κι αυτό είναι κάτι πολύ περισσότερο από κάποια εκλογική νίκη ή ήττα.

Δεν ξέρω η επόμενη κυβέρνηση που θα προκύψει από τις κάλπες της 4ης Οκτωβρίου πώς θα χειριστεί το ζήτημα αυτό. Με δεδομένο –με βάση όλες τις ενδείξεις- ότι η επόμενη κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, εκτιμώ, ότι λίγα πράγματα μπορώ να περιμένω –ελπίζω δε να διαψευστώ. Δεν αμφισβητώ τις καλές προθέσεις –όπως δεν αμφισβητούσα τις καλές προθέσεις του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή, στην αρχή της θητείας τους. Όμως, δεν αρκούν οι προθέσεις, και θα προσθέσω ακόμα δεν αρκεί και η θέληση : χρειάζεται και η ικανότητα. Κι εδώ ο «πόλεμος», αυτό με το οποίο πρέπει να πολεμήσεις, δεν είναι κάτι το απτό, όπως π.χ. οικονομικά ή στατιστικά μεγέθη. Εδώ πρέπει να έρθεις αντιμέτωπος με τρόπους συμπεριφοράς, με αντιλήψεις, με ατομικές κουλτούρες. Πώς λοιπόν θα συγκροτήσεις ένα «λειτουργικό», ένα αξιόπιστο όραμα και ποιες στρατηγικές και τακτικές θα εφαρμόσεις ώστε πριν διαχυθεί το όραμα αυτό στο λαό, να διαχυθεί προηγούμενα στην πολιτική ηγετική ομάδα τόσο στη κρατική όσο και στη γενικότερη δημόσια διοίκηση; Η διακήρυξη «θα συγκρουστώ» με τα συμφέροντα και αυτό το «με κάθε κόστος» κατάντησαν πλέον ανέξοδοι ηρωισμοί. Χρειάζονται εδώ ξεκάθαρες πρωτοβουλίες, τόσο ξεκάθαρες, όσο ξεκάθαρα είναι τα χαράτσια που επιβάλλονται στο λαό…