Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΕΝΟΣ «ΚΑΤΗΓΟΡΩ»…

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«Ωραίος κόσμος πράγματι! Ποιος είναι τόσο βλάκας που να μη βλέπει ετούτη την χειροπιαστήν απάτη; Κι όμως ποιος έχει τόση τόλμη να μην κάνει πως δεν τη βλέπει;» (Shakespeare, William : Ο Βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ΄, εκδ. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1997, σελ. 103)
Στον κυριακάτικο Τύπο της 25/10/09 υπήρχε ειδική αναφορά στο «κατηγορώ» του κ. Ζαν-Κλοντ Τρισέ, του Ευρωπαίου μας Κεντρικού Τραπεζίτη, εξαιτίας της αναξιοπιστίας των στοιχείων που οι ελληνικές κυβερνήσεις υποβάλλουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και εν προκειμένω η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν η «διαπίστωση» ότι το έλλειμμα δεν είναι 6% ή 75 μα 12% και πιθανώς 13% ή 14%.

Λοιπόν ας το θέσω εξ αρχής το πώς έχει το θέμα : θεωρώ την «οργή» του κ. Τρισέ κενή ουσίας. Ο κ. Τρισέ δεν πείθει –και πάντως δεν με πείθει- ότι δεν γνώριζε το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος, ή ότι, όπερ το αυτό, δεν γνώριζε το βαθμό αξιοπιστίας των στοιχείων ώστε εκείθεν να οδηγηθεί στα συμπεράσματα που θεωρεί ωφέλημα για το ίδρυμα που προΐσταται. Και στη θέση μου αυτή άγομαι από το γεγονός, ότι η Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα δεν στερείται των ικανών εκείνων τεχνοκρατών που τουλάχιστον σ’ αυτό, δηλαδή στην ανάλυση των αριθμών, πράγματι δρέπουν δάφνες. Διότι αν ούτε σ’ αυτό είναι ικανοί, τότε, ο κ. Τρισέ καλά θα έκανε να ήταν οργισμένος κατά των τεχνοκρατών της Τράπεζάς του διότι αποδείχτηκαν ανίκανοι να ανακαλύψουν την αλήθεια. Και καλά θα έκανε να ήταν εξίσου οργισμένος και κατά του Έλληνα ομολόγου του, διότι ουδόλως εδώ έχουμε πεισθεί ότι η σχετική περί το ύψος του ελλείμματος διάγνωση –και ακολούθως πληροφόρηση- δεν ήταν γνωστή πριν τις 4 Οκτωβρίου, δηλαδή πριν τις εκλογές. Μάλιστα δε, ακριβώς διότι μιλάμε για μεγάλη απόκλιση, δεν δικαιολογεί την άγνοια, εκτός αν πρόκειται για βαριά αμέλεια (ή ανικανότητα) εκείνων των αναλυτών ώστε να τους διαφύγει ένα δεινόσαυρος ως εάν επρόκειτο για ένα μικρό ποντίκι!

Ο κ. Τρισέ θα μπορούσε ίσως να μας πληροφορήσει, και θα το αποδεχτώ με ανακούφιση, ότι στην Ευρώπη –και στην Κεντρική Ευρωπαϊκή Τράπεζα- δέχονται ό,τι τους ........
σερβίρουν από άποψη στοιχείων –δηλαδή ουδόλως ελέγχεται η αξιοπιστία τους. Σ’ αυτή τη περίπτωση δίκαιη η αγανάκτησή του, αλλά ας υποβάλλω εδώ μια πρόταση ως φορολογούμενος Έλληνας –και Ευρωπαίος- πολίτης : αφού οι τεχνοκράτες εκεί πέρα απλά είναι συλλέκτες πληροφόρησης, ας ψάξουν να βρουν άλλη δουλειά να κάνουν, διότι μπορεί τα στοιχεία αυτά να «εισάγονται» σε μια βάση δεδομένων ηλεκτρονικά και εκείθεν μέσω ενός «έξυπνου λογισμικού» να αναλύονται περαιτέρω –και μάλιστα πολύ πιο αξιόπιστα από τεχνικής απόψεως. Έτσι, πρώτον θα έχουμε μια εξοικονόμηση πολύτιμων χρημάτων, και δεύτερον, είναι ευκαιρία να νοιώσουν στη πράξη τα ευεργετικά αποτελέσματα της ανεργίας στην εν γένει κερδοφορία του σύγχρονου θεού του νεοφιλελεύθερου συστήματος : του κερδώου Ερμή.

Βέβαια, δεν πρέπει να μας ξεφεύγει και μια λεπτομέρεια. Ότι ίσως, όπως πάλι αναφέρεται στα ρεπορτάζ του Τύπου, η αναφορά του Έλληνα πρωθυπουργού «στο διεθνές οικονομικό κατεστημένο που συγκεντρώνει εξουσία και θέλει να ορίζει τους όρους του παιχνιδιού» να διεγείρει ίσως τα «αντανακλαστικά» αυτού του –μη κατονομαζόμενου- «κατεστημένου» και όσων αισθάνονται ότι αποτελούν αυτό το κατεστημένο ή υποστηρικτές του, που είναι μάλλον αναμενόμενο να είναι λιγότερο ανεκτικό απέναντι στους αμφισβητίες του, είτε θεωρεί αυτές τις αμφισβητήσεις ουσιαστικές είτε θεωρούν ότι γίνονται για εσωτερική κατανάλωση.

Επιπλέον οι τραπεζίτες ενοχοποιούνται ως οι κύριοι υπεύθυνοι για την τρέχουσα παγκόσμια κρίση. Και δεν ενοχοποιούνται άδικα. Ενοχοποιούνται περαιτέρω για έλλειψη κοινωνικής ευαισθησίας και μάλιστα σε μια εποχή που θα έπρεπε να «πατάνε όσο η γάτα». Όταν οι τραπεζίτες κάνουν μαθήματα δεοντολογίας σε τρίτους, όσο δίκιο κι αν έχουν, εν τούτοις δεν έχουν την ηθική και κοινωνική νομιμοποίηση να το κάνουν τουλάχιστον δημόσια. Είναι ένας καυγάς μεταξύ εταίρων που βαρύνονται εξίσου με παρόμοιους βαθμούς αναξιοπιστίας.

Είναι αυτονόητο, ότι μπορεί μεν οι σκέψεις που εδώ παρατίθενται να γίνονται με αφορμή την οργή του κ. Τρισέ, όμως, για το ίδιο θέμα, ας μη ξεχνάμε, οργή και δυσπιστία εισπράττουμε και από άλλους κοινοτικούς αρμόδιους, όπως πρόσφατα οι κύριοι Αλμούνια και Γιούκγερ, πάλι για το ίδιο θέμα. «The game is over» είναι το μήνυμα που μας στέλνουν όλοι. Όμως, μην ανησυχείτε. Το παιχνίδι εδώ είναι η πεμπτουσία του συστήματος. Όπως το θέτει ο Χάιντεγκερ, «Τα ερωτήματα με το γιατί και οι απαντήσεις με το διότι είναι ξεπερασμένα μέσα και από το παιχνίδι, θεμελιωμένα και κατεστραμμένα μέσα σ’ αυτό. Το «διότι» πνίγεται μέσα στο παιχνίδι. Το παιχνίδι είναι χωρίς «γιατί». Παίζει όσο παίζει. Μόνο το παιχνίδι παραμένει...» (Κώστας Αξελός : Προς την Πλανητική Σκέψη, 2η έκδοση, Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, σελ. 27) και όπως σημειώνει ο Αξελός «...Το «Παιχνίδι» δεν είναι σλόγκαν. Αφού το έχετε ανακαλύψει δεν είναι κατόρθωμα να το βρείτε, στο εξής η δυσκολία συνίσταται στο να το χάσετε. Σ’ αυτό χτίζονται και γκρεμίζονται τα πάντα...» (Κώστας Αξελός : ό.π., Αθήνα, σελ. 28) Όπως είναι αληθές ότι «Σε μια επιχείρηση που συνεχίζει τις δραστηριότητές της, το παιχνίδι του ανταγωνισμού οφείλει να παίζεται με μακροχρόνιους, όχι βραχυπρόθεσμους όρους» (Arthur A. Thompson, Jr., and A. J. Strickland III : Strategic Management, Concepts and Cases, 10nth ed., Irwin/McGraw-Hill, σελ. 208), έτσι και το σύστημα στο σύνολό του, ενδιαφέρεται για τις μακροχρόνιες εξελίξεις του παιχνιδιού του και όχι τόσο για επεισόδια που λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια τρεχουσών συγκυριών, αρκεί βέβαια να μην είναι θανατηφόρα!

Η αξιοπιστία, δεν επιβάλλεται, δε διατάσσεται. Κερδίζεται. Όπως κερδίζεται και δεν διατάσσεται ο σεβασμός, και άλλες αξίες.