Περί παγκοσμιοποίησης

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Πολλοί πιστεύουν ότι ο πιο σημαντικός λόγος που κάνει την αύξηση της παραγωγικότητας τόσο σημαντική για την αμερικανική οικονομία, είναι η ανταγωνιστικότητά της μέσα στην παγκόσμια οικονομία. Πρόκειται για παρεξήγηση : η παραγωγικότητα δεν είναι πιο σημαντική (ούτε λιγότερο σημαντική) σε μια οικονομία που είναι ανοιχτή στο διεθνές εμπόριο απ' ό,τι σε μια κλειστή οικονομία. Για να δούμε το γιατί, ας κάνουμε ένα διανοητικό πείραμα. Ας υποθέσουμε πρώτα ότι ζούμε σ΄έναν κόσμο όπου η παραγωγικότητα αυξάνει σε όλες τις χώρες -μαζί και στις ΗΠΑ- με ρυθμό 1% το χρόνο. Ποια θα ήταν η τάση του βιοτικού μας επιπέδου; Οι περισσότεροι δεν θα δυσκολεύονταν να συμφωνήσουν ότι το βιοτικό επίπεδο θα σημείωνε 1% αύξηση σε όλες τις χώρες. Ας υποθέσουμε τώρα ότι η παραγωγικότητα αυξάνεται στον υπόλοιπο κόσμο κατά 3%, ενώ στις ΗΠΑ παραμένει στο 1%. Ποια θα είναι τώρα η τάση του βιοτικού επιπέδου μας; Πολλοί θα απαντήσουν αυτόματα ότι το βιοτικό μας επίπεδο θα μείνει στάσιμο, ή και θα σημειώσει πτώση, επειδή δεν θα είμαστε ανταγωνιστικοί. Όμως δεν έχουν δίκιο. Η σωστή απάντηση είναι ότι πραγματικό εισόδημα των Αμερικανών και πάλι θα αυξηθεί περίπου 1% το χρόνο. Με άλλα λόγια, γιατί θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει η αύξηση της παραγωγικότητας στο εξωτερικό; Μας ενδιαφέρει μόνο στο μέτρο που επηρεάζει την ποσότητα εισαγομένων αγαθών που λαμβάνουμε ανά μονάδα αγαθών που εξάγουμε, δηλαδή την τιμή των εξαγωγών μας έναντι της τιμής των εισαγωγών μας (πρόκειται για αυτό που είναι γνωστό ως όροι εμπορίου μας)… Τότε, όμως, τι σημαίνει όταν ο κόσμος κάνει λόγο για την «ανταγωνιστικότητα» των ΗΠΑ; Δυστυχώς, η απάντηση είναι συνήθως ότι δεν ξέρουν τι είναι αυτό για το οποίο μιλούν.

Paul Krugman : Η Εποχή των Μειωμένων Προσδοκιών, εκδ. Πόλις, σελ. 42

Μεγάλη βαβούρα επικρατεί σήμερα στο καφενέ του Σώτου. Όλοι οι θαμώνες χωρίστηκαν στα τρία.

Μια ομάδα τα χαρτόμουτρα στα δυο μεγάλα τραπέζια με τη πράσινη τσόχα.

Μια άλλη ομάδα που ............
έπιναν το καφέ τους χωρίς να λένε τίποτα απλά παρατηρώντας τα όσα διαδραματίζονται εντός του καφενείου.

Μια τρίτη ομάδα, εκεί όπου γινόταν και η μεγαλύτερη βαβούρα, όπου αναπτύσσονταν το θέμα «η παγκοσμιοποίησης». Τη στιγμή αυτή, μιλάγανε όλοι μαζί, σαν τους δημοσιογράφους και τους πολιτικούς στη τηλεόραση, κι αυτό που άκουγες ήταν κάτι ξεκάρφωτες λέξεις ή προτάσεις, όσες δηλαδή κατόρθωναν να καπακώνουν τις άλλες σε ένταση, και που δεν καταλάβαινες, ούτε σε ποιόν απευθύνονταν, ούτε γιατί λέγονταν.

- Ίσα ρε από δω που ξέρεις εσύ!

- Εγώ ρε δε ξέρω; Και ξέρεις εσύ;

- Ρε τέρμα αυτά που ξέρατε! Μη χάβετε μύγες!

- Είστε τελειωμένοι ρε, πάνε αυτά πέθαναν…

- Η παγκοσμιοποίηση θα μας πεθάνει.

- Η παγκοσμιοποίηση θα λύσει τα προβλήματά μας

Ο Λεωνίδας σηκώθηκε όρθιος, άπλωσε τα χέρια του σαν το Χριστό πάνω στο Σταυρό, έβγαλε και μια αγριοφωνάρα που ακούστηκε σ’ όλο το καφενείο.

- Ρε σεις ντροπή! Ντροπή ρε! Τι είναι αυτό; Μιλάμε τώρα ή…, άντε να μη το πω τώρα.

Σιωπή στην ομήγυρη. Κάτι μουρμούρες μεταξύ διαφόρων.

- Έχει δίκιο ο Λεωνίδας ρε παιδιά, έκανε ο Θεόφιλος. Συζητάμε τώρα;

- Δεν βλέπεις τι λέει ο Θύμιος εκεί, διαμαρτυρήθηκε ο Βλάσης.

- Ναι, ενώ συ λες σοφίες, ήρθε η απάντηση του Θύμιου απ’ το βάθος.

- Ηρεμία ρε παιδιά, ξαναείπε ο Λεωνίδας. Ηρεμία. Εντάξει, είπε ο Θύμιος κάτι, είπε ο Βλάσης, είπα εγώ, είπε ο Θεόφιλος, είπε ο Μήτσος, τι δηλαδή; Πρέπει να φάει ο ένας τον άλλο; Τη γνώμη μας λέμε.

- Έχει δίκιο ο Λεωνίδας, συμφώνησε ο Άρης.

- Λοιπόν, για να πω τη γνώμη μου, είπε ήρεμα ο Θύμιος, εγώ λέω ότι η παγκοσμιοποίηση είναι μια μεγάλη απάτη.

- Κι εγώ λέω ότι είναι ένα βήμα για ένα καλύτερο αύριο. Δεν έχω το δικαίωμα να το λέω; Απαντά ο Βλάσης.

- Έχεις ρε Βλάση, τούπε ο Θύμιος. Όλοι μας έχουμε το δικαίωμα να λέμε τη γνώμη μας. Αλλά, όχι παλαβομάρες.

- Παλαβομάρες λές εσύ, επέμενε ο Βλάσης. Διότι ρε κορόιδο της τράπουλας, ανοίγουν τα σύνορα του κόσμου, διότι δεν είναι λίγο πράγμα, που σήμερα ας πούμε μπορώ να πάω στη Γαλλία σα να πάω στη Πελοπόννησο, χωρίς να μ’ εμποδίζουν σύνορα και τέτοια.

- Και δεν μου λες ρε Βλάση. Του λέει ο Θύμιος. Πόσες φορές πήγες στη Γαλλία;

- Τι σχέση έχει αυτό; Καμία. Και λοιπόν; Όμως αν θέλω να πάω μ’ εμποδίζει κανείς;

- Και πριν όταν ήταν τα σύνορα, μπαίνει στη κουβέντα η Μήτσος, ποιος σ’ εμπόδιζε ρε Βλάση;

- Δεν είναι το ίδιο, επιμένει ο Βλάσης.

- Το πρόβλημα Βλάση, του λέει ο Λεωνίδας, δεν ήταν τα σύνορα και τα διαβατήρια. Το πρόβλημα είναι αν έχεις λεφτά να πας εκεί. Και τότε, όταν υπήρχαν τα σύνορα, όσοι είχαν λεφτά δεν πήγαιναν όπου ήθελαν;

- Τα απλουστεύετε, ρε παιδιά το ζήτημα, διαπιστώνει ο Γιάννης.

- Δηλαδή; Ρωτάει ο Θεόφιλος.

- Να, πιαστήκατε τώρα από ένα παράδειγμα του Βλάση, που μπορεί να μην είναι και το καλύτερο…

- Γιατί ρε Γιάννη, δεν είναι σπουδαίο κι αυτό που είπα; Διαμαρτύρεται ο Βλάσης.

- Είναι Βλάση μου, άσε όμως να πω αυτό που θέλω.

- Λέγε Γιάννη, του κάνει ο Λεωνίδας.

- Εγώ όμως λέω, συνεχίζει ο Γιάννης, ότι είναι μεγάλο πράγμα που η οικονομία ανοίγει. Εδώ είναι τα πραγματικά οφέλη. Γιατί τα προϊόντα θα μπορούν να ταξιδεύουν σ’ όλο τον κόσμο χωρίς περιορισμούς. Και επομένως ο ανταγωνισμός θα μας ωφελήσει εμάς τους μικρούς.

- Γιάννη νομίζεις ότι λες κάτι διαφορετικό απ’ αυτό που είπε ο Βλάσης; Τον ρώτησε ο Άρης.

- Πώς, το ίδιο πράγμα είναι οι εκδρομές με την οικονομία;

- Το ίδιο κι απαράλλαχτο.

- Δηλαδή;

- Τι δηλαδή;

- Ρωτάω επέμενε ο Γιάννης. Το ίδιο είναι;

- Ρε Γιάννη, λέει ο Άρης, τι σύνταξη έχεις το μήνα;

- 640 καθαρά.

- Να τα χαίρεσαι. Κι εγώ που δουλεύω ακόμα, κι έχω 34 χρόνια στη φάμπρικα, βγάζω 1250 το μήνα, κι ο Λεωνίδας με τη βιοτεχνία που έχει μπορεί να βγάζει και 2000 ή 2500 το μήνα, καταλαβαίνεις γιατί πράγμα μιλάμε;

- Γιατί; Ρωτά ο Γιάννης.

- Για το ότι, όπως αυτά που βγάζουμε δεν μας επιτρέπουν ούτε στη Χαλκίδα να πάμε ημερήσια εκδρομή με το οτομοτρίς, έτσι δεν μας φτάνουν και ν’ αγοράσουμε ούτε τα πιο φτηνά από τα πιο φτηνά. Για ποια προϊόντα μου τσαμπουνάς; Αυτού είναι το πρόβλημα, ή το ότι δεν υπάρχει σεντς στο πορτοφόλι για να πάρω ένα δεύτερο γιαούρτι;

- Δεν είναι έτσι. Τα ισοπεδώνεις, επέμενε ο Γιάννης.

- Ναι ρε, συμφώνησε κι ο Βλάσης. Τα ισοπεδώνεις ρε Άρη. Με τον ανταγωνισμό…

- Τι ξέρεις από ανταγωνισμό Βλάση μου; Ρώτησε ο Λεωνίδας. Ρώτα εμένα να σου πω που είμαι και μέσα στην αγορά.

- Ε ναι σε ρωτάω. Δεν βλέπεις ότι η αγορά λειτουργεί;

- Ποια αγορά; Η αγορά των μεγαθηρίων. Γιατί εμάς τους μικρούς και μεσαίους, αν τα πράγματα πάνε κατά πως τα εύχεσαι με την παγκοσμιοποίηση, σε λίγο θα μας κλαίνε κι οι ρέγκες αδερφέ μου και μαζί με μας και σας.

- Το σχέδιο είναι καλά οργανωμένο. Επενέβη ο Θεόφιλος. Η μέθοδος του σαλαμιού. Λίγο-λίγο τρώνε ό,τι ακόμα το έχουν οι μικροί και σε λίγο, αν τα πράγματα πάνε έτσι, δεν θα υπάρχουν παρά 10-20 μεγάλες αλυσίδες σ’ όλους τους κλάδους, και τότε, αριβεντέρτσι Ρόμα. Τότε θα δείτε τι σημαίνει παγκοσμιοποίηση, και τι σημαίνουν χαμηλές τιμές, που θα υπάρχουν μόνο μονοπώλια και θα τις πάνε όπου θα θέλουν.

- Πολύ τραγικά ρε Θεόφιλε τα παρουσιάζεις, είπε ο Βλάσης.

- Η παγκοσμιοποίηση Βλάση, αν δεν το κατάλαβες, είναι κάτι που ωφελεί την Αμερική και μερικές ακόμα μεγάλες και ισχυρές οικονομίες, και πάλι, όχι τους λαούς τους.

- Α, η Αμερική πάλι!

- Ναι ρε Βλάση! Η Αμερική πάλι! Αφού μόνο αυτή σήμερα κουμαντάρει τον πλανήτη τι να σου πω δηλαδή; Ότι για το Ιράκ, το Αφγανιστάν, το Ιράν, φταίει η Μολδαβία; Αν ήταν η Μολδαβία η υπερδύναμη, θάλεγα η Μολδαβία. Τώρα όμως η Αμερική ελέγχει τη παγκόσμια οικονομία, και μαζί μ’ αυτή και τη δική σου τσέπη, και τη δική μου, και του Γιάννη και ολονών μας.

- Δηλαδή εμείς άφταιγοι; Οι ξένοι πάλι είναι οι κακοί; Λέει ο Βλάσης.

- Δεν λέω αυτό.

- Αυτό λες.

- Λέω ότι πρέπει να ξέρουμε τι ο καθένας μπορεί να επηρεάζει και τι όχι, και ότι εμείς, ό,τι κι αν κάνουμε λίγα πράγματα μπορούμε να επηρεάσουμε απ’ τα παγκόσμια πράγματα, και πως ακόμα και στις αποφάσεις που παίρνουμε για μας τους ίδιους, σε πολλές περιπτώσεις επηρεάζονται από μεγάλα ντόπια και ξένα συμφέροντα.

- Α, μάλιστα το πράγμα γύρισε στο ιδεολογικό τώρα, είπε ο Γιάννης.

- Γιατί, εσύ έχεις την εντύπωση, του είπε ο Άρης, ότι η παγκοσμιοποίηση δεν εξυπηρετεί μια συγκεκριμένη ιδεολογία;

- Ακριβώς!

- Κι εγώ σου λέω, ότι απ’ όλα όσα συζητήσαμε ίσαμε τώρα, δεν συζητήσαμε το πιο σοβαρό.

- Ποιο δηλαδή; Ρώτησε ο Βλάσης.

- Πως περισσότερο κι απ’ την οικονομία, αυτό που η παγκοσμιοποίηση επιδιώκει, αλλά χωρίς να φαίνεται, είναι να κυριαρχήσει πολιτισμικά.

- Και συ να πούμε, αυτό το μυστικό σχέδιο το βλέπεις, του λέει ειρωνικά ο Γιάννης.

- Κορόιδευε εσύ, κορόιδευε, αλλά κάποια μέρα θα δεις ότι έχω δίκιο. Δεν βλέπεις ας πούμε εδώ στην Ελλάδα τι γίνεται;

- Τι γίνεται;

- Αρχίζει κι ενοχλεί ό,τι είναι ελληνικό. Η κυρά-Δύση, καλεί συχνά πυκνά την Ελλάδα να σοβαρευτεί. Να πίνουμε το τσάι στις 5 το απόγευμα, να μη τρώμε τα παϊδάκια με τα χέρια μα να χρησιμοποιούμε μαχαιροπήρουνα, να μη γελάμε τρανταχτά, να μη τρώμε κοκορέτσι, να μιλάμε πιο πολύ αγγλικά, να μη είμαστε τόσο ανατολίτες, να μην, να μην. Εδώ ρε σε διαγωνισμούς του ΑΣΕΠ, για υπαλλήλους που ποτέ δεν πρόκειται να τους χρειαστεί πάνω στη δουλειά τους η αγγλική γλώσσα, τη βάζουν σαν υποχρεωτικό προσόν. Δε σου λέει κάτι αυτό; Δεν απαντάς ε; (Ο Γιάννης δεν απάντησε) Λοιπόν, η Ελλάδα, ευτυχώς Γιάννη, είναι ένα παιδί που αρνείται να γεράσει πρόωρα, είναι ένα αλάνι που δεν αισθάνεται άνετα στα «καθώς πρέπει» σαλόνια. Κι όχι μόνο η Ελλάδα, μα κι άλλοι λαοί.

- Ναι θα σου κακόπεφτε αν είχες και συ τέτοια σαλόνια.

- Δηλαδή, λέει ο Βλάσης, αν σου δίνανε ένα σπίτι στην Εκάλη, θα έλεγες όχι ευχαριστώ δεν το θέλω, προτιμώ το δυάρι μου στο Περιστέρι;

- Όσα δεν φτάνει η αλεπού…, είπε ο Γιάννης.

- Πάντως, είπε ο Λεωνίδας, η παγκοσμιοποίηση δεν πασχίζει να μας κάνει Ελβετία. Πασχίζει να μας κάνει αυτό που διαφημίζει.

- Και τι είναι αυτό; ρωτά ο Βλάσης.

- Δεν το βλέπεις; Δεν βλέπεις που συνέχεια εκθειάζουν το ότι εκεί στην Ασία και σε άλλα κράτη οι άνθρωποι δουλεύουν για μεροκάματα που εμείς εδώ στην Ελλάδα τα είχαμε πριν πενήντα και βάλε χρόνια; Ξέρεις γιατί εκθειάζουν εκείνα τα μεροκάματα;

Ο Βλάσης, τον οποίο ρώτησε ο Λεωνίδας δεν απάντησε.

- Λοιπόν να στο πω εγώ. Διότι εκεί θέλουν να σε πάνε. Τις γραμμές που χαράζουν για να κινηθεί το τρένο της παγκοσμιοποίησης δε σε οδηγεί στον Ελβετία, σε οδηγεί προς την Ανατολή. Τα 1000 ευρώ που παίρνεις, πόσο μάλλον τα 1500 ή τα 2000, ξέρεις τι λένε; Ότι είναι πάρα πολλά και ρωτάνε πώς θα ανταγωνιστούν οι εδώ επιχειρήσεις τα κινέζικα ή κορεάτικα προϊόντα με τα φτηνά μεροκάματα.

- Γιατί ψέματα είναι; Επέμενε ο Βλάσης.

- Και δεν μου λες βρε Βλάση, γιατί οι Ολλανδοί, η οι Βέλγοι που έχουν κι αυτοί ευρώ, μπορούν και είναι παγκόσμια ανταγωνιστικοί με διπλά και τρίδιπλα μεροκάματα;

- Άρα, τι λες; ρωτά ο Βλάσης.

- Άρα, λέω, κάτι στραβό υπάρχει εδώ. Δεν μπορεί άλλοι με δυο και τρεις φορές πάνω τους μισθούς να έχουν δυο και τρεις φορές κάτω τις τιμές. Άρα, λέω, αλλού είναι το πρόβλημα, κι όχι στα μεροκάματα. Άρα λέω τώρα εγώ, εδώ δεν βλέπω καμία οικονομία της αγοράς, κανένα ανταγωνισμό. Αυτό λέγεται η οικονομία της ασυδοσίας. Άρα, αλλού είναι το πρόβλημα.

- Πού δηλαδή; λέει ο Βλάσης.

- Εσύ πού λες; πάει το μυαλό σου πουθενά;

- Πουθενά… Να, λένε η χαμηλή μας ανταγωνιστικότητα… είπε συλλογισμένος ο Λεωνίδας

- Και τι ακριβώς είναι αυτό; ρωτάει ο Βλάσης;

- Ξέρω κι εγώ… Εδώ διάβαζα κάποτε σε μια εφημερίδα, ένα άρθρο ενός Αμερικάνου οικονομολόγου, που πήρε τελευταία και νόμπελ.

- Και;

- Έγραφε κάτι για τη ανταγωνιστικότητα.

- Τι δηλαδή;

- ‘Ότι ούτε κι οι οικονομολόγοι στην ουσία ξέρουν τι είναι.

- Αλήθεια;

- Ε, τι ψέματα;

- Και τότε τι μας μιλάνε για κάτι που ούτε οι ίδιοι ξέρουν;

- Ξέρω γω…άντε ρώτα τους.

Η κουβέντα άρχισε σιγά - σιγά να γίνεται το ίδιο θορυβώδης, όσο και στην αρχή. Ξανάρχισαν να μιλάνε όλοι μαζί, και το σενάριο άρχισε να επαναλαμβάνεται απ’ την αρχή.