Η ελπίδα από παρακαταθήκη καταναλώσιμο προϊόν

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

«…Η ελπίδα είναι το όπλο των αόπλων…»

Γκαμπριέλ Μαρσέλ


Περί ελπίδας λοιπόν ο λόγος. Αυτού του «δεινού» κατά τον Ησίοδο, που παρέμεινε στον πυθμένα του δοχείου της Πανδώρας και δεν ξεχύθηκε με τα υπόλοιπα «δεινά» -τιμωρία του Δία, λόγω της κλοπής του πυρός από τον Προμηθέα- στο ανθρώπινο γένος (Jean Rachepin : Ελληνική Μυθολογία, Τόμος Α΄, σελ. 38-39). «Δεινόν» η ελπίδα, κάτι που ταλαιπώρησε τους ερμηνευτές της μυθολογίας, αλλά και που ας μου επιτραπεί να πω : γιατί όχι; «Δεινόν» ίσως διότι η έννοια αυτή είναι συνδεδεμένη με μη ευνοϊκές συνθήκες. Πράγματι, όπως μας πληροφορούν οι «αρμοδίως» ασχολούμενοι (Βλέπε για παράδειγμα, Σ. Γκίκας : Φιλοσοφικό Λεξικό και Ν. Μακρής : Εισαγωγικό Λεξικό Πολιτικών Όρων και Φιλοσοφίας), η ελπίδα είναι κατάσταση της ψυχής η οποία οφείλεται στη βαθύτερη πίστη για κατίσχυση του δικαίου, το ξεπέρασμα των ορίων των όποιων δυσκολιών, πάντα όμως υπό συνθήκες μη ευνοϊκές. Αυτό μάλιστα το τελευταίο, διαφοροποιεί την έννοια της ελπίδας απ’ εκείνη της αισιοδοξίας, αφού η τελευταία προϋποθέτει την ύπαρξη θετικών στοιχείων.



Ο ελληνικός λαός, συνεπώς, ανήκει στη μη προνομιακή εκείνη κατηγορία λαών, που πρέπει περισσότερο να ελπίζει, παρά να αισιοδοξεί. Να ελπίζει, γι’ ακόμα μια φορά, ότι ο νέος χρόνος, επιτέλους, θα κάνει πραγματικότητα μερικά από τα όνειρά του. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των μισθωτών ότι δεν τους έλαχε η μοίρα μονίμως να παίζουν τον ίδιο μονότονο και ψυχοφθόρο ρόλο του βαστάζου των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των μικρομεσαίων ότι δεν τους έλαχε η μοίρα μονίμως να παίζουν τον ίδιο μονότονο και ψυχοφθόρο ρόλο της εγκαταλελειμμένης «ραχοκοκαλιάς» της ελληνικής οικονομίας. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των αγροτών ότι δεν τους έλαχε η μοίρα να γεννηθούν και να ζουν σ’ ένα περιβάλλον εργασιακό και κοινωνικό, που το μόνο που φαντάζει είναι μια τεράστια δεξαμενή ψηφοφόρων και τίποτα άλλο. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των νέων ότι δεν τους έλαχε η μοίρα να γεννηθούν και να ζήσουν σ’ ένα κράτος με ανύπαρκτη εκπαιδευτική πολιτική, νέοι που μάταια αναζητούν να ανεύρουν ιδανικά στέρεα και που υποχρεωτικά «εφευρίσκουν» άλλες διόδους «αναπλήρωσης» των ήδη θαμπών ονείρων τους. Όπως για παράδειγμα, το όνειρο των πολιτών αυτής της χώρας ότι δεν τους έλαχε η μοίρα να γεννηθούν και να ζήσουν σ’ ένα τόπο, που το ........
μόνο που έχει να δείξει στις προοπτικές του μέλλοντος είναι το ακόμα λαμπερό πολιτισμικό του παρελθόν, αναγκαία, αλλ’ όχι δυστυχώς και ικανή συνθήκη επιβίωσης σ΄ ένα κόσμο που γίνεται οσημέραι και πλέον εχθρικός, από την άποψη των απαιτήσεων για επιβίωση. Ένα κόσμο, που οσημέραι συγχωρεί όλο και λιγότερα λάθη, έναν κόσμο που φαίνεται να λέει : «διαλέξτε με τι θέλετε να ζήσετε : με την ελπίδα και την ανάμνηση, ή με το σήμερα και τις προοπτικές του».



Και βέβαια, κανείς δεν επιθυμεί να ζήσει μόνο με τις αναμνήσεις του. Όμως, η ιστορική επιλογή θα είναι αδήριτη. Αυτό που άλλοι αποκαλούν «κόσμος των δύο τρίτων», ή όπως αλλιώς, εγώ θα προτιμήσω να πω : ο μελλοντικός κόσμος κινδυνεύει να μετατραπεί στο τμήμα εκείνο που θα βιώνει το παρόν και θα αξιοποιεί τις προοπτικές του μέλλοντος και στο τμήμα εκείνο που παθητικά να ανήμπορα θα βιώνει νομιζόμενες ελπίδες με ουσιαστικά όμως ανέλπιδο περιεχόμενο. Κι αυτό το δεύτερο τμήμα θα είναι όλοι εκείνοι οι λαοί που σπαταλούν αντιπαραγωγικά τις εθνικές τους δυνάμεις, τους εθνικούς τους πόρους, θυσιάζοντας στέρεα μελλοντικά επιτεύγματα στο βωμό σαθρών τωρινών νομιζομένων επιτευγμάτων. Και στις δυνάμεις αυτές, και στους πόρους αυτούς, συγκαταλέγω πρώτιστα την ψυχική δυναμική των λαών για πρόοδο και διάκριση, συγκαταλέγω πρώτιστα την ύπαρξη εθνικής υπερηφάνειας στο να μη δεχόμαστε να μην κάνουμε τίποτα, να μη δεχόμαστε να συμπεριφερόμαστε αγελαία και άκριτα, αλλ’ αντίθετα να βιώνουμε την προσωπικότητά μας, να βιώνουμε το δικαίωμα να έχουμε άποψη και όχι επιβαλλόμενες γνώμες, να μεταβληθούμε σε «ορθά φρονέοντες», διότι «ελπίδες αι των ορθά φρονεόντων εφικταί, αι δε των αξυνέτων αδύναται» (Δημοσθένης). Και ίσως να φανεί περίεργο, αλλά δεν είναι, το αντιπαραγωγικό ξόδεμα των ελπίδων, δεν οδηγεί αναγκαστικά στην εξαφάνισή τους, αλλά στην αντιστροφή τους σε απελπισία, που κι αυτή είναι στάση ζωής, που όμως, οδηγεί σε άλλες ατραπούς. Η ίδια η απελπισία, δεν είναι άρνηση, αλλά όπως ορθά σημειώνει ο Paul Tillich (Paul Tillich :Το θάρρος της υπάρξεως, σελ. 145), αποτελεί για τον άνθρωπο ενσυνείδητη γνώση αυτού που χάνει, «βίωμα της αποανθρωποίησής του», αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και αντίδραση «με το θάρρος της απελπισίας, το θάρρος να πάρει την απελπισία επάνω του και να αντισταθεί στη ριζική απειλή του μηδενός…». Η απελπισία Δε αυτή, συναντάται έντονα στις μέρες μας με το μανδύα της απάθειας και της απόγνωσης. Όμως, όπως σημειώνει ο Ε. Φρομ (Ε. Φρομμ : Η επανάσταση της ελπίδας, σελ. 22), «Η ελπίδα είναι κάτι το παράδοξο. Δεν είναι ούτε παθητική αναμονή ούτε αντιρρεαλιστική παραβίαση των περιστάσεων που μπορούν να συμβούν… Έκφραση της ελπίδας δεν είναι ούτε ο υπναλέος ρεφορμισμός ούτε ο ψευδοριζοσπαστικός τυχοδιωκτισμός…».



Έχοντας λοιπόν κάπως «τακτοποιήσει» ορισμένες έννοιες που σχετίζονται με την ελπίδα, μπορούμε να πούμε δύο ακόμα λόγια για τον τόπο μας.



Μπορούμε για παράδειγμα να πούμε, ότι ο ελληνικός λαός δεν είναι απαθής. Από τη φύση του ελπίζει και αισιόδοξος είναι, ακόμα κι εκεί που δεν πρέπει, ακόμα και καθ’ υπερβολήν. Από την άλλη όμως, έχουμε το «δεδομένο» μιας διογκούμενης κοινωνικής απάθειας, απόρροια διαψευμένων ελπίδων. Τι μπορούμε να πούμε σ’ αυτό το λαό, πέρα από τα επαναλαμβανόμενα ένθεν κακείθεν κλισέ «ρίξτε αυτούς, διότι μόνο αν έρθουμε εμείς τα πράγματα θα πάνε καλύτερα»; Πώς μπορούμε να ξανασερβίρουμε ένα φαγητό που κατ’ επανάληψη έχει κρυώσει, ξανασερβιρισθεί, ξανακρυώσει και ξανασερβιρισθεί και πάει λέγοντας; Πώς μπορούμε να ξαναζεστάνουμε την ελπίδα των μισθωτών, ότι δεν τους έλαχε η μοίρα να ζουν μίζερα, πώς μπορούμε να ξαναζεστάνουμε την ελπίδα των μικρομεσαίων, ότι δεν τους έλαχε η μοίρα να παντρευτούν τον εφιάλτη της αβεβαιότητας, πώς μπορούμε να ξαναζεστάνουμε την ελπίδα των νέων, ότι η ζωή που έχουν μπροστά τους δεν είναι μόνο τα ναρκωτικά, δεν είναι μόνο η ανεργία, δεν είναι μόνο τα μπαράκια –όπου μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο θορύβων και συνωστισμού βιώνουν την ψευδαίσθηση της διασκέδασης- για να περιορισθούμε μόνο σ’ αυτά;



Η παραγωγική ελπίδα, η ενεργή ελπίδα, θα ξαναβιωθεί πάλι. Είτε διότι οι έχοντες την ευθύνη αυτού του τόπου θα αντιληφθούν ότι το κάθε τι έχει το τέλος του, και άρα έχει το τέλος του και ο πολιτικός αμοραλισμός, ο πολιτικός ερασιτεχνισμός, κι όλα τα συναφή αρνητικά φαινόμενα, είτε διότι ο ίδιος ο λαός θ’ αλλάξει κάποια στιγμή τις επιλογές του, και επομένως όσους ή δεν εννοούν ν’ αλλάξουν, ή δεν μπορούν. Η ελπίδα σ’ αυτόν τον τόπο τρώθηκε από τους πολιτικούς. Όχι όλους. Ούτε καν την πλειοψηφία των πολιτικών. Όμως η ζημία συνήθως γίνεται από τους λίγους κατέχοντες. Οι προοπτικές φαντάζουν ανέλπιδες, διότι το κράτος το ίδιο είναι ανέλπιδο, η οικονομία του και η διαχείρισή του είναι ανέλπιδες, μέσα στους δικούς του εργασιακούς χώρους καλλιεργεί φαινόμενα εργασιακού αμοραλισμού, το κράτος το ίδιο ασκεί ανέλπιδες πολιτικές. Ή φαντάζουν σαν τέτοιες –όμως η ζημιά είναι η ίδια. Όμως, αυτό το κράτος, το επαναλαμβάνω, είμαι βέβαιος, δεν εκφράζει την πλειοψηφία των πολιτικών. Αυτή, η σιωπηλή πλειοψηφία, που κάποτε εντοπίζονταν στη λαϊκή βάση, μπορώ να την εντοπίσω και στην πολιτική σκηνή, στο χώρο των πολιτικών. Το βάρος των ικανών και έντιμων πολιτικών, εστιάζεται σε τούτη την αποστολή. Στο να ενεργοποιήσουν τις ψυχικά παραγωγικές δυνάμεις του έθνους.



Μπορεί ο Ανδρέας Λασκαράτος να έγραψε για τους πολιτικούς της εποχής του –και ίσως ορισμένοι να τον ακολουθούν και σήμερα- ότι «…ο δικός μας πολιτικός, ως επί το πλείστον, γεννιέται στην αράδα των πειναλέων θεσοθήρων, όπου, από προσπάθεια σε προσπάθεια, φθάνει και στην κυβέρνηση…, (ενώ) άλλος πάλε φθάνει στο ίδιο μέρος από λαοπλανικά έκπλαγα κατορθώματά του, αμαθής και τούτος παρομοίως και κοινός άνθρωπος…» (Ανδρέας Λασκαράτος : Ιδού ο άνθρωπος, σελ. 131), όμως, ο τόπος αυτός, έχει να επιδείξει και ικανότατους πολιτικούς, όχι πάντα στα πρωτοκλασάτα κομματικά στελέχη. Ελπίζουμε στην πολιτική ηγεσία εκείνη, που θα βρει το θάρρος να αναβιώσει την παραγωγική ελπίδα και όχι τις ψευδείς ελπίδες. Να ελπίζουμε σε κάτι μικρό και εφικτό, ναι. Να ελπίζουμε σε κάτι μεγάλο και ανέφικτο, όχι. Το πρώτο θα το προτείνουν πολιτικοί με πολιτική βούληση και άποψη. Το δεύτερο θα το προτείνουν οι «θεσοθήρες, αμαθείς και λαοπλάνοι» του Λασκαράτου.



Επιδιώκοντας τα πολλά μικρά που μπορούμε, σε λίγο θα έχουμε σχηματίσει ένα μέγα. Επιδιώκοντας το μέγα που δεν μπορούμε, μετά από πολύ καιρό, θα μιλάμε απλώς για –ένα ακόμα- χαμένο χρόνο. Όμως, οτιδήποτε κι αν επιδιώκουμε, θα πρέπει να είναι προσδιορισμένο. Όχι γενικό και αόριστο και προπάντων όχι αναιρούμενο στην πορεία, πράγμα συνηθέστατο στα καθ’ ημάς. Όχι για παράδειγμα να μιλάμε για εκλογίκευση της διοίκησης των δημοσίων οργανισμών και επιχειρήσεων και μετά από πολύ καιρό να ξαναμιλάμε για το ίδιο. Ελπίζουμε συνεπώς και σε τούτο το πρωτότυπο για τα καθ’ ημάς. Να μην ξαναμιλάμε για ένα θέμα, όχι διότι ξεχάστηκε και εγκαταλείφθηκε στην πορεία, αλλά, διότι λύθηκε… Να ελπίζουμε ότι το κράτος μπορεί άμεσα να λύνει τέτοια προβλήματα μικρού κόστους, μπροστά στα προβλήματα μεγάλου κόστους που δημιουργεί, ενίοτε άμεσα. Π.χ., όταν προσλαμβάνουμε διαφόρους παχυλά αμειβόμενους σε διάφορους οργανισμούς, μα θολές αρμοδιότητες και αμφισβητούμενο έργο. Κατά πως δηλαδή αρκετές φορές διαβάζουμε στον Τύπο…