Είναι δυνατός (και επιθυμητός) ένας Μεγάλος Συνασπισμός μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠαΣοΚ;

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης


Το ζήτημα της συγκυβέρνησης του τόπου από τα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας, Νέα Δημοκρατία και ΠαΣοΚ, δεν τίθεται βέβαια από τα ίδια τα κόμματα εξουσίας, (τα ίδια αντίθετα, αν και ίσως χωρίς να το πολυπιστεύουν, τη μια τέτοια προοπτική την αρνούνται), τίθεται όμως συχνά-πυκνά από τους δημοσιογράφους στους πολιτικούς εκπροσώπους των κομμάτων αυτών. Εν όψει των μεγάλων, των τραγικών προβλημάτων που εμφανίζει η ελληνική οικονομία, γιατί, -είναι η ερώτηση- δεν θα μπορούσαν τα δυο μεγάλα κόμματα εξουσίας να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, και να προσπαθήσουν να βρουν κοινά αποδεκτές λύσεις, και να τις εφαρμόσουν στα πλαίσια μιας κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ τους; Και βέβαια, την ερώτηση αυτή, (όχι πλέον ως ερώτηση αλλά ως υπόδειξη), την έχουμε ακούσει μερικές φορές και από ανθρώπους του επιχειρηματικού κόσμου.



Το ερώτημα δεν στερείται λογικής, δεν είναι όμως –όπως εγώ εκτιμώ- και τόσο αθώο. Ας το δούμε το ζήτημα λίγο πιο κοντά.



Το όλο αίτημα της συνεργασίας, του «μεγάλου συνασπισμού» των δυο κομμάτων εξουσίας, έχει δυο σκέλη. Το ένα είναι να δουν ποια είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική κοινωνία και κυρίως η οικονομία, σ’ όλη τους την έκταση και το βάθος, και το άλλο είναι να συμφωνήσουν σε κοινά αποδεκτές λύσεις. Αυτές οι δυο παράμετροι αποτελούν και τη λογική του αιτήματος. Φαίνεται απλή, σαν το αυγό του Κολόμβου, μόνο που δεν είναι τόσο απλή.



Η «λύση» αυτή, δηλαδή ενός μεγάλου συνασπισμού, δεν είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει και σε ουσιαστική και βιώσιμη λύση –κύρια- του οικονομικού προβλήματος της χώρας. Διότι εδώ, δεν πρόκειται να επισημανθούν προβλήματα και αναζητηθούν λύσεις γι’ αυτά στα πλαίσια ενός ιδιωτικού οργανισμού, μιας ιδιωτικής επιχείρησης. Τα οικονομικά προβλήματα που συζητούμε εδώ, δεν είναι «ιδιωτικού χαρακτήρα», είναι εξόχως κοινωνικά και βεβαίως πολιτικά. Η κοινωνία, δεν ενδιαφέρεται να γνωρίζει απλά το ........

πόσο είναι το μέγεθος και τα χαρακτηριστικά του προβλήματος και ποια η τεχνοκρατικά επιβεβλημένη λύση του, μα επίσης απαιτεί να γνωρίζει το πώς δημιουργήθηκε το πρόβλημα, το ποιος φταίει και αν το φταίξιμο μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι προϊόν αμέλειας (και ποιου βαθμού) ή προϊόν δόλου ή τέλος-τέλος προϊόν ανικανότητας, ενώ σε ό,τι αφορά τις λύσεις, η κοινωνία ενδιαφέρεται επίσης να γνωρίζει ποιοι θα σηκώσουν το βάρος, το κόστος της «θεραπείας» και γιατί, και πώς από κει και πέρα η νέα πίττα που θα προκύψει θα διανεμηθεί μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και με ποια κριτήρια.



Το απλό αίτημα της επίλυσης του προβλήματος «κι αργότερα βλέπουμε για τις ευθύνες» όπως και το πώς θα μοιραστεί αύριο η πίττα, δυστυχώς, αν δεν είναι –ως ερώτημα- πολιτικά αφελές και κοινωνικά αδιάφορο τουλάχιστον για τις χειμαζόμενες κοινωνικές τάξεις, είναι ύποπτο. Ξέρουμε πολύ καλά ποια είναι τα σταθερά υποζύγια των δημόσιων οικονομικών, και πόσο άδικα κατανέμεται στη κοινωνία το τελικό εθνικό οικονομικό όφελος. Το «τι σε μέλλει κι αν καεί η πίττα απ’ την οποία δε τρως», ναι μεν είναι συχνά μια επικίνδυνη αντίληψη των πραγμάτων, διότι έχει επίπτωση και στη δική σου (μικρή) πίττα, όμως, από την άλλη, όταν φιλοδοξείς να κινητοποιήσεις το ανθρώπινο δυναμικό της χώρας σου για να δοθεί η μεγάλη μάχη, όταν θέλεις να βγάλεις στην επιφάνεια τις θαμμένες και συχνά βίαια παροπλισμένες –από τη κατεστημένη μετριοκρατία- ικανότητες και δεξιότητες του λαού που θα αποτελέσουν και τα βαριά όπλα ενάντια σ’ αυτή τη μάχη, ε, αυτό δεν μπορείς να το πετύχεις καλώντας ανθρώπους να θυσιαστούν για τους λίγους εκείνους που δημιούργησαν το πρόβλημα και που κατά πάσα πιθανότητα θα είναι και οι ουσιαστικά ωφελημένοι από τη δική σου θυσία, ούτε μπορείς να το πετύχεις με εγκύκλιες διαταγές και με φλογερές διακηρύξεις λογιστών και τεχνοκρατών, πόσο μάλλον, όταν ο απλός στρατιώτης έχει σοβαρές επιφυλάξεις για τις ικανότητες, δεξιότητες και το ηρωικό φρόνημα των στρατηγών του.



Ξέρουμε επίσης ότι σε μια χώρα, όπου η ατιμωρησία όλων εκείνων που κατά καιρούς έχουν κατηγορηθεί ότι λεηλάτησαν το δημόσιο χρήμα δεν τείνει απλά να λάβει θεσμικό χαρακτήρα μα και λειτουργεί ως κίνητρο για την μελλοντική επανάληψη πράξεων σε βάρος του γενικού συμφέροντος και του δημόσιου χρήματος, σε μια χώρα όπου η αναλγησία απέναντι στα προβλήματα του λαού επίσης τείνει να λάβει θεσμικό χαρακτήρα, σε μια χώρα όπου το πολιτικό σύστημα και οι θεσμικές ή άτυπες ελίτ τείνουν να αποκοπούν εντελώς από τον εθνικό και κοινωνικό ιστό, η κοινωνία απαιτεί κάτι πολύ περισσότερο από μια διάγνωση και μια τεχνοκρατική λύση προβλημάτων έντονα κοινωνικών και πολιτικών παρά τον φαινομενικά «απολίτικο» οικονομικό τους μανδύα. Απαιτεί προοπτική και όχι συγκυριακή λύση, απαιτεί έναν άλλο έλεγχο του προϊόντος που παράγει και μια άλλη διανομή του. Απαιτεί δεσμεύσεις ότι τα καρκινώματα θα αποβληθούν και εν πάσει περιπτώσει, δεν θα έχουν δεσπόζουσα θέση στο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι. Δεν υπάρχει απολίτικη εθνική οικονομία, διότι δεν υπάρχει κοινωνία χωρίς διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των συμφερόντων διαφόρων τάξεων ακόμα και ομάδων μέσα στις ίδιες τάξεις. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχει καμία εγκόσμια ιδεολογία που να κατόρθωσε να συνθέσει αυτά τα συμφέροντα, μα είτε οι δεξιές είτε οι αριστερές είτε οι ενδιάμεσες ιδεολογίες υπόσχονται μάλλον καταργήσεις παρά συνθέσεις συμφερόντων, κι όπου υπάρχει τέτοιος ευαγγελισμός συνθέσεως συμφερόντων, τότε είτε είναι σε ένα άλλο (επουράνιο) κόσμο, είτε υπονοούν την ύπαρξη ενός άλλου είδους ανθρώπου, ενός είδους που προσωπικά δεν το βλέπω, μονάχα μπορώ να το φανταστώ.



Πώς λοιπόν μια κυβέρνηση στα πλαίσια ενός μεγάλου συνασπισμού, εγγυάται ότι θα δώσει λύσεις στα προβλήματα αυτά; Βέβαια εδώ η υπονοούμενη λογική της πρότασης, θεμελιώνεται στην άποψη ότι τα δυο κόμματα εξουσίας, έχουν πολύ περισσότερα κοινά σημεία στο κυβερνητικό τους πρόγραμμα απ’ τις όποιες διαφορές τους. Επίσης, οι μεγαλόστομες ιδεολογικές διακηρύξεις που χαράσσουν σύνορα μεταξύ τους, βρίσκονται περισσότερο στη θεωρία παρά στη πράξη. Επομένως, τουλάχιστον, λέει η λογική του μεγάλου συνασπισμού, δεν μπορούμε για λίγο, για κάμποσα χρόνια, ν’ αφήσουνε παράμερα τις δήθεν διαφορές και να συνεργαστούν για το καλό του τόπου; Αν τύχαινε το ΠαΣοΚ να ήταν π.χ. το ΠαΣοΚ του Ανδρέα Παπανδρέου ίσως πράγματι οι διαφορές με τη φιλελεύθερη (και όπως σήμερα εξελίχθηκε νεοφιλελεύθερη) παράταξη να ήταν ανυπέρβλητες, όμως, δεν βρισκόμαστε σ’ εκείνη την εποχή.



Επί της ουσίας λοιπόν, η υπονοούμενη αυτή θέση της περίπου ταυτότητας των δυο μεγάλων κομμάτων στο τομέα της άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής στο πραγματικό πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό στίβο, δεν στερείται παντελώς αλήθειας.



Όμως, στη δική μου σκέψη και προσέγγιση του θέματος, υπάρχει ένα πολύ σοβαρό «αγκάθι» στο αίτημα του μεγάλου συνασπισμού. Ποιος θα ασκεί την αντιπολίτευση σε μια τέτοια περίπτωση, την απαραίτητη ασφαλιστική δικλείδα ώστε η δημοκρατία να λειτουργεί πράγματι δημοκρατικά, μα και η λειτουργία της οικονομίας πράγματι να ελέγχεται για τις υπερβολές και της υπερβάσεις της; Το ερώτημα αυτό, κατά παράδοξο τρόπο, αν και αυτονόητο, αποκτά μεγαλύτερο ενδιαφέρον ακριβώς λόγω της ουσιαστικής σύγκλισης των δυο κομμάτων εξουσίας στο ζήτημα της άσκησης του κυβερνητικού έργου στο πραγματικό τομέα της πολιτικής. Ακριβώς διότι μοιάζουν αυτή η απουσία ουσιαστικής αντιπολίτευσης θα είναι κάτι το εξαιρετικά επικίνδυνο για το τόπο. Στην ουσία οδηγούμαστε μέσα απ’ αυτό το σενάριο σε μια κατάσταση μονοκομματικού κράτους, που μονάχα η ευχή ότι θα λειτουργήσει ως πεφωτισμένη δεσποτεία θα υπάρχει, αλλά, γνωρίζουμε, ότι και στις πεφωτισμένες δεσποτείες, αν ποτέ υπήρξαν, η συνέχεια δεν ήταν καθόλου «πεφωτισμένη». Προσωπικά πιστεύω ότι ένας τέτοιος «μεγάλος συνασπισμός», πράγματι θα μπορέσει ενδεχομένως να φτάσει σε μια λύσει των μεγάλων προβλημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα, όμως, διατηρώ πολλές επιφυλάξεις για το αν θα είναι και κοινωνικά δίκαιες και επομένως κοινωνικά αποδεκτές. Μόνο ένας αιθεροβάμων μπορεί να κάνει την υπόθεση ότι τα δυο κόμματα εξουσίας καθοδηγούνται αποκλειστικά από το συμφέρον των πολλών και ότι είναι οι ορκισμένοι εχθροί του συμφέροντος των λίγων. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι το σενάριο αυτό το βλέπουν με θετικό μάτι και οι μεγάλες εργοδοτικές ενώσεις. Αυτό σημαίνει κάτι. Αυτό σημαίνει, ότι μια τέτοια πιθανή «λύση» δεν θα είναι παρά πρόσκαιρη και στην ουσία πολύ σύντομα θα αποτελέσει πηγή νέων και μεγαλύτερων προβλημάτων απ’ αυτά που ενδεχομένως θα λυθούν, ακριβώς διότι δεν πρόκειται να λύσει προβλήματα αναπτυξιακά, μα προβλήματα διαχείρισης ταμιακής φύσεως, που είναι, ομολογουμένως, δύσκολα τούτη την εποχή. Όμως, καμία εθνική οικονομία δεν έχασε το τρένο της προόδου λόγω ταμιακών προβλημάτων. Το έχασε, λόγω απουσίας μακροχρόνιων αποτελεσματικών αναπτυξιακών πολιτικών. Όταν με ισχυρή αντιπολίτευση, και πάλι η επίθεση των ισχυρών συμφερόντων κατισχύει των συμφερόντων των πολλών, ποιος εχέφρων νους θα πίστευε ότι με ένα μονοκομματικό κατ’ ουσίαν κράτος θα αντιστρέφονταν αυτή η πραγματικότητα;