Μην είστε σκυθρωποί και μίζεροι : κάνει κακό στην οικονομία… και στα κέρδη σας!

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης


Ή θα βρούμε ένα δρόμο ή θα κατασκευάσουμε ένα.

Αννίβας



«…στα τέλη του [20ου] αιώνα πολιτικοί σε ορισμένες δημοκρατικές χώρες κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κάθε πρόταση για αύξηση των φόρων, για οποιοσδήποτε σκοπό, σήμαινε εκλογική αυτοκτονία. Επομένως, οι εκλογές μεταβλήθηκαν σε αναμέτρηση δημοσιονομικής ψευδορκίας…»

(Eric Hobsbawm : Η Εποχή των Άκρων – Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας 1914-1991, θ΄έκδοση, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, σελ. 732)



Ακόμη και ο πιο ανημέρωτος περί τις απαιτήσεις του συγχρόνου μάρκετινγκ επιχειρηματίας, γνωρίζει το τι σημαίνει να έχεις τον πελάτη σου χαρούμενο (με την υπηρεσία και την εξυπηρέτηση που του παρέχεις, πέρα από ένα καλό από άποψη ποιότητας και τιμής προϊόν ή υπηρεσία).

Όμως, τα οικονομικά αποτελέσματα, δεν τα παράγουν παρά άνθρωποι. Δεν είναι οι καλές πωλήσεις που δημιουργούν μια καλή οικονομική βάση και παράγουν επιθυμητά αποτελέσματα στα κέρδη, μα είναι οι πωλητές, αυτοί δηλαδή που παράγουν τις πωλήσεις. Κι ούτε είναι μόνο αυτοί. Είναι και οι άνθρωποι της παραγωγής, που δίνουν στα χέρια των πωλητών κατάλληλα προϊόντα ή υπηρεσίες που σε συνάρτηση με την καπατσοσύνη των πωλητών μπορούν να βρουν αγοραστές. Κι ούτε είναι μόνο οι άνθρωποι της παραγωγής. Είναι και οι άνθρωποι του επιτελείου, που με την κατάλληλη οργάνωση, τις κατάλληλες πολιτικές και τις κατάλληλες στρατηγικές που σχεδιάζουν και εφαρμόζουν, συμβάλλουν κι αυτοί στο να κινείται όλη η «γραμμή» παραγωγής : από τον διευθύνοντα σύμβουλο ή το αφεντικό της μικρής επιχείρησης, ως τον τελευταίο τροχό της αμάξης αυτής της αλυσίδας λειτουργίας ενός οποιουδήποτε οργανισμού : μιας επιχείρησης, ενός δημόσιου οργανισμού του ίδιου του κράτους ως ενός μεγα-οργανισμού.

Η «καρδιά» της παραπάνω αλυσίδας βρίσκεται στον ανθρώπινο παράγοντα. Είναι αυτός που σχεδιάζει και εφαρμόζει συστήματα, είναι αυτός που ...........
δημιουργεί, είναι αυτός που καινοτομεί, είναι αυτός που παράγει και πουλάει, είναι αυτός που δημιουργεί τα οικονομικά μεγέθη, είναι αυτός που δημιουργεί τα κέρδη.

Ο ανθρώπινος παράγοντας, είναι ακριβός αυτός που σταδιακά από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης, κι ύστερα από αιώνες Μεσαίωνα, επανήλθε στο προσκήνιο αναλαμβάνοντας οικονομικούς ρόλους και κοινωνικές και πολιτικές πρωτοβουλίες, που σταδιακά οδήγησαν, μαζί με την Έξοδο του ανθρώπου από τους Μαύρους Χρόνους του Μεσαίωνα, στη σημερινή εποχή, κι απόδειξε, αυτός ο άνθρωπος της καθημερινότητας, ο μέσος άνθρωπος της εργασίας, πόσο ένα ανθρώπινο όν, όταν αντιμετωπίζεται ανθρώπινα και με όρους αξιοπρέπειας, τότε είναι σε θέση να απελευθερώσει δυνάμεις δημιουργικότητας και αποτελεσματικότητας που θα παράξουν αξιοζήλευτες οικονομικές επιδόσεις, για τον ίδιο και για τον οργανισμό για τον οποίο εργάζεται.

Όμως, τούτη η απελευθέρωση των δημιουργικών αυτών δυνατοτήτων, δεν είναι κάτι το αυτονόητο ούτε κάτι το εύκολο να υποκινηθεί. Χρειάζεται ηγήτορες ικανούς να συλλάβουν τη σημασία αυτών των άϋλων πόρων, και δεν υπάρχουν πράγματι πολλοί τέτοιοι ηγήτορες, είτε αναφερόμαστε στο κόσμο των επιχειρήσεων είτε κι αλλού (π.χ. στο επίπεδο της εθνικής οικονομίας, δηλ. του κράτους) που να μπορούν είτε να συλλάβουν είτε και αναδείξουν αυτούς τους πόρους. Η πλειονότητα των «επικεφαλής» διαφόρων επιχειρήσεων και οργανισμών δεν αντιλαμβάνονται παρά μόνο ό,τι βλέπουν.

Η σημασία του «ευτυχισμένου» εργαζόμενου, όση υπερβολή κι αν περιέχεται στον όρο αυτό («ευτυχισμένος»), ή για να το πούμε πιο ήπια και λιγότερο μεταφυσικά (τι είναι άραγε η «ευτυχία»;) : η σημασία του αισιόδοξου και όσο το δυνατόν χαρούμενου εργαζόμενου, είναι κάτι που αποκτά ιδιαίτερη σημασία στις μέρες μας, όπου οι πάντες είτε απαιτούν (π.χ. οι επιχειρήσεις) είτε προαναγγέλλουν (π.χ. οι κυβερνήσεις και οι λοιποί ευαγείς υπερεθνικοί οργανισμοί όπως π.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΔΝΤ, κ.λπ.,) ακόμα πιο μαύρες μέρες για τους εργαζόμενους : κι άλλες απολύσεις, κι άλλη ανασφάλεια, περικοπές αποδοχών, περικοπές συντάξεων, περισσότερος χρόνος δουλειάς, κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.

Μέσα στις μίζερες αυτές κραυγές, κραυγές κρατικών και ιδιωτών σχεδιαστών πολιτικών και στρατηγικών που αδυνατούν να κινητοποιήσουν σε ώρες κρίσεων (υπαρκτών ή μη –τουλάχιστον ως προς το διατυμπανιζόμενο μέγεθος) το μόνο πόρο που μπορεί να τους διασώσει, το ανθρώπινο δυναμικό, εν τούτοις, έρχονται κάποια παραδείγματα από το παρελθόν, που δείχνουν το πόσο η ανθρώπινη θέληση σε συνδυασμό με την ταυτόχρονη δράση μιας πραγματικής ηγεσίας, είναι όχι μόνο σε θέση να αντιμετωπίσει μια κρίση, μα και να τη μετατρέψει σε πλεονέκτημα. Βέβαια αυτό δεν είναι ο κανόνας, αφού η ύπαρξη πραγματικών ηγετών και όχι «διορισμένων» ή ως εκ της διοικητικής τους θέσης φέροντες τον τίτλο του «ηγέτη», δεν αποτελεί πράγματι τον κανόνα. Η εικόνα που βλέπω στις τηλεοράσεις και περισσότεροι οι δηλώσεις παραγόντων του επιχειρηματικού κόσμου, από τη μια, και από την άλλη οι αμήχανες κρατικές «πρωτοβουλίες», είναι μια εικόνα που προσωπικά με πείθει ολοένα κα περισσότερο για το έλλειμμα ηγεσίας που διαπιστώνεται σε όλο το φάσμα του οικονομικού και πολιτικού γίγνεσθαι.

Η μιζέρια ενός μίζερου μονόδρομου, ιδού η επαγγελία μίζερων εκπροσώπων της Νέας Τάξης Πραγμάτων, που τυχαίνει μερικοί απ’ αυτούς να φέρουν στους ώμους τους ηγετικές επωμίδες, είτε ανήκουν στον δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα.

Ιδού λίγα παραδείγματα, παρμένα όλα από τον ιδιωτικό τομέα, που καταδεικνύουν πώς οι πραγματικοί ηγέτες αντιμετωπίζουν μια κρίση, και ποια είναι η βαρύτητα που αποδίδουν σ’ αυτό που ήδη τονίσαμε, δηλαδή στο ανθρώπινο δυναμικό.

Πριν πολλά χρόνια, το Fortune είχε μια αφιέρωση στον Konosuke Matshushita, αφιέρωμα που αναδημοσίευσε ο «Οικονομικός Ταχυδρόμος» στις 3/4/1997(σελ 70 και πέρα) με τον τίτλο : «Konosuke Matshushita : Ο Μεγαλύτερος Επιχειρηματίας στον Κόσμο» (απ’ όπου και αντλούμε το σχετικό απόσπασμα για την ιστορία αυτή). Ο Matsushita, όπως αναφέρεται στο αφιέρωμα, στα 40 του ήταν ένας ηγέτης με όραμα, και δημιουργός της Matsushita Electric, με τζίρο που ξεπερνούσε τις συνολικές πωλήσεις των κολοσσών Colgate-Palmolive, Gillete, Olivetti, Bethlehem Steel, Goodrich, Kellogg, Scott Paper και Whirlpool… Ο Matsushita δημιούργησε έναν κολοσσό με τεράστια κέρδη, που δεν χρησιμοποιήθηκαν ποτέ για βίλες στη Γαλλία. Αντίθετα χρησιμοποίησε τα χρήματά του για τη δημιουργία ενός θεσμού βραβείων, αντίστοιχο με αυτό των βραβείων Νόμπελ, για την ίδρυση μίας σχολής πολιτικών επιστημών, με στόχο να εκσυγχρονίσει το πολιτικό σύστημα της Ιαπωνίας και για άλλα κοινωφελή έργα. Στη πορεία η επιχείρησή του, γνώρισε όπως κάθε επιχείρηση, περιόδους άνθησης και ύφεσης. «…Την 1η Δεκεμβρίου του 1927, οι πωλήσεις της εταιρείας είχαν πέσει κατά 50% και τα παραγόμενα προϊόντα άρχισαν να συσσωρεύονται απούλητα στις αποθήκες της εταιρείας. Οι μάνατζερ πρότειναν στον Matsushita να καταφύγει σε μαζική απόλυση για να αντεπεξέλθει στις δυσκολίες. Ο ηγέτης της Matsushita Electric απέρριψε ευθέως μία τέτοια τακτική. Αντίθετα προτίμησε να σχεδιάσει ένα νέο πλάνο εργασίας σύμφωνα με το οποίο οι εργαζόμενοι θα απασχολούνταν μισές μέρες της εβδομάδας. Οι εντολές του ήταν σαφείς και πρωτοποριακές για εταιρείες που χτυπήθηκαν από ύφεση : «Μειώστε την παραγωγή κατά το ήμισυ, αλλά μην απολύστε κανένα. Θα ελαττώσουμε την παραγόμενη ποσότητα μειώνοντας το χρόνο εργασίας. Οι μισθοί θα παραμείνουν οι ίδιοι, αλλά θα καταργήσουμε τις άδειες διακοπών. Θα ενθαρρύνουμε τους εργαζόμενους να κάνουν ό,τι μπορούν για να πουλήσουν το υπάρχον στοκ». Το όραμα του Matsushita στηρίζονταν πάνω στον ανθρώπινο παράγοντα. Γι’ αυτόν, «…Αν μία εταιρεία «αποκτούσε νόημα» για τους εργαζόμενούς της, τότε αυτοί θα ήταν πιο ικανοποιημένοι και πιο παραγωγικοί. Στις 5 Μαΐου του 1932 ο Matsushita κάλεσε 168 υπαλλήλους του για να μοιραστεί μαζί τους σε μία ιδιαιτέρως συναισθηματική συνάντηση τα νέα του σχέδια. Αφού τους τόνισε τη συμβολή τους στην επιτυχία της εταιρείας, με 1.100 υπαλλήλους, 3 δισ. Πωλήσεις, 280 πατέντες νέων προϊόντων και 10 εργοστάσια, τους είπε μία από τις γνωστότερες δηλώσεις του : «Η αποστολή ενός βιομηχάνου είναι να καταπολεμήσει τη φτώχεια, να απαλύνει την κοινωνία από τη μιζέρια και να φέρει πλούτο». Αναφέρθηκε στο τρεχούμενο νερό. «Είναι χρέος του επιχειρηματία και του βιομηχάνου να κατασκευάζει φθηνά προϊόντα σε ανεξάντλητες ποσότητες, όπως συμβαίνει με το νερό. Όταν επιτευχθεί ο στόχος αυτός, η φτώχεια θα εκλείψει από τον πλανήτη». Η δήλωση του Matsushita ήταν συναφής με τη μέχρι τότε πορεία του. Γι’ αυτό προχώρησε παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων συνεργατών του.» μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, «… η εταιρεία αντιμετώπισε την καταστροφή. Κατά τη διάρκεια του πολέμου η παραγωγή επικεντρώθηκε στην κατασκευή πλοίων και αεροπλάνων για τον ιαπωνικό στρατό, γεγονός που οδήγησε τους συμμάχους να ζητήσουν την απόσυρση του Matsushita από την εταιρεία. Όμως η πατερναλιστική του πολιτική τον αντάμειψε. Οι υπογραφές 15.000 υπαλλήλων της εταιρείας «διατήρησαν» τον Matsushita στη θέση του. Μία νέα εποχή ξεκινούσε…»

Ένας άλλος μεγάλος επιχειρηματίας, ο Αντριάνο Ολιβέτι, ιδρυτής της ομώνυμης γνωστής εταιρείας, κάποια στιγμή ήρθε κι αυτός αντιμέτωπος με κάποια μεγάλη κρίση που αφορούσε την επιχείρησή του. Ήταν το 1952. «Δυο διευθυντές τον συμβούλεψαν να απολύσει 500 εργαζομένους. Αντίθετα, ο Ολιβέτι απέλυσε αυτούς του δύο και προσέλαβε 700 άτομα : ενίσχυσε τον τομέα παραγωγής, εισήγαγε καινούρια κριτήρια (όπως την πώληση «πόρτα με πόρτα»), δημιούργησε θυγατρικές στο εξωτερικό. Αποτέλεσμα : η κρίση ξεπεράστηκε, αυξήθηκε ο τζίρος…» (περιοδικό Focus : Σεπτέμβριος 2009, σελ. 70)

Είναι επίσης πασίγνωστο το πώς ο Χένρυ Φορντ, προσπάθησε να λύσει ζητήματα καλής λειτουργίας και παραγωγής της επιχείρησής του, ώστε να βελτιώσει ταυτόχρονα και το κόστος και τη ποιότητα. Τι νομίζετε (απευθύνομαι σε όσους δεν γνωρίζουν την ιστορία), ότι έκανε για να μειώσει το κόστος παραγωγής; Τι νομίζετε ότι θα έκανε ένας σημερινός επιχειρηματίας, εκτός ίσως, αν κι όχι αποκλειστικά, να μειώσει το εργατικό κόστος, πιθανώς δε και να προβεί σε απολύσεις; Ας δούμε πάντως τι είχε κάνει ο Φορντ : «Η συνέλευση της 1ης Ιανουαρίου 1914 του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Φορντ έμεινε μνημειώδης. Πάρθηκε εκεί μια εξαιρετική απόφαση, που νομίζω πως δεν την έχουν εκτιμήσει αρκετά. Ως τότε στην Αμερική, τα μεροκάματα των εργατών δεν ξεπερνούσαν τα 2,50 δολάρια για κάθε μέρα των 9 εργάσιμων ωρών. Και τα βιομηχανικά μεροκάματα ήταν κιόλας τα πιο υψηλά του κόσμου. Ο Φορντ γέμισε με αριθμούς τον μαυροπίνακά του. όταν βρήκε το σύνολο των μεροκάματων που θα δίνονταν, αυτό το σύνολο του φάνηκε πολύ πενιχρό σε σχέση με τα προβλεπόμενα κέρδη. Άρχισε τότε να αυξάνει το μέσο μεροκάματο στα 3, κι έπειτα στα 3,5 δολάρια, και κατόπιν, παρ’ όλες τις ζωηρές διαμαρτυρίες του διοικητικού συμβουλίου του, στα 4 και 4,5 δολάρια. Ο Κάουζενς [σημ : συνεργάτης του Φορντ] τον παρατηρούσε, κρύβοντας την εχθρότητά του. τελικά ξέσπασε και είπε στον Φορντ : «Έφτασες στα 4,5 δολάρια… Σε παρακαλώ ν’ ανέβεις στα 5 δολάρια!» Αμέσως, ο Φορντ το έκανε. Μερικές μέρες αργότερα, η εταιρεία ανάγγειλε επίσημα την ημέρα των 8 ωρών προς 5 δολάρια την ημέρα. Εκτιμούσε ότι αυτή η αλλαγή θ’ απαιτούσε μια πρόσθετη δαπάνη δέκα εκατομμυρίων δολαρίων το χρόνο, ποσό μυθικό για την εποχή. Μπροστά στους δημοσιογράφους, ο Φορντ είπε… : «Αυτό το μέτρο δεν οφείλεται ούτε σε φιλανθρωπία ούτε καν σε μια πολιτική ημερομισθίων. Είναι απλώς ένας από τους πολλούς τρόπους να διανέμονται τα κέρδη και ν’ αυξάνεται η αποτελεσματικότητα της μηχανής»…Ο Χένρυ Φόρντ εφάρμοσε πολλές φορές αυτό το μέτρο του ξαφνικού διπλασιασμού του μεροκάματου του αμερικανού εργάτη : «Η πληρωμή της ημέρας των 8 ωρών προς 5 δολάρια ήταν η πιο ωραία μείωση του κόστους που κάναμε ποτέ»…» ( P. L. Bruckberger : Καπιταλισμός; Είναι η ίδια η ζωή!, β΄ έκδ., εκδ. Ροές (σελ. 159-160)»

Δεν προτίθεμαι και δεν μπορώ βέβαια να επεκταθώ πάρα πολύ στο θέμα με την παράθεση και άλλων παραδειγμάτων, διότι απλούστατα ο χώρος δεν το επιτρέπει, μα κι επειδή ένα άρθρο, σκοπό έχει να περιγράψει αδρά ένα πλαίσιο σκέψης και δεν αποτελεί ερευνητικό δοκίμιο. Νομίζω παρά ταύτα, ότι θα άξιζε τον κόπο να κάνουμε μια τελευταία αναφορά.

Συχνά, μια κρίση στο επίπεδο μιας επιχείρησης, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα κακών σχεδιασμών ή κι εφαρμογών στο τομέα των πολιτικών και των στρατηγικών σε κάποιους κρίσιμους τομείς της (ή και σ’ όλους!). Είναι δηλαδή συνέπεια του κακού μάνατζμεντ, ενώ, η ειδική περίπτωση της διαφθοράς, είναι εν πολλοίς, κι αυτή αποτέλεσμα κακού μάνατζμεντ (εκτός κι αν η διαφθορά αφορά έχει φτάσει στο ανώτατο μάνατζμεντ που υποτίθεται ότι χαράσσει τις πολιτικές εναντίον της). Όπως κι αν έχει όμως το πράγμα, «τη νύφη» συνήθως τη πληρώνουν «οι παρακάτω» και κατά τεκμήριο αμέτοχοι των αιτών που παράγουν κρίσεις. Είναι αυτοί που θα ακούσουν τα εξ αμάξης για τη χαμηλή τους παραγωγικότητα, για τα λάθη τους, για την αναποτελεσματικότητά τους, ακόμα κι όταν ήταν αυτοί οι ίδιοι οι άνθρωποι που τις καλές μέρες κρατούσαν τη παραγωγικότητα ή την αποτελεσματικότητα σε υψηλά επίπεδα. Τι συνέβη λοιπόν; Πολύ απλά, το ψάρι βρωμάει μεν πάντα απ’ το κεφάλι, αλλά όταν επέρχεται ο θάνατος, το κεφάλι είναι το τελευταίο μέρος του ψαριού που πεθαίνει, εξόν κι αν κανείς το αποκεφαλίσει βίαια. Έτσι, ο Χάρολντ Όουκλάντερ, καθηγητής στο πανεπις΄τημιο Πέις, και ειδικός στα θέματα μείωσης του εργατικού δυναμικού, πριν πάρα πολλά χρόνια ανέφερε ότι «… πολλές απολύσεις για «μείωση του κόστους» είναι στην ουσία αντιπαραγωγικές γι’ αυτό το λόγο. Στις περιπτώσεις που ανατίθενται σε παλιούς υπαλλήλους να αναπληρώσουν τους απολυθέντες, παρατηρεί, το αποτέλεσμα είναι μια πλημμυρίδα εργασιακών μεταβολών. Και αυτό γιατί, για κάθε άτομο που απολύεται, τρεις ή τέσσερις άλλοι μετακινούνται σε θέσεις εργασίας για τις οποίες δεν έχουν τις κατάλληλες γνώσεις. Οι παραδοσιακοί επικοινωνιακοί κρίκοι κόβονται, με αποτέλεσμα τη μείωση –αντί της αναμενόμενης αύξησης- της παραγωγικότητας. Απτόητα, τα κορυφαία διευθυντικά στελέχη εκμηδενίζουν στη συνέχεια τις στρατιές των μεσαίων στελεχών που είχαν δημιουργήσει οι ίδιοι με τα χρόνια για τη διαχείριση της χιονοστιβάδας πληροφοριών…» (Alvin Toffler : Νέες Δυνάμεις, σελ. 300, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1991)

Επανερχόμενος στο κλίμα των ημερών, και κλείνω μ’ αυτό, θα επισημάνω γι ακόμα μια φορά, το πόσο κακό κάνουν όλοι εκείνοι οι κυβερνητικοί παράγοντες (και η κυβέρνηση συνολικά) αλλά και εκείνοι οι επιχειρηματίες, που βάλθηκαν να καλλιτεχνούν ένα πορτρέτο ενός μαύρου σήμερα κι ενός ακόμα πιο μαύρου αύριο, καλλιεργώντας ταυτόχρονα και την απαισιοδοξία ελπίζοντας ότι μ’ αυτό τον τρόπο θα «χαλιναγωγήσουν» τον κόσμο ώστε να παραιτηθεί των όποιων διεκδικητικών του σχεδίων αναφορικά με τις οικονομικές του απαιτήσεις αλλά και τις απαιτήσεις που μπορεί να έχει από ένα κράτος που κατ΄ επίφαση πλέον φέρει και τη ταμπέλα «κοινωνικό». Δεν αντιλαμβάνονται, ή αν το αντιλαμβάνονται τότε το κάνουν γιατί κερδίζουν απ’ αυτό το κλίμα, ότι και στις δυο περιπτώσεις η ζημιά για τον τόπο και για τους ίδιους θα είναι αύριο πολύ μεγαλύτερη απ’ ό,τι μπορούν να φανταστούν. Το παιχνίδι με ένα λαό που τον έχεις φέρει με τη πλάτη στο τοίχο και δεν έχεις τη στοιχειώδη εξυπνάδα να τον αφήσεις λίγο να ανασάνει, είναι ένα παιχνίδι επικίνδυνο και ίσως αποδειχτεί και εκρηκτικό σαν έρθει η ώρα της «αποσυμπίεσης», η ώρα όπου θα έρθουν αντιμέτωπες δυο προοπτικές : η αισιοδοξία των λίγων (που είτε το αγνοούν είτε το ξέρουν αλλά κάνουν ότι το αγνοούν είναι το ίδιο) με την σωρευμένη απαισιοδοξία της τεράστιας μάζας του λαού, που κάποια στιγμή θ’ αποφασίσει πως μεταξύ μιας παραδομένης στη μιζέρια και στο θάνατο ζωής και μιας αντίστασης από την οποία ενώ δεν θα έχει να χάσει τίποτα αντίθετα μόνο κέρδη θα περιμένει, θα επιλέξει το δεύτερο. Αυτή η στιγμή, θα είναι μια στιγμή που μόνο πόνο και δάκρυα θα φέρει σε υπαίτιους αλλά δυστυχώς και σε αναίτιους. Κι αυτή τη στιγμή δεν πρέπει να την υποτιμά κανείς ως δυνατότητα και πιθανότητα έλευσης. Ένας τέτοιος λαός, ο οποιοσδήποτε τέτοιος λαός, μοιάζει με ναρκοπέδιο πυκνής ναρκοθέτησης, κι αρκεί έστω χάριν παιδιάς να ριχτεί ένα λιθαράκι μέσα σ’ αυτό το ναρκοθετημένο έδαφος, ώστε η μια νάρκη που θα σκάει με τα θραύσματά της θα ενεργοποιεί τις παρακείμενες.

Η Μαύρη Κουλτούρα της κακομοιριάς και της απαισιοδοξίας είναι η κουλτούρα των ανεπαρκών ηγεσιών ή ηγεσιών που δεν είναι μεν ανίκανες, όμως έχουν στοχεύσεις και διαπνέονται από ιδανικά ασύμβατα με τις στοχεύσεις και τα ιδανικά ενός λαού –του κάθε πιστεύω λαού- που δεν επιθυμεί να βιώσει ξανά το κακό παρελθόν αλλά ένα καλύτερο μέλλον, ή όπερ το αυτό, να επανακατακτήσει ένα απωλεσθέν καλό παρελθόν, σαν πρώτο βήμα, ώστε να διεκδικήσει στη συνέχεια μια πραγματική πρόοδο. Η Μαύρη Κουλτούρα είναι η καρδιά ενός Συστήματος Απαξιών, ενός συστήματος που παράγει στασιμότητα όταν δεν παράγει οπισθοδρόμηση.