Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

(Έκτακτο προλογικό σημείωμα : το άρθρο αυτό γράφτηκε πριν τις τελευταίες εξελίξεις που αφορούν το (προσωρινό ελπίζω) κλείσιμο του blog «troktiko» - Δεν έχω να προσθέσω τίποτα περισσότερο απ’ όσα ήδη σημειώνει στη παρέμβασή του ο Τέρενς Κουίκ (βλ. http://kafeneio-gr.blogspot.com) – Ας μου επιτραπεί το άρθρο αυτό να το αφιερώσω εν είδει συμπαράστασης στο «troktiko» - Είμαι εναντίον της δίωξης κάθε μέσου έκφρασης γνώμης και είδησης, για οποιοδήποτε λόγο (εκτός αυτών που ο κ. Κουίκ αναφέρει στο σημείωμά του) και με την επιπλέον προϋπόθεση ότι το μέσο αυτό αναγνωρίζει το ίδιο δικαίωμα σε κάθε άλλον)


Ακούω τρεις ποιητές ταυτόχρονα : την τραγουδίστρια (η ποιήτρια) που τραγουδά σε στίχους (ο άλλος ποιητής) έξοχα μελοποιημένο (από τον τρίτο ποιητή). Ποιήτρια η τραγουδίστρια, ποιητής ο στιχουργός, ποιητής ο συνθέτης : διότι και οι τρεις τους ποιούν. Η τραγουδίστρια που ακούω ποιεί μελωδία που δίνει μιαν άλλην διάσταση στο στίχο με τον υπαινιγμό και στην υποβολή του μηνύματός του. Για την υποβολή της μουσικής σημειώνει ο Ιάσων Ευαγγέλου : «Καμμία από τις καλές τέχνες δεν μπορεί να συγκριθεί με τη μουσική σε υποβλητική δύναμη» (Μουσική και Ποίηση, περιοδ. Εποπτεία, Τεύχ. 13-14, 1977, σελ. 376), ενώ για τον υπαινιγμό (και την υποβολή) στη ποίηση θα σημειώσει ο Γ. Διζικιρίκης : «» («Πρωτοπορία», «Παράδοση» και «Σύγχρονη Γραφή» εις περιοδ. Επιστημονική Σκέψη, Τεύχ. 5, Γενάρης-Φλεβάρης 1982, σελ. 62). Ο στιχουργός ποιεί το μήνυμα : η καρδιά του εγχειρήματος. Ο συνθέτης : α! αυτός έρχεται να δώσει σ’ ένα έτοιμο σώμα τη κοινωνική του διάσταση : έρχεται να διασπείρει το μήνυμα στη κοινωνία. έργο τεράστιο. μπορεί ένα έξοχο μήνυμα να το ........
.καταστρέψει, μπορεί ένα ασθενές μήνυμα να το δυναμώσει.


Ακούω το τραγούδι (Ποίηση – στίχοι : Λευτέρης Παπαδόπουλος, τραγούδι (στη συγκεκριμένη εκτέλεση) Μαρία Φαραντούρη, σύνθεση Μίκης Θοδωράκης) :



Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν / Πως σε πιστεύουν, σ’ αγαπούν / Και πως σε θένε

……….

Κάποτε θα ΄ρθουν γνωστικοί / Λογάδες και γραμματικοί / Για να σε πείσουν

…………

Έχε το νου σου στο παιδί / Κλείσε την πόρτα με κλειδί / Θα σε πουλήσουν

……………



Λόγος περιεκτικός, με μήνυμα συμπυκνωμένο –εδώ ό,τι θρέφει τον ξύλινο και ανούσιο πολιτικό λόγο σκοτώνει : ο πλεονασμός, η επανάληψη και η κοινοτυπία. Λόγος απλός, μα όχι λιτός : «Η λιτότητα στη ποίηση είναι φτώχεια, η απλότητα είναι μεγαλείο. Να δίνουμε σε κάθε πράγμα το χώρο που του ταιριάζει, ούτε λιγώτερο ούτε περισσότερο, αυτό είναι η απλότητα. Απλότητα είναι δικαιοσύνη· απλότητα όντας είναι αφέλεια. Η αφέλεια είναι το πρόσωπο της αλήθειας. Η απλότητα που έχει κοντή ανάσα, είναι παθολογικά περίπτωση…» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα, σελ. 97) Οι λέξεις στη ποίηση αποκτούν μιαν άλλη διάσταση, έχουν μιαν άλλην ερμηνεία από τις ίδιες αυτές λέξεις όταν χρησιμοποιούνται στη καθημερινότητά μας. Όπως ορθά το θέτει ο R. Barthes «…αν οι λέξεις δεν είχαν παρά μια μονάχα σημασία, αυτή δηλαδή που δίνει το λεξικό, αν δεν έρχονταν μι δεύτερη γλώσσα να ταράξει και να απελευθερώσει τις βεβαιότητες του γλωσσικού ιδιώματος, δε θα υπήρχε λογοτεχνία» (Γ. Διζικιρίκης : «Πρωτοπορία», «Παράδοση» και «Σύγχρονη Γραφή» εις περιοδ. Επιστημονική Σκέψη, Τεύχ. 5, Γενάρης-Φλεβάρης 1982, σελ. 62) Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως διαβάζοντας ένα ποίημα αρκετές φορές οι λέξεις με τη καθημερινή τους ερμηνεία δεν μπορούν καθόλου να το ερμηνεύσουν, και χρειάζεται να επιστρατεύσουμε τη γλώσσα της ψυχής μας για να δούμε τι λέει ο ποιητής.



Τι είναι λοιπόν η ποίηση; Είναι ο Παγκόσμιος Λόγος. Ο Λόγος που ενσωματώνει κάθε άλλο Λόγο. Τον πολιτικό, τον καλλιτεχνικό, τον επαναστατικό, τον λογοτεχνικό, ακόμα και τον επιστημονικό. Το είδαμε μόλις παραπάνω. Άλλωστε δεν μπορείς να απευθύνεσαι στη κοινωνία, στο λαό, για οποιοδήποτε θέμα του, αγνοώντας το περισσότερο ή λιγότερο πολιτικό υπόβαθρο του θέματος.



Ποίηση συνεπώς δεν είναι μονάχα ό,τι είναι γραμμένο σε στίχο (αν κι εδώ σ’ αυτή τη ποίηση θα εστιάσω). Είναι οτιδήποτε ποιεί μια παναθρώπινη αξία, οτιδήποτε προάγει την υπόθεση του Ανθρώπου τη Ζωή του. Η Ποίηση, εγγράφεται στις Ψυχές των Ανθρώπων, είναι το τετράδιό της. η Ποίηση εγγράφεται στους Αιώνες, οι οποίοι είναι το «αναγνωστικό» της κοινό. Σε κάποια του επιστολή ο Μωϋσής Ες (δάσκαλος του Μαρξ) έγραφε στον Αλέξανδρο Χέρτμεν (γύρω στα 1850) : «Αυτά που εσείς κι εγώ έχουμε γράψει σχετικά με την πρόσφατη ευρωπαϊκή αναταραχή, μοιάζουν με μια απλή σκιαγραφία πάνω σ’ ένα κομμάτι χαρτί. Ενώ οι κρίσεις του Μαρξ σχετικά με τα ίδια γεγονότα, είναι χαραγμένες με σκαρπέλο πάνω στο βράχο των αιώνων.» (George Liehtheim : Σύντομη Παγκόσμια Ιστορία του Σοσιαλισμού, εκδ. Γλάρος, Αθήνα, 1976, σελ. 89) Διαβάζετε τους βράχους, όχι τις φυλλάδες. Πάνω στους βράχους είναι γραμμένη η Αγία Γραφή, το Κοράνι, οι Βέδες, τα κείμενα του Αριστοτέλη, του Πλάτωνα, του Σοφοκλή, του Άμλετ, του Ντοστογιέφσκι, του Ελύτη του Ρίτσου, οι παρτιτούρες της μουσικής του Θεοδωράκη, του Χατζηδάκη, οι φωνές των τραγουδιστών (που δεν τραγουδούν σκουπίδια) …



Η ποίηση είναι εξ ορισμού πολιτική και εν δυνάμει επαναστατική. Ακόμα και το πιο ερωτικό ποίημα, δεν μπορεί παρά να είναι επαναστατικό και συνακόλουθα πολιτικό (ή αντιστρόφως αν προτιμάτε) : διότι η αγάπη, ο έρωτας, είναι επαναστατικές καταστάσεις. Το ότι μπορείς να αγαπάς και να ερωτεύεσαι, σημαίνει ότι έχεις μπροστά σου δυο τουλάχιστον αξίες για τις οποίες θα ήσουν έτοιμος να αγωνιστείς, να επαναστατήσεις, να κάνεις επιλογές (μέσα σ’ αυτές και πολιτικές) που θα άξιζαν τον κόπο ώστε να θεμελιώσεις και να υπερασπιστείς τούτες τις αξίες, και πολύ περισσότερο : δυο ισχυρά συναισθήματα που εύκολα μπορούν να μετατραπούν σε εκρηκτικό πάθος. Η ποίηση που υμνεί αυτές τις επιλογές, είναι εξ ορισμού πολιτική και επαναστατική.



Είναι ακόμα η ποίηση πολιτική και εν δυνάμει επαναστατική, διότι η ποίηση αναδύεται μέσα απ’ το ατομικό, κοινωνικό, πολιτισμικό γίγνεσθαι, κι αφού αυτά τα είδη του γίγνεσθαι είναι παρόντα, είναι παρόν και το πολιτικό γίγνεσθαι.



Προσέξτε όμως : η Ποίηση δεν είναι πολιτική. Η Ποίηση υπερβαίνει την πολιτική, και κάθε άλλο «εργαλείο» κοινωνικής διαχείρισης. Η Ποίηση είναι σκοπός (Τάκης Σινόπουλος : Απόψεις για τον ποιητή και την ποίηση, εις περιοδ. Εποπτεία, τεύχ. 51, 1980, σελ. 781). Είναι το ιδεολογικό υπόβαθρο της κοινωνίας και άρα των εργαλείων διαχείρισής της και των μέσων δράσης της.



Ο Ουγκώ, πολύ νωρίς είδε τον πόλεμο που ετοιμάζονταν εναντίον της Ποίησης. Κάθε τι που απειλεί την παρακμή, αποτελεί στόχο του κάθε παρακμιακού συστήματος. Κάθε τι που απειλεί την κατάχρηση της εξουσίας, που απειλεί την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, αποτελεί το στόχο εκείνων των δυνάμεων που συνηγορούν στη κατάχρηση και στην απειλή. Λέει : «Πολλοί άνθρωποι στις ημέρες μας, ικανοί κερδοσκόποι στο χρηματιστήριο και συχνά συμβολαιογράφοι λένε και ξαναλένε : Πάει η ποίηση. Είναι σχεδόν σαν να λέγανε : Δεν υπάρχουν πια τριαντάφυλλα, χάθηκε η άνοιξη, ο ήλιος δεν ανατέλει πια σύρτε σ’ όλα τα λειβάδια της γης, δεν θα βρείτε ούτε την παραμικρή πεταλούδα, δεν υπάρχουν πια φεγγαρόφωτα και το καρδερίνι δεν τραγουδάει πια, το λιοντάρι δεν βρυχιέται πια, ο αητός δεν πετάει πια, οι Άλπεις και τα Πυρηναία εξαφανίστηκαν, δεν υπάρχουν πια όμορφες κοπέλλες κι’ όμορφοι νέοι, κανένας δε σκέφτεται τους τάφους, η μητέρα δεν αγαπάει πια το παιδί της, ο ουρανός έσβυσε και σταμάτησε η ανθρώπινη καρδιά…» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα, σελ. 44). Και συνεχίζει : «…Ο ποιητής είναι ζυμωμένος ταυτόχρονα με απειλή και με υπόσχεση. Η ανησυχία που εμπνέει στους καταπιεστές καθησυχάζει και παρηγορεί τους καταπιεσμένους. Η δόξα του ποιητή συνίσταται στο να βάζει ένα σκληρό προσκεφάλι στην πορφυρένια κλίνη των δήμιων. Χάρι σ’ αυτόν ο τύραννος ξυπνάει συχνά λέγοντας : Κοιμήθηκα άσχημα. Όλοι οι σκλάβοι, όλες οι καταπιέσεις, όλες οι οδύνες, όλες οι αγυρτείες, όλες οι απογνώσεις, όλες οι πείνες και όλες οι δίψες, έχουν δικαιώματα απάνω στον ποιητή· αυτός έχει έναν πιστωτή : το ανθρώπινο γένος.» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα, σελ. 139-140) Ο Camus απ’ την άλλη, κάνοντας μια ειδική εστίαση στην συμβολή της πίεσης στη δημιουργία του επαναστατικού πνεύματος, αναφέρεται στον σουρρεαλισμό και σημειώνει (Albert Camus : Ο επαναστατημένος άνθρωπος, εκδ. ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ, Αθήνα, 1971, σελ. 109-110) : «Η επαναστατημένη ποίηση στο τέλος του 19ου και στην αρχή του 20ου αιώνα ταλαντευόταν συνέχεια ανάμεσα στα δυο άκρα : τη λογοτεχνία και τη δύναμη της θέλησης, το παράλογο και τ’ ορθολογιστικό, το απελπισμένο όνειρο και την ανελέητη πράξη. Για μια τελευταία φορά αυτοί οι ποιητές, και περισσότερο οι σουρρεαλιστές, φωτίζουν για μας το δρόμο από το φαίνομαι στο κάνω, με μια θεαματική λοξοδρόμηση. Ο Χώθορν έγραψε για το Μέλβιλ ότι αυτός ο άπιστος δεν μπορούσε να βασιστεί στην απιστία. Το ίδιο και για κείνους τους ποιητές που άρχισαν την επίθεση ενάντια στον ουρανό, είναι δυνατό να πούμε, θέλοντας ν’ ανατρέψουν τα πάντα, επιβεβαίωσαν συνάμα την απελπισμένη τους νοσταλγία για μια τάξη. Με μια τελευταία αντίφαση θέλησαν να βγάλουν λογική απ’ τον παραλογισμό και να κάνουν τον παραλογισμό μέθοδο. Αυτοί οι μεγάλοι κληρονόμοι του ρομαντισμού ισχυρίστηκαν πως θα κάνουν την ποίηση πρότυπο και ότι θα βρουν στο πιο σπαραχτικό της στοιχείο την αληθινή ζωή. Θεοποίησαν τη βλασφημία και μεταμόρφωσαν την ποίηση σε βίωμα και σε μέσο δράσης. Μέχρι την εποχή τους εκείνοι που ισχυρίστηκαν ότι επιδρούν πάνω στα γεγονότα και στον άνθρωπο, τουλάχιστο στη Δύση, το είχαν κάνει στ’ όνομα των ορθολογιστικών κανόνων. Ο σουρρεαλισμός αντίθετα, με τον Ρεμπώ, θέλησε να βρει στην παραφροσύνη και στην κατάλυση των καθιερωμένων έναν κανόνα σύνθεσης. Ο Ρεμπώ, με το έργο του και μόνο μ’ αυτό, είχε ανοίξει το δρόμο, αλλά με τον αστραποβόλο τρόπο που η θύελλα αποκαλύπτει τα κράσπεδα του δρόμου. Ο σουρρεαλισμός χάραξε αυτό το δρόμο και καθόρισε και τον κώδικα κυκλοφορίας. Με τις υπερβολές και τις υποχωρήσεις του έδωσε την τελευταία και μεγαλοπρεπή του έκφραση σε μια πρακτική θεωρία της παράλογης εξέγερσης, τον ίδιο καιρό που σ’ έναν άλλο δρόμο η επαναστατημένη σκέψη θεμελίωνε τη λατρεία της απόλυτης λογικής. Οι εμπνευστές του, ο Λωτρεαμόν κι ο Ρεμπώ, μας μαθαίνουν πάντως από ποιο δρόμο η παράλογη επιθυμία της επίδειξης μπορεί να οδηγήσει το στασιαστή στις πιο ανελεύθερες μορφές δράσης.» Αναφέρομαι ειδικά στην παρέμβαση του Camus, για να κάνω τη δική μου παρατήρηση : η ποίηση κινείται αναγκαστικά σαν το μπαλάκι του πινγκ-πονγκ καλύπτοντας όλα τα άκρα κι όλη την έκταση του «γηπέδου», διότι η πίεση για να εκφραστεί πρέπει να έχει πλήρη εποπτεία όλου του γηπέδου, σ’ αντίθεση με κάθε άλλο λόγο, ιδίως τον πολιτικό, που έχουν ριζώσει σε συγκεκριμένα μέρη αυτού του γηπέδου και αρνούνται κάθε μετακίνηση. Όχι όμως μονάχα αυτό. Η ποίηση αναγκαστικά θα αμφισβητήσει τα κατεστημένα όρια του «γηπέδου», αν θέλει να είναι όντως ελεύθερη –διαφορετικά, η ανελευθερία αποτελεί όχι τον θανάσιμο εχθρό της, μα την αιτία του βέβαιου θανάτου της.



Ο Ποιητής του Ανθρώπου, υπερασπίζεται τον Άνθρωπο, γι’ αυτό και λέγεται : «Ποιητής του Ανθρώπου». Διότι υπάρχουν κι οι ποιητές της εξουσίας : ταγμένοι να βοηθήσουν στην υποταγή του Ανθρώπου στην καταχρηστική εξουσία (διότι κυρίως η καταχρηστική εξουσία έχει ανάγκη από δουλόφρονες πνευματικές ηγεσίες) Ο Μίνιμους, να ένας τέτοιος ποιητής ενεργούμενο μιας παρακμιακής εκουσίας, που σύνθεσε ένα τραγούδι που τραγουδιόταν κάθε Κυριακή κι άρχιζε : «Ω Κτήμα των Ζώων, ω Κτήμα των Ζώων, Εγώ ποτέ κακό δεν θ’ αφήσω να πάθετε!» (George Orwell : Η φάρμα των ζώων, εκδ. Κάκτος, Αθήνα, 1979, σελ. 98) Ο Ποιητής του Ανθρώπου, θα στηλιτεύσει χωρίς περιστροφές : η πολύ περιστροφή, αδυνατίζει το μήνυμα, κι έχει συχνά σκοπιμότητα (ακριβώς την αποδυνάμωση ενός μη επιθυμητού απ’ την καταχρηστική εξουσία μηνύματος). Λέει : «…Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέφρα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισρπάξουν αυτοί το μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν άνθη το Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων… Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει τον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού θα στενάξουν οι νέοι και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει… Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα ‘χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μη έχοντας άλλη εξορία, πού να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια..» (Οδυσσέας Ελύτης : Το Άξιον Εστί, εκδ. Ίκαρος, 13η έκδοση, σελ. 66)



Ο Ποιητής του Ανθρώπου, κοιτά την κοινωνία που αγωνιά, τον άνθρωπο που διαμαρτύρεται, που οδύρεται. Δεν του αρέσει το θέαμα. Από τη μια κάνει τη διαπίστωση, μια διαπίστωση που πονά : «Μας ταπείνωσαν όλες οι ταπείνωσες, / με την απόφαση την ήσυχη του ανέλπιδου / ρουφήξαμε όλους τους καημούς κι όλους τους τρόμους» (Κ. Παλαμάς : εις Η. Ν. Αποστολίδης : Ανθολογία, 5η έκδ., έκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήναι, 1954, σελ. 526) Αλλά είναι ο Ποιητής –πάλι- του Ανθρώπου που γυρίζει και λέει στη κοινωνία, στο λαό : «Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μια μέρα / που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι / να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει / έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα / πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του. / Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι, / όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει / εκείνο τ’ όχι –το σωστό- εις όλην την ζωή του.» (Κ. Π. Καβάφης : Ποιήματα, εκδ. Γαλαξία – Ερμείας, 1983, σελ. 14) Και βάζει τον λαό προ των ευθυνών του. Του αρνείται το δικαίωμα να διαμαρτύρεται και να αγωνιά όταν τούτος ο λαός φοβάται να πει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο Όχι. Η ελευθερία είναι, για να χρησιμοποιήσω την παρομοίωση του Φιλόθεου Ο’ Νέντυ «το τρομερό όνομα γραμμένο πάνω στο άρμα της θύελλας» (Albert Camus : Ο επαναστατημένος άνθρωπος, εκδ. ΜΠΟΥΚΟΥΜΑΝΗ, Αθήνα, 1971, σελ. 137) Η αξιοπρέπεια προϋποθέτει ουσιαστική ελευθερία, και τίποτα απ’ αυτά δεν είναι εύκολο, και πολύ περισσότερο, ποτέ καμία εξουσία δεν πρόσφερε έτσι απλόχειρα τούτες τις αξίες.



Από την άλλη, ένας άλλος Ποιητής του Ανθρώπου, ο Μεγάλος Κρητικός, κηρύσσει το πόλεμο : «Πόλεμο στους άπιστους! Άπιστοι είναι οι ευχαριστημένοι, οι χορτασμένοι, οι στείροι.» (Ν. Καζαντζάκη : Ασκητική, εκδόσεις, Ελένης Ν. Καζαντζάκη, Αθήνα, 1985, σελ. 80) Τι λόγος! Σε μια αράδα ολάκερο σύγγραμμα! Κοντά στον Μεγάλο Κρητικό κι ένας άλλος Μεγάλος Ποιητής θα πει για τους «κουρασμένους», τους υποταγμένος «στη μοίρα» : «…ένα χαλασμένο στομάχι είναι το πνεύμα τους ακριβώς : αυτό συμβουλεύει τον θάνατο! Γιατί, αληθινά, αδελφοί μου, το πνεύμα είναι ένα στομάχι! Η ζωή είναι μια πηγή της χαράς : μα γι’ αυτόν που μιλά με το χαλασμένο του στομάχι, τον πατέρα της θλίψης, όλες οι πηγές είναι δηλητηριασμένες. Να γνωρίζεις : αυτή ’ναι η χαρά για όποιον έχει λιονταρίσια θέληση! Μα όποιος κουράστηκε, αυτός δεν είναι παρά το ενεργούμενο μόνο μιας ξένης θέλησης, που το κάνουν τα κύματα ό,τι θέλουν.» (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 282) Παρακαταθήκες προς λαούς που επιθυμούν να επιζήσουν με αξιοπρέπεια. Διότι όλοι θα ζήσουν : μα ο Ποιητής του Ανθρώπου δεν θέλει μια όπως-όπως ζωή, θέλει μια Ζωή (με κεφαλαίο το «Ζ») γεμάτη αξιοπρέπεια, πραγματική ελευθερία, και δημιουργική.


Ο Ποιητής του Ανθρώπου πιάνει τη «στιγμή» και τη κάνει Αιωνιότητα, πιάνει το «συμβάν» και το κάνει «Μεγάλη Υπόθεση». Υμνεί τον Άνθρωπο, τον απλό άνθρωπο που έχει οράματα και ελπίδες για άλλες ανθρωπινότερες κοινωνίες, τούτες τις τροφούς του Αγώνα του Ανθρώπου. Τον Άνθρωπο της Καθημερινότητας, που γνωρίζει τη θέλει, αλλά που δεν έχει τα «επιχειρήματα» πάντα να «θεμελιώσει» αυτό που θέλει, κι έτσι, πάνω σε τούτη την αδυναμία η Κατεστημένη Αθλιότητα χτίζει την αντίδρασή της, με «συμμάχους» (διάβαζε : αργυρώνητους) πολλούς απ’ το χώρο του Κατεστημένου Κεφαλαίου της Πνευματικής Αθλιότητας. Ξέρει ο Απλός Άνθρωπος ότι αυτοί οι Άθλιοι μιλάνε δήθεν ωραία, μα στην ουσία άθλια, μιλάνε δήθεν με επιχειρήματα, μα τα επιχειρήματά τους είναι τα επιχειρήματα της Κατεστημένης Αθλιότητας. Είναι οι Άθλιοι που θέλουν να πείσουν του φτωχούς ότι νοιάζονται για τη φτώχεια τους, μα οι φτωχοί ξέρουν πως παρεκτός απ’ τον κορβανά που μοιράζει τα επιδόματα φτώχειας στους φτωχούς, τούτοι οι Άθλιοι κανένα άλλο ενδιαφέρον δεν έχουν για τους φτωχούς, παρεκτός τη Πίττα να τη μοιράζονται όσο το δυνατό λιγότεροι, γιατί όσο λιγότερο φτωχοί θα γίνονται οι φτωχοί, τόσο το κομμάτι της φάρας τους θα μειώνεται, και η Κατεστημένη Αθλιότητα δεν βρίσκεται εδώ για τέτοιους «αλτρουιστικούς» στόχους.



Ο Ποιητής του Ανθρώπου, αφουγκράζεται της φωνή των Ψυχών που χάθηκαν από άνομα βόλια της Εξουσίας και που απ’ τον κόσμο τους μιλάνε στις μανάδες τους. Λένε : «Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι : περιστέρι, / κι εμείς ούτ’ ένα ψίχουλο δεν έχουμε στο χέρι./ Εμείς κρατάμε όλη τη γης μές στ’ αργασμένα μπράτσα / και σκιάχτρα στέκουνται οι Θεοί κι αφέντη έχουνε φάτσα.» (Γιάννης Ρίτσος : Επιτάφιος, 33η έκδοση, εκδ. Κέδρος, σελ. 15) Τι βαρύς λόγος ο Λόγος του Πόνου! Ο Λόγος της Μάνας που θρηνεί το δολοφονημένο της παιδί, που κατέβηκε στο δρόμο ζητώντας λίγο περισσότερο καθαρό αέρα για να αναπνεύσει «ανθρώπινα». Μάης 1936, Θεσσαλονίκη. Όμως, δεν είναι ο θρήνος αυτής της μάνας, ούτε είναι τούτο μόνο το θύμα της εξουσίας. Είναι ο Αρχέγονος Θρήνος όλων των Μανάδων που θρηνούν τα παιδιά τους που χάθηκαν στον Αρχέγονο Αγώνα για την Επιβίωση μές’ την Αξιοπρέπεια). Ψέλνει ο Ποιητής του Ανθρώπου : «Τι έκανες, γιε μου, εσύ κακό; Για τους δικούς σου κόπους / την πλερωμή σου ζήτησες απ’ άδικους ανθρώπους. / Λίγο ψωμάκι ζήτησες και σούδωκαν μαχαίρι, / τον ιδρώτα σου ζήτησες και σούκοψαν το χέρι. / Δεν ήσουν ζήτουλας εσύ να πας παρακαλιώντας, / με τη γερή σου την καρδιά πήγες ορθοπατώντας / Και χύμηξαν απάνου σου τα σμουλωχτά κοράκια / και σούπιαν το αίμα, γιόκα μου, σου κλείσαν τα χειλάκια.» (Γιάννης Ρίτσος : Επιτάφιος, 33η έκδοση, εκδ. Κέδρος, σελ. 22)



Ο Ποιητής του Ανθρώπου, διηγείται τον Αγώνα του Ανθρώπου για την Ελευθερία του Πνεύματός του. Είπε ο Ζαρατούστρα : «Θα σας μιλήσω τώρα για τις τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος : πώς το πνεύμα γίνεται καμήλα, και λιοντάρι η καμήλα, και παιδί, τελικά, το λιοντάρι. Πολύ φορτίο σηκώνει το πνεύμα, το δυνατό, το υπομονετικό πνεύμα, που το κατοικεί ο σεβασμός : το βαρύ και το πιο βαρύ φορτίο απαιτεί η δύναμή του. Τι ’ναι βαρύ; έτσι ρωτά το υπομονετικό πνεύμα, έτσι γονατίζει, της καμήλας όμοιο, και θέλει να φορτωθεί καλά. Τι ’ναι το πιο βαρύ ώ ήρωες; έτσι ρωτά το υπομονετικό πνεύμα, -για να πάρω πάνω μου και να χαρεί η δύναμή μου. Δεν είναι τούτο δω : το να ταπεινώνεται κανείς, για να κάνει την περηφάνεια του να υποφέρει; Το να κάνει την τρέλα του να λάμψει, για να χλευάσει τη σοφία του; Ή μη και είναι τούτο δω : το να παρατήσουμε τον αγώνα μας, τη στιγμή που πανηγυρίζει τη νίκη του; Το ν’ ανεβαίνουμε σε ψηλό βουνό, για να πειράζουμε τον Πειρασμό; Ή μη και είναι τούτο δω : το να τρέφεται κανείς με βελάνια και χόρτο της γνώσης και να υποφέρει από πείνα η ψυχή του, προς χάριν της αλήθειας; Ή μη και είναι τούτο δω : το να είμαστε άρρωστοι και να διώχνουμε τους παρηγορητές και το να γινόμαστε φίλοι με κουφούς, που ποτέ δεν ακούνε αυτό που θέλεις; Ή μη και είναι τούτο δω : το να μπαίνουμε σε βρώμικο νερό, αν αυτό είναι το νερό της αλήθειας και να μη διώχνουμε από πάνω μας τους παγερούς βατράχους και τους καφτερούς φρύνους; Ή μη και είναι τούτο δω : το ν’ αγαπούμε αυτούς που μας περιφρονούν, και το ν’ απλώνουμε το χέρι στο φάντασμα, όταν θέλει να μας κάνει να τρομάξουμε; Όλα αυτά τα πιο βαριά φορτία σηκώνει το υπομονετικό πνεύμα πάνω του : σαν την καμήλα που τρέχει φορτωμένη στην έρημο, έτσι τρέχει και το πνεύμα στη δική του έρημο. Μα μέσα την ερημικώτερη έρημο συμβαίνει η δεύτερη μεταμόρφωση· το πνεύμα γίνεται λιοντάρι εδώ. Θέλει να καταχτήσει την ελευθερία του και να γίνει κύριος στην δική του έρημο. Εδώ ζητά τον τελευταίο του κύριο : θέλει να γίνει εχθρός του κ’ εχθρός του τελευταίου Θεού του, και θέλει να διεκδικήσει τη νίκη απ΄ τον δράκο. Ποιος είναι ο μεγάλος δράκος, που το πνεύμα δε θέλει πια να τον ονομάζει κύριό του και Θεό του; «Οφείλεις» λέγεται ο μεγάλος δράκος. Μα το πνεύμα του λιονταριού λέει : «Θέλω». Το «Οφείλεις» βρίσκεται μέσα στο δρόμο του, χρυσολάμποντας, ένα ζώο γιομάτο λέπια και πάνω σε κάθε λέπι λάμπει κι από ένα χρυσό «Οφείλεις!» Χιλιόχρονες αξίες λαμποκοπούν στα λέπια αυτά, κ’ έτσι μιλά ο πιο δυνατός απ’ όλους τους δράκους δράκος : «κάθε αξία των πραγμάτων –λαμποκοπά πάνω μου». «Κάθε αξία δημιουργήθηκε κιόλας, και κάθε δημιουργημένη αξία –είμαι εγώ. Αλήθεια, κανένα «Θέλω» δεν πρέπει να υπάρχει πια!» Έτσι μιλά ο δράκος. Αδελφοί μου, για τι πράγμα χρειάζεται το λιοντάρι στο πνεύμα; Γιατί να μην αρκεί το φορτηγό ζώο, που είναι όλο εγκράτεια και σεβασμό; Να δημιουργήσει νέες αξίες –ούτε και το λιοντάρι το μπορεί αυτό : μα μπορεί να δημιουργήσει ελευθερία στον εαυτό του για καινούρια δημιουργία –να τι μπορεί η δύναμη του λιονταριού. Να δημιουργήσει ελευθερία στον εαυτό του κι ακόμα ένα άγιο Όχι μπροστά στο Καθήκον : γι’ αυτό αδελφοί μου χρειάζεται το λιοντάρι. Ν’ αποχτήσει το δικαίωμα σε νέες αξίες –αυτό ’ναι το τρομερώτερο απόχτημα για ένα ανθεκτικό σε φορτίο πνεύμα, που το κατοικεί ο σεβασμός. Αλήθεια, μια αρπαγή του είναι αυτό κι αρπαχτικού ζώου δουλειά. Έναν άλλον καιρό αγαπούσε το «Οφείλεις» σαν το πιο άγιο πράγμα του : τώρα και στο πιο άγιο πράγμα πρέπει να βρει αυταπάτη και αυθαιρεσία, για ν’ αρπάξει ελευθερία από την αγάπη του : λιοντάρι χρειάζεται για μια τέτοια αρπαγή. Μα πήτε μου, αδελφοί μου, τι μπορεί να κάμει ακόμα το παιδί, που ούτε και λιοντάρι ακόμα δε μπορεί να κάμει; Για ποιόν λόγο το αρπαχτικό λιοντάρι πρέπει να γίνει και παιδί ακόμα; Το παιδί ’ναι αθωότητα και ξεχασιά, ένα ξαναρχίνισμα, ένα παιχνίδι, μια ρόδα που γυρίζει, μια πρώτη κίνηση, μια άγια κατάφαση. Ναι, στο παιχνίδι της δημιουργίας, αδελφοί μου, χρειάζεται μια κατάφαση : τη δική του θέληση θέλει τώρα το πνεύμα, τον δικό του κόσμο κερδίζει αυτός που τον κόσμο έχασε. …» (Φρ. Νίτσε : Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα, 2η έκδοση, εκδ. Δωδώνη, σελ. 59-61) Δεν είναι όμως μονάχα έρημος ο τόπος που το πνεύμα περιδιαβαίνει, είναι όμως τελικά πάντα μόνο, ερημικό. Είναι και έρημος, και τότε γίνεται καμήλα, είναι και βουνό και τότε γίνεται μουλάρι, είναι και πεδιάδα και τότε γίνεται ατίθασο μια και ήμερο άλογο, είναι και θάλασσα και τότε γίνεται ψάρι, καρχαρίας μα και μαρίδα, είναι κι αέρας και τότε γίνεται πουλί, αετός και χελιδόνι. Όχι, το Πνεύμα, δε βολεύεται μονάχα μέσα σ’ ένα ζώο Ποιητή μου. Όμως πόσο δίκαιο έχει το Παιδί σου Ποιητή μου, που λέει και «Θέλω», και «Δε Θέλω», και «Μπορώ», και «Δε Μπορώ», και «Μπορώ μα Δε Θέλω», και «Θέλω όσο κι αν Δε Μπορώ», και «Οφείλω να Θέλω», και «Οφείλω να Μπορώ», και «Οφείλω να Μη Θέλω», και «Οφείλω να μη Μπορώ», και «Οφείλω να Οφείλω», και «Οφείλω να Μη Οφείλω»! Γιατί το Παιδί του Ανθρώπου, παίζει, διότι ο Χρόνος κι αυτός παίζει! (Α, πού είσαι θείε Ηράκλειτε!) Το Παιχνίδι αυτό έχει συμπαντικές διαστάσεις. Όσο ο Άνθρωπος ταξιδεύει με και μέσα στο Σύμπαν, τούτο το Παιχνίδι δεν μπορεί να τ’ αποφύγει! Διότι ο Άνθρωπος είναι Παιχνίδι!



Ας μιλήσει επί τέλους ο Ποιητής του Ανθρώπου (Κ. Π. Καβάφης : Ποιήματα, εκδ. Γαλαξία – Ερμείας, 1983, σελ. 48) : «Κι αν δεν μπορείς να κάμεις την ζωή σου όπως θέλεις, / τούτο προσπάθησε τουλάχιστον / όσο μπορείς : να μην την εξευτελίζεις / μες την πολλή συνάφεια του κόσμου, / μες στες πολλές κινήσεις και ομιλίες»



Και με το παραπάνω, ας κλείσω όπως άρχισα. Βάζοντας πάλι το ραδιόφωνο σε έναν από τους λίγους καλούς σταθμούς που έμειναν ακόμα και επιμένουν να μη φιλοξενούν σκουπίδια… Α, μάλιστα! Να ένα ωραίο τραγουδάκι : Τραγουδούν οι ποιητές γιώργος Νταλάρας και Βασίλης Παπακωνσταντίνου, σε στίχους του ποιητή Νικόλα Άσιμου, και μουσική του ίδιου. Να μερικοί απ’ τους στίχους :

……

Μέσα απ’ τα σκοτάδια κι απ’ το φως / Ξεπηδώ σαν γελωτοποιός / Με τον εαυτό μου έχω γίνει ένα / Και δεν είμαι πιόνι κανενός / Στα παιχνίδια όλων σας έκανα χαλάστρα / Για κανένα πούστη δε θυσιάζομαι / Πώς να ξεγελάσετε μια χαμένη φάτσα / Τρέξτε και προφτάστε δεν πλησιάζομαι

……………..



«Στα παιχνίδια όλων σας έκανα χαλάστρα…» Αν δεν έχουμε με τίποτα καλύτερο να απασχολήσουμε το μυαλό μας για τα επόμενα πέντε λεπτά, θα μπορούσαμε ίσως να αναρωτηθούμε πόσες φορές άραγε να επιχειρήσαμε να χαλάσουμε το παιχνίδι που παίζεται σε βάρος μας;… (Στα σοβαρά εννοώ…)