Ενας μέτριος βαρύς

Αφιερωμένο στους θαμώνες του Kafeneio.gr για να θυμηθούν οι παλιοί και να μάθουν οι νεώτεροι πως έπιναν το καφεδάκι τους οι Πατεράδες μας και οι Παππούδες μας.

Γράφει ο Σίμος Γεωργαλάς

Αφού λοιπόν έγινα στα 70 μου χρόνια θαμώνας καφενείου και τι Καφενείου, καιρός είναι να περιγράψω πως ήταν τα καφενεία στις δεκαετίες του 40, 50, 60 έως και το 1965.

Κατ΄ αρχάς δεν θα άκουγες ποτέ την λέξη καφενείο, έτσι δεν το πρόφεραν ποτέ. Η σωστή έκφραση ήταν Καφενές. Που πας; στον καφενέ, από πού έρχεσαι απ΄τον καφενέ, είδες τον Μήτσο; ναι είναι στον καφενέ. Οι θύμισες μου προέρχονται απ΄ τον τόπο καταγωγής μου, που έζησα μέχρι τα 25 χρόνια, δηλαδή στην Μυτιλήνη και είναι τόσο νωπές που θαρρώ πως τις ζω ακόμα παρ΄ολο που πέρασαν 45 ολόκληρα χρόνια.

Σχετικά με τον καφενε

Ο καφενες ηταν σχεδον παντα ένα ισογειο κτισμα με μεγαλη σαλα και δυο εισοδους. Γυρω- γυρω υπηρχαν πολύ μεγαλες τζαμαριες προφανώς για τον πλήρη αερισμό και για να μπαινει δροσια το καλοκαιρι.
Στην σαλα υπηρχαν τραπεζια, ειτε στρογγυλα, ειτε παραλληλογραμμα με μαρμαρο στο πανω μερος και ηταν ρονταρισμενα στις ακρες και φυσικα οι αντιστοιχες κα- ρεκλες, συνήθως πλάτη και κάθισμα από ψάθα. Στο μέσον της σάλας υπήρχε μια σιδερένια κατασκευή με τέσσερα σιδερένια πόδια που στο ...... πανω μερος της και στο κέντρο στο μισό μέγεθος τοποθετημένη μια τετράγωνη λαμαρίνα ύψους 20-25 εκατοστών περίπου γιατί στο κέντρο τοποθετούσαν τα κάρβουνα η την πυρήνα για να ψήνουν τους καφέδες η το χταπόδι μεζέ για το ούζο.

Τώρα τι ηταν η πυρήνα; Η πυρήνα ηταν μικρά, πολύ μικρά καρβουνάκια από τα κουκούτσια

της Ελιάς, τα οποία έπαιρναν οι φουρνάρηδες της εποχής από τα λιοτρίβια, τα έβαζαν στον

φούρνο τα έψηναν και μετά τα πουλούσαν μια δεκάρα τον τενεκέ. Την πυρήνα συνήθως την

αγόραζαν οι νοικοκυρές για τα μαγκάλια και οι ιδιοκτήτες των καφενείων για την παρασκευή

των καφέδων, λέω οι ιδιοκτήτες, διότι άλλος ηταν το αφεντικό του καφενέ και άλλος ο παρα-

σκευαστης του καφέ.

Στο βάθος του καφενε ηταν ένας πάγκος περίπου 1 και εξήντα ύψος και πλάτος 50 εκατοστά

και στην επιφάνεια του υπηρχαν βάζα από αλουμίνιο με καπάκι που μέσα ηταν τα γλυκά του

κουταλιού. Στο μπροστινό μερος αυτό που έβλεπαν οι πελάτες υπηρχαν ράφια και πανω τους

ηταν τοποθετημένα μπουκαλάκια με ούζο η΄ κονιάκ, διότι κρασί η΄ μπύρες δεν υπηρχαν.

Από το πίσω μερος του πάγκου ηταν το Τεζάκι, πανω στο Τεζάκι ηταν 2 η τέσσερα τούβλα

και εκεί ηταν τοποθετημένο το Γεντεκι. Ηταν καζανάκι από μπρούντζο και στο μπροστινό κάτω

μερος υπήρχε μια βρυσούλα που απ΄ εκεί έπαιρνε το ζεστό νερό ο Ταμπης για την παρασκευή

του καφέ. Δεξιά και αριστερά του βρισκόταν τα μπρίκια, όλα από χαλκό και με ξύλινα χερούλια

και τα φλιτζάνια με τα πιατάκια όλα χοντρά. Διάφορα διακοσμητικά, όπως πίνακες ευτελούς

αξίας και πολύ κακόγουστοι ηταν κρεμασμένοι στους τοίχους, καθώς και μεγάλοι καθρέφτες

με φαρδιά σκαλισμένα πλαίσια. Ο ταμπης τούρκικης προελεύσεως λέξη ηταν αυτός που έψηνε

τους καφέδες και ο οποίος ήξερε σχεδον όλους τους πελάτες καθώς και πως έπιναν τον καφέ

του ο κάθε ένας.

Στα αριστερά υπήρχε μια κατασκευή από ράφια και πανω ηταν τοποθετημένοι οι Ναργιλέδες

τα τάβλια και οι τράπουλες. Υπηρχαν επίσης πλάκες από γραφίτη, όπως αυτές που είχαν τα

παιδιά στην πρώτη τάξη του Δημοτικού και οι σχετικές κιμωλίες με τα σφουγγαράκια. Υπηρχαν

επίσης κάτι κατασκευές από καλάμι μπαμπού στο μέγεθος των εφημερίδων, γιατί εκεί τοποθε-

τουσε την εφημερίδα του ο πελάτης, να την διαβάζει και να γυρίζει τις σελίδες. Οι εφημερίδες

οι τοτινες είχαν μεγάλο μέγεθος διότι ακόμη δεν είχε έρθει το σχήμα tamploint στην Ελλάδα.

Οι εφημερίδες δεν ηταν της ίδιας μέρας αλλά της προηγούμενης μιας και της ίδιας περίμεναν το

Βαπόρι, που ερχόταν από τον Πειραιά μέσω Χίου και να τις προμηθευτούν από τον Πράκτορα.

Τα βαπόρια της γραμμής ηταν Ατμόπλοια των εταιριών Τογια, Τυπάλδου, Νομικου,Φουστανου

και άλλων, καύσιμη ύλη ηταν το κάρβουνο, η τροφοδότηση στους λέβητες γινόταν στο πέλαγος

γιατί στα λιμάνια έβγαζαν πολύ καπνό από την τσιμινιέρα. Τσιμινιέρα λέγανε το φουγάρο του

βαποριού. Με την παροχή ατμού χρησιμοποιούσε την μπουρού για τις ειδοποιήσεις Οι θέσεις

των επιβατών ηταν τρεις, Η Α΄ θέση, η Β΄ και η τρίτη η οποία βεβαίως ηταν το κατάστρωμα και

αν έπεφτε το βαπόρι σε φουρτούνα η θάλασσα σάρωνε την κουβέρτα πλωρα-πρίμα και οι

επιβάτες της τρίτης δεινοπαθούσαν μέχρι να φτάσουν στο λιμάνι σε άθλια κατάσταση.

Για την ιστορία αναφέρω ονόματα ατμόπλοιων της τότε εποχής. Το Αγγελικα και το Αιγαίον

των Αδελφών Τυπάλδου, με υπερκατασκευές χωρίς μεγάλο βύθισμα και όταν έπεφτε σε θαλασ

σες έκανε τόσο μποτσαρισμα με αποτέλεσμα να τρέχουν πέρα-δώθε οι καμαρότοι με τα σα-

κουλακια για τα σχετικά. Επίσης το Ελση και το Έλλη του Τογια, το Ηλιούπολης, το Καδιω, ο

Αδριας που αργότερα ναυάγησε στη Φαλκονερα και άλλα. Πολύ αργότερα βελτιώθηκε η κατασ

ταση όταν οι εταιρίες απέκτησαν τα κλειστού τύπου δηζελοπλοια Ιταλικής κατασκευής με τρίτη

θέση πολύ καλή αφού υπηρχαν καθίσματα τύπου πούλμαν. Αυτά ηταν το Μιαούλης, Κανάρης,

Καραϊσκάκης του Νομικού και το Θεόδωρος Κολοκοτρώνης του Ποταμιανου, όλα των Ιταλικών

επανορθώσεων από τον πόλεμο με την Ιταλία. Τα μεγαλύτερα, Το Αγαμέμνων και το Αχιλλέας

δρομολογήθηκαν σε Μεσογειακά λιμάνια και μετέπειτα σε κρουαζιέρες.

Όταν έμπαινε πελάτης στον καφενε, τον έβλεπε ο Μήτσος και φώναζε στον Ταμπη, καφέ στον

μάστρο Ιγνατι, αμέσως ο Ταμπης έπιανε το μπρίκι έβαζε μέσα την σχετική δόση του καφέ και

την ζάχαρη, άνοιγε την βρυσούλα από το Γεντεκι και ανακάτευε με ένα κουταλάκι με μακρύ χέρι

για να μην καίγεται. Όταν ηταν έτοιμος όπως ηταν με το μπρίκι το έβαζε σε ένα δισκάκι, μαζί

το πιατάκι και το φλιτζάνι και ένα ποτήρι νερό και ο μικρός το πήγαινε στον πελάτη ο οποίος

σερβιριζόταν μόνος του.

Ο καφενες σερβίριζε και καφέ εκτός του καφενε, που τους πήγαινε ο Μήτσος με ένα φορητό δι-

σκο κωνικού σχήματος με χερούλι πανω-πανω για να μην χύνονται. Αυτούς τους καφέδες ο

Ταμπης τους ανακάτευε με το κουταλάκι το μακρύ το οποίο προηγουμένως βουτούσε σε ένα

ποτηράκι που είχε δίπλα το οποίο είχε μέσα νερό και μια πρέζα σόδα μαγειρική, αυτό για να

κρατά το καϊμάκι του καφέ και να μην κόβει στον δρόμο.

Το νερό στο ποτήρι το έβαζε από την παγωνιέρα, διότι ηλεκτρικά ψυγεία δεν υπηρχαν. Η παγο

νιερα ηταν μια ξύλινη κατασκευή στις διαστάσεις ενός ηλεκτρικού ψυγείου. Ηταν χωρισμένο

στα δυο. Στο πανω μερος και στα αριστερά υπήρχε ένα δοχείο από ανοξείδωτη λαμαρίνα με

καπάκι το οποίο άνοιγε για να βάζουν το πόσιμο νερό και μπροστά ηταν η βρύση που γέμιζαν

τα ποτήρια. Στα δεξιά του δοχείου υπήρχε κενός χώρος για τον παγο. Όταν περνούσε ο παγο

πωλης έπαιρναν τον παγο οποίος ηταν σε σχήμα κολόνας, τον έσπαγαν στα δυο και τον τυ=

λιγαν με μια λινάτσα για να μην λιώνει γρήγορα.

Οσοι έχουν δει την Ελληνική ταινία Ο Ζηλιαρόγατος, θα θυμούνται τον Β. Λογοθετίδη, τον Λαμ-

προ Κωνσταντάρα και τον Βαγγέλη Πρωτόπαπα το πρωί μιας Κυριακής να τους πηγαίνει τον

καφέ ο καφετζής και να τους λέει ότι το νερό είναι από την βρύση διότι ακόμη δεν πέρασε ο πα-

γοπωλης.

Μετά ερχόταν το δεύτερο κατά σειρά συνοδευτικό του καφέ. Ο Ναργιλές.

-Μήτσο τη φούμα, φώναζε ο μάστρο Ιγνατης

Αμέσως ο Μήτσος, έπαιρνε τον ναργιλέ του έβαζε νερό που ενεργούσε σαν φίλτρο, τα καρβου-

νακια και τέλος τον καπνό και τον πήγαινε. Ο καπνός δεν ηταν αυτός που είχαν τα τσιγάρα η

η πίπα, η΄ το τσιμπούκι, ηταν ειδικό χαρμάνι και λίγο υγρός και τον λέγανε Τουμπεκι. Τοσημείο

που έμπαινε ο καπνός και τα καρβουνάκια, τον λέγανε Λουλά, εξ ου και όταν καπνίζει ο Λου-

λας εσύ δεν πρέπει να μιλάς. Μεταφορικά ο καπνιστής δεν ήθελε να τον ενοχλούν για να μπο-

ρει να απολαμβάνει τις ρουφηξιές του.

Τα περισσότερα από αυτά που περιέγραψα τα ακούγαμε από τους μεγάλους, γιατί για εμάς τα

παιδιά οι χώροι αυτοί ηταν άβατα. Εάν η Μαμά μας έστελνε να πούμε κάποια παραγγελία

για το σπίτι πηγαίναμε στον καφενε στεκόμασταν στην πόρτα και εάν δεν μας έβλεπε ο μπαμ-

πας, μας έβλεπε κάποιος άλλος και έλεγε Σταύρο ο γιος σου. Σηκωνότανε, ερχότανε προς το

μερος μας του λέγαμε αυτά που θέλαμε και δρόμο. Μέσα στον καφενε ούτε λόγος.



Με αυτά όλα που διηγήθηκα δεν διεκδικώ περγαμηνές συγγραφέα και ούτε θέλω να φανώ πο-

λυξερος και λογομαθης. Απλά είναι οι εντυπώσεις της παιδικής μου ηλικίας που έμειναν βαθιά

χαραγμένες μέσα μου, που δεν τις ξέχασα ποτέ γιατί ηταν και τα ωραιότερα χρόνια της ζωής

μου. Ετσι θεώρησα σήμερα πως είναι ο κατάλληλος χρόνος, να σηκώσω το πέπλο από τον λη-

θαργο που σκέπαζε όλα αυτά και πολλά άλλα, και να τα μεταφέρω από την σκέψη στον γραπτό λόγο, μιας και εδώ που βρίσκομαι μου λείπει πραγματικά ο προφορικός

Κλείνοντας ζητώ την ανοχή σας για τυχόν συντακτικά λάθη και να σας πω πως μαζί με το

τέλος , τελείωσε και ο μέτριος βαρύς που έπινα.

Φιλικά Μπαρμπασιμος