Ο ΔΗΜΟΣΙΟΣ ΒΙΟΣ ΚΑΙ Η ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ-ΤΑ ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ


Του ιστορικού συγγραφέα Ματθαίου Χ. Ανδρεάδη


Καθόλου αβάσιμος και ανεπίκαιρος δεν θα ήταν ένας σύγχρονος ιστορικός-κοινωνιολόγος αν, σοβαρά και αιτιολογημένα, βέβαια, υποστήριζε, ότι η Ελλάδα, αφ΄ότου πριν από 150 και πλέον χρόνια ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος, για πολλές δεκαετίες, στη συνέχεια, δεινοπάθησε και θεσμικά και οργανωτικά και, προ παντός, πολιτικά.
Οτι, συγκεκριμένα, ο δημόσιος βίος στη χώρα, όπως οργανώθηκε, καταδείχθηκε ανίκανος να συμβάλει, αποτελεσματικά, στη λύση των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων του Ελληνικού λαού, μολονότι (ή ακριβώς επειδή) απ΄την αρχή κυριάρχησε ο «δοβλετισμός», που εν πολλοίς οφείλεται και στον πατροπαράδοτο πολιτικό κοτζαμπασισμό αλλά και στη σύστοιχη συμπεριφορά του ίδιου του «πολίτη» προς τους εκπροσώπους του τότε υποτυπωδώς λειτουργούντος κρατικού μηχανισμού.
Ας τα ειδικεύσουμε ολ΄αυτά.
Μετεπαναστατικά, επεκράτησε ο «δοβλετισμός», δηλαδή ο Έλληνας «πολίτης» κατάφευγε ως πελάτης-οπαδός, στον εκάστοτε κατέχοντα την εξουσία κομματάρχη, τον οποίο θεωρούσε οτι εκπροσωπούσε πρωταρχικά, την αποδοτικότητα του .........
δημόσιου βίου, ακριβώς γιατί δεν μπορούσε, εν πολλοίς, ο ίδιος να πετύχει ουσιαστική επίλυση των ζωτικών του προβλημάτων στη θεσμικά υπανάπτυκτη, την εποχή εκείνη, οργάνωση του δημοσίου βίου. Και έπραττε έτσι ο Έλληνας «πολίτης» όχι γιατί δεν πίστευε στην ανάγκη ενός καλά οργανωμένου, θεσμικά και λειτουργικά, δημόσιου βίου, αλλά ακριβώς για τον λόγο ότι δεν λειτουργούσαν υγιώς και αποτελεσματικά οι υποτυπώδεις αυτοί θεσμοί.
Επειδή, λοιπόν, η χώρα δεν είχε φτάσει ακόμη σε ικανοποιητικό βαθμό ανάπτυξης, με αποτέλεσμα το χαμηλό επίπεδο λειτουργίας πλείστων ζωτικών τομέων του δημοσίου βίου, μπορεί να λεχθεί ότι ο ΄Ελληνας κατάφευγε στους κρατούντες κομματικούς φορείς, για τον ίδιο λόγο και καθ΄ όμοιο τρόπο με τον οποίο κατάφευγε, παλαιότερα, ο άρρωστος στον κομπογιαννίτη, όταν δεν υπήρχε ή δεν μπορούσε γιατρός να τον θεραπεύσει.

Οι φορείς και ο νεοέλληνας

Στο πολιτικό επίπεδο, μετεπαναστατικά, χαρακτηριστικός εκπρόσωπος του «δοβλετισμού» υπήρξε ο Ιω.Κωλέττης.
Έκτοτε, υπήρξαν βέβαια πολιτικοί ηγέτες, που διακρίνονταν, εν πολλοίς, για έμπρακτη ανιδιοτέλεια και ειλικρινές πάθος προσφοράς υπηρεσιών στο λαό και τον τόπο, με πνεύμα θυσίας, πραγματικοί δηλαδή πολιτικοί αγωνιστές, με λιτότητα βίου ως παράδειγμα για τους πολλούς.
Ωστόσο απ΄ τήν εποχή του Ιω.Κωλέττη και των διαδόχων του, κατά τις επόμενες δεκαετίες μέχρι πρόσφατα, περίσεψε η ευτέλεια στο πλείστο του δημοσίου βίου και η δημόσια ζωή να μετατράπηκε σε στίβο κομματικών παθών, όπου επιδιώχθηκε η εξασφάλιση, με κάθε θυσία, της κοινωνικής καρριέρας οποιουδήποτε τυχάρπαστου.
Ο Ιω.Κωλέττης υπήρξε ο θεμελιωτής της φαυλοκρατίας στον τόπο μας. Περίφημη έχει μείνει η απάντηση που έδινε κάθε φορά σε όσους τον κατηγορούσαν για κατάχρηση και διασπάθιση του δημοσίου χρήματος: «Μήπως τα κλέπτουν ξένοι; Οι Ελληνάδες μου τα παίρνουν!».
Προεπαναστατικά η καιροσκοπική «φρόνησις και η νηφάλιος απάθεια είχαν καταστή δευτέρα φύσις του εν τη αυλή του Αλή Πασά παιδευθέντος τούτου αν δρός».
Κατά τον Νικόλαο Δραγούμη («Ιστορικές Αναμνήσεις», τόμος Β΄,σελ. 106, έκδ. 1973) ο Ιω.Κωλέττης, μετεπαναστατικά:
«Εκμυζών όρθιος μακράν καπνοσύριγγα,μεθ΄υπομονής ακροώμενος των αιτούντων θέσιν, σύνταξιν, παράσημον,ή τι τοιούτον, απέτεινε σοβαρώς μεν, κατά το ειωθός, ιλαρώς, όμως την πανομοιότυπον απάντησιν: Έχεις δίκαιον, αγαπητέ! Εγώ γνωρίζω κάλλιστα τας πατρικάς και προσωπικάς σου υπηρεσίας και τα δικαιώματα της οικογενείας σου. ΄Εσο ήσυχος. .Θα λάβω υπ' όψιν την αίτησίν σου και θα σε ευχαριστήσω. Σημειωτέον δε, ότι, πολλάκις, ο αιτών ούτε πατέρα έσχεν, υπηρετήσαντα την Επανάστασιν ή το νεοπαγές Ελληνικόν Κράτος, ούτε οικογένειαν, αποκτήσασαν δικαιώματα. Αλλά, τοιαύτη πειθώ επέτρεχεν εις την βραχείαν απόκρισιν του υπουργού, ώστε πάντες ανεχώρουν, πιστεύοντες ότι το δίπλωμα ή τα χρήματα έκειντο ασφαλή εν τω θυλακίω ή ότι το παράσημον έστιλβε λαμπρόν περί τον τράχηλον ή το στήθος αυτών».
Ο λαϊκισμός του ΙωάννηΚωλέττη συνοψίζεται στο εκμυστηρευμένο «μυστικό» του προς τον Νικόλαο Δραγούμη: «Μη νομίζεις, ότι δεν έχω την δύναμιν και την ικανότητα και την συνείδησιν του διακρίνειν τον καλόν από του κακού, τον πεπαιδευμένον από του απαιδεύτου, τον τίμιον από του ατίμου. Βεβαίως προτιμώ εσέ καί τινας άλλους, ως φωστήρας εμπειρίας και χρηστότητος, αλλά έχετε δύναμιν; Ούτε μίαν ψήφον διαθέτετε!».
Και συνεχίζοντας κατέστησε δηλωτικό, ότι απευθύνεται στους πολλούς, που δεν συγκεντρώνουν τα στοιχεία αυτά (με τα οποία διακρινόταν ο συνομιλητής του) τους οποίους, βεβαίως, και παραμύθιαζε, όπως παραπάνω, ως γνήσιος φαυλοκράτης.
Ο Μακρυγιάννης γράφει στ΄ «Απομνημονεύματά» του (έκδ. «Μέλισσα»,σελ. 36Ι) ότι είπε σε συνομιλία του με τον Κωλέττη: «Ήταν ένα παλάτι χαλασμένο και το γκρεμίσαμεν από θεμελιούθεν και το φκιάσαμεν να καθίσουμεν όλοι μέσα. Βάλαμεν εις τις πόρτες εγγλέζικες κλειδωνιές και σου δώσαμεν τα κλειδιά εσένα, όπου βαστάς τα κλειδιά του λόγου σου, δια να μη μπαίνει όποιος θέλει, δια κείνο σου δώσαμεν εσένα τα κλειδιά. Του λόγου σου, ανοιγοκλείνοντας δια το νιτερέσιον μόνον το δικόν σου κι' όχι του σπιτιού, χάλασες αυτές τις παλιοκλειδωνιές κι' έβαλες εις το σπίτι κλειδωνιές τεφαρίκια Ευρωπαίϊκα και τις παλιοκλειδωνιές τις πέταξες...».
Ο τότε αντιπολιτευόμενος Τύπος υπήρξε δριμύς προς τον Κωλέττη, για τον βίο και την πολιτεία του. Κατά το θάνατό του, η εφημερίδα «Αιών» που εξέδιδε ο Ιωάννης Φιλήμων έγραφε σε κύριο άρθρο του (φύλλο 820 της 29 Οκτωβρίου 1847), μεταξύ άλλων, ότι τον Ιωάννη Κωλέττη-ο οποίος έφερε,όσο ζούσε, τη φουστανέλλα- «η Ιστορία θα χαρακτήριζε, ουσιωδώς, υπό τριπλήν έποψιν. Ως Έλληνα μεν κατά την φουστανέλλαν, ως Αλβανόν κατά τους τρόπους και ξενόφρονα κατά την κεφαλήν...».
Για την τεράστια περιουσία, που κατέλιπε ο Κωλέττης, ανερχόμενη στο μυθώδες για την εποχή ποσό των δραχμών 600.000, καθ΄ ον χρόνο αυτός, κατά το διάστημα της Επανάστασης (1821 μέχρι 1832) «εν διαστήματι δώδεκα ετών υπήρξεν ενδεής, αείποτε και δια μόνης αποζών της μισθοδοσίας του, δανειζόμενος πολλάκις ότε υπήρχεν εκτός των πραγμάτων», διετύπωνε αμείλικτα ερωτήματα ο αρθρογράφος, τονίζοντας ότι «πόσοι άλλοι απέθανον άποροι, τινές δε επί της ψάθης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήθελεν ενταφιασθή δια δημοσίας δαπάνης αν δεν υπήρχεν ο υιός του Ιωάννης;».
Γι'αυτό και κατηγορούσε τον άνδρα ως πλουτήσαντα «εκ της πολιτικής, από διάφορα εκ συνθήκης (σημ.συμβάσεων) μέσα, συστάσεων και προμηθειών και δια τούτο, ει και μη έχων ουδέ μίαν θρησκείαν, εδείχθη όμως Ανατολικός (σημ. ορθόδοξος) ειπών καθ' ην επέστρεφεν εποχήν εις την Ελλάδα: Τα σα εκ των σων τη Γαλλία προσφέρω κατά πάντα και δια πάντα!».
Και συνέχιζε ο αρθρογράφος: «Ο μη έχων τίποτε Ελληνικόν, παρά την φουστανέλλαν, ο μη έχων ουδέ μίαν θρησκείαν, αποκτήσας εις την ξένην και κοράσιον εξώγαμον, έπρεπε να φαίνεται εξωτερικός Έλλην, δια να υπηρετή εσωτερικώς τον ξενισμόν, έπρεπε να απατά και να αγυρτεύη, δια να παραδέχηται υπό των μωρών και κούφων ως Έλλην».
Η Ελλάδα, δοκίμασε στον κομματικό και πολιτικό, γενικά, βίο της, μέχρι μεν το τέλος του 19ου αιώνα, τον διαβόητο «Τζουμπέ», δηλαδή τον Δημ.Βούλγαρη, και τον ικανό, νεώτερο φαυλοκράτη, Θεόδωρο Δηλιγιάννη, έκτοτε δε και μέχρι σήμερα όχι λίγους όμοιούς τους .

Ο Ρωμηός
Κατά τις εποχές αυτές προέκυψε (και κυριάρχησε), βαθμιαία, ο λεγόμενος «Ρωμηός», ο οποίος μιμούμενος, στην αντιφατικότητά του, το ήθος των αρχόντων του, προσάρμοσε, ανάλογα και θεμελίωσε τη δική του, ατομική και κοινωνική ζωή, στην «περιρρέουσα» ατμόσφαιρα.
Κατά το πρώτο στάδιο, όταν είδε τους επιτήδειους να κυριαρχούν, τους κόλακες, τους κίβδηλους και τους θρασείς να θριαμβεύουν και τους συκοφάντες και ψευδολόγους ν΄αποβαίνουν οι ρυθμιστές της δημόσιας ζωής, δε δίστασε κι΄ αυτός, εμφανίζοντας τα αρνητικά χαρακτηριστικά του στοιχεία να επωφεληθεί, ατομικά και οικογενειακά (αργότερα συντεχνιακά). Μεταποίησε, έτσι, τα εγγενή του συστατικά στοιχεία (μεταξύ άλλων, και το περίφημο «φιλότιμό» του) σε αναρχική εκδήλωση και τη φιλονομία του σε καταφανή αντίθεση προς το νόμο, ενώ η πατροπαράδοτη ματαιοδοξία του, παρουσίασε εικόνα αρπακτικού «κτητικού» συναισθήματος και η πηγαία του δημιουργικότητα όλα τα χαρακτηριστικά καταστροφικής μανίας.
Πολύ περισσότερο όταν στη μετεγενέστερη εποχή κυριάρχησε ο κρατισμός με την επέκταση του δημόσιου τομέα, που απορρόφησε όλη την αυθόρμητη κοινωνική προσπάθεια του νεο-έλληνα-«Ρωμηού» στο κράτος, το οποίο έτσι παρουσιαζόταν έχοντας πλούσιο συνταγολόγιο προσφοράς ποικίλων εδεσμάτων απ΄τό μαγειρείο του...
Ο «Ρωμηός», γοητευμένος με τον τρόπο αυτό νόμισε, ότι, επί τέλους, θα ζη, χωρίς τίμημα εφεξής πλέον, όχι μέσα στο κράτος, αλλά θα σιτίζεται απ΄ το κράτος, το οποίο θα έπαυε, έτσι, να του είναι και ενοχλητικό ως επιτάσσον, επιτρέπον ή απαγορεύον και θα παρέμενε, απλώς κράτος...παρέχον μόνο.
Η πρόκληση αυτού του είδους για τον «Ρωμηό» υπήρξε μεγάλος πειρασμός, ως διαρκής και ασφαλής δυνατότητα, που του υποσχόταν ότι θ΄αποκτήσει το παν χωρίς προσπάθεια και αγώνα, αμφιβολία ή κινδύνους (αρκούσε μόνο να ομαδοποιούνταν στην κομματική «στρούγκα»). Αυτά όλα γι΄αυτόν αποτέλεσαν, βέβαια, ευκαιρία να εξασφαλίσει, δια βίου, τα προς το ζην, περνώντας έτσι τον εαυτό του μέσα απ΄τό κράτος, στην κρατική μηχανή και στους άλλους δημόσιους οργανισμούς και κρατικές επιχειρήσεις, κάθε είδους. Ενισχυόμενος δε και απ΄τή δημαγωγία, έφτασε η στιγμή να αισθάνεται λέγοντας: «Το κράτος είμαι εγώ!».
Το κράτος όμως του είδους αυτού απογύμνωσε την κοινωνία, σε μεγάλο βαθμό, απ΄τίς εγγενείς δυνάμεις της προσωπικής και ατομικής δημιουργικότητας, το ίδιο δε, τελικά, κατάντησε παράλυτος οργανισμός, ουσιαστικά, απ΄ τον «Ρωμηό», που ενέργησε πάνω σ΄αυτό όπως το μαλακόστρακο «Βερνάρδος ο ερημίτης».
Είναι δε «Βερνάρδος ο ερημίτης», κατὰ τους φυσιοδίφες, το μαλακόστρακο εκείνο, το οποίο εξοντώνει το μαλάκιο στο όστρακο του ο ποίου εγκαθίσταται και το οποίο, χωρίς να του μεταβάλλει την εξωτερικὴ του εμφάνιση , καταστρέφει, ολοκληρωτικά το εσωτερικό του.
Ήδη ο λαός, βλέποντας όχι λίγους κρατούντες «εφορμώντας επί το φιλαρχείν, διαφθείροντας τας ουσίας, κατά πάντα τρόπον, δελεάζοντας δε και λυμαινομένους τα ήθη» (Πολύβιου, «Ιστορίαι» ΣΤ,9,6-9), με συνέπεια «δωροδόκους και δωροφάγους (τους πλείστους των Ρωμηών) να κατασκευάζουσι», στην πλειοψηφία του προσαρμόζεται στα κρατούντα, σύμφωνα με την Ισοκράτεια προς Νικοκλέα παραίνεση: «Το της πόλεως ήθος ομοιούται τοις άρχουσι».
«Τι δέον γενέσθαι;»
Τώρα, λοιπόν, ο Ρωμηός, ενώ διαπιστώνει ότι το κρατικό οικοδόμημα είναι ένας ανίκανος σκελετός χωρίς αίμα, με φανερά τα επιθανάτια φαινόμενα και θεωρεί βέβαιη την κατάρρευσή του, παρ΄όλα αυτά καταβάλλει, μανιωδώς, μεγαλύτερη προσπάθεια ν΄απομυζήσει και την τελευταία ικμάδα, τόσο αυτού, όσο και των δημοσίων οργανισμών και άλλων επιχειρήσεων, με την κινητοποίηση των ποικίλων και αντιτιθεμένων συντεχνιών του (και όχι μόνο), χωρίς ωστόσο να παύει και ν΄ ανησυχεί για την επιούσα, όταν δηλαδή η Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση θα επαναφέρει (όπως ήδη έχει αρχίσει) τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση του μόχθου και της παραγωγικότητας, αρετές δηλαδή τις οποίες αυτός δυστυχώς έχει αποβάλει.
Τι, λοιπόν, θα πετύχαινε, άραγε, ο σύγχρονος Αδαμάντιος Κοραής απευθύνοντας στους νεοέλληνες, το εναγώνιο ερώτημα εκείνου: «Σεις Γραικοί, που ηξεύρετε να γκρεμίζετε οικοδομάς,γνωρίζετε (μήπως) να οικοδομήσετε ευνομουμένην Πολιτείαν;». Σήμερα, δηλαδή, μπορουν άραγε, ν΄ ανευρεθούν όπως παλαιότερα, όταν σε παρόμοιες εποχές αναζητούνταν «τα σημεία σωτηρίας ως εις τα σπλάγχνα ενός σφαγίου», για τα πεπρωμένα του σύγχρονου Ελληνισμού, που είναι αναγκασμένος να χάραξει νέα πορεία προς την αναγέννησή του, μέσα στο κοινό Ευρωπαϊκό σπίτι;.
Οι αισιόδοξοι μπορούν να ελπίζουν και αγωνιζόμενοι. Για τους απαισιόδοξους ο επελθών εξισωτισμός στην αθλιότητα, μέσα σε μιά επηρμένη μετριότητα, με εδραιωμένο, πια, τον εκχυδαϊσμό και την τυποποίηση της μετριότητας στην κοινωνία, που δημιούργησε μιά νέου τύπου δημαγωγία, ελάχιστες ελπίδες τρέφει.
Γι΄ αυτούς, όπως φαίνεται, κάτω απ΄ τις σημερινές συνθήκες, θα είναι πολύ δύσκολο ν΄ απορριφθεί μιά νοοτροπία που ως δήθεν «ιδεολογία», συσσώρευσε στο κεφάλι του ο «Ρωμηός» και υιοθέτησε, με απύθμενη αφέλεια, ένα απόθεμα κοινοτοπιών, προκαταλήψεων, κενών λέξεων, υπολειμμάτων παρωχημένων ιδεών, συνθημάτων και προπαγάνδας και που ως σύνολο, επέδρασε πάνω του, διαβρωτικά, ως τοξικό κατάλοιπο, το οποίο αυτός θεώρησε ως πνευματική και πολιτιστική καλλιέργεια.
Τι δέον γενέσθαι, λοιπόν, εν προκειμένω;
α) Όπως έχει γραφεί: «Μόνο αν εμφανισθούν νέοι άνθρωποι, με αληθινή αγάπη για το λαό, άνθρωποι πρόθυμοι να θυσιάσουν τον ατομικισμό τους, τόσο ελεύθεροι ψυχικά, ώστε να μπορέσουν να πιστέψουν και ν΄ αφοσιωθούν σ΄ ένα έργο, που να υπαχθούν στη μελέτη του λαού και να εξετάσουν με καλόβουλο κριτικό μάτι τις εκδηλώσεις του. Όταν πάψει το βουλευτιλίκι να θεωρείται ο ακραίος σταθμός κοινωνικής καριέρρας, θα είναι δυνατό ο Έλληνας πολιτικός να γίνει φορέας πολιτισμού».
β) Μείωση ριζική του κράτους ως οικονομικού παράγοντα για να ελευθερωθούν οι δημιουργικές δυνάμεις του λαού και ν ΄αναπτυχθούν οι ικανότητες του για την πρόοδο σε όλους τους τομείς και
γ) Κολασμός, ποινικός και πολιτικός, των λωποδυτών και των δημαγωγών, ώστε και ο λαός, ν΄αντιληφθεί, ότι οσοδήποτε ψηλά και αν βρίσκεται ο δημαγωγός κι΄ ο απατεώνας, ως παραβάτης του ηθικού και γραπτού νόμου, τιμωρείται. Κι΄ αυτό θα έχει, αναμφίβολα, παραδειγματικό χαρακτήρα στο σύνολο του λαού.