Οι καλοί και οι κακοί

Γράφει η Λώρη Κέζα
Η Αστυνομία έχει κακό όνομα. Φέτος ήταν μια χρονιά αμφισβήτησης, όχι άδικα. Θα ήταν όμως άδικο να μην αναγνωριστεί το έργο της εβδομάδας που πέρασε. Αυτά δεν είναι τυχαία. Δηλαδή δεν ξύπνησε το πρωί κάποιος διευθυντής και είπε: «Δεν πάμε να πιάσουμε κάνα νταβατζή;». Ηθελε οργάνωση, υπομονή και διακριτικότητα. Η έρευνα ξεκίνησε πριν από οκτώ μήνες, με παρακολουθήσεις κατασκοπικού τύπου και εξοπλισμό ΕΥΠ. Εντοπίστηκαν 10 στριπτιζάδικα, 12 παράνομοι οίκοι ανοχής. Αναζητήθηκαν γραφεία ευρέσεως εργασίας που έφερναν γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη. Ανακρίθηκαν 100 αστυνομικοί, με την υποψία ότι κρατούσαν τσίλιες στους μαστροπούς. Αποκαλύφθηκαν τα πλυντήρια του χρήματος. Μόλις συσχετίστηκαν όλα αυτά, βγήκαν στον δρόμο 150 άτομα, της Ασφάλειας και της Ομάδας Δέλτα, και έκαναν 200 προσαγωγές. Συνελήφθησαν 25 άτομα.

Στην υπόθεση της απαγωγής Παναγόπουλου ακολουθήθηκε η ίδια τακτική. Υψηλή τεχνολογία, συγκροτημένο σχέδιο, αξιολόγηση πληροφοριών και επιθυμία εχεμύθειας. Το δύσκολο ήταν να βρεθεί μια άκρη νήματος, ύστερα όλα ξετυλίχτηκαν. Από την αρχή υπήρχε το δείγμα DΝΑ, αλλά έπρεπε να συνδεθεί με πρόσωπα. Το γενετικό αποτύπωμα απομονώθηκε από υπολείμματα ιδρώτα των δύο κακοποιών στο υπόδημα του ...... απαχθέντος και στον φάκελο με αποδέκτη την οικογένειά του. Δεν ξέρουμε όλες τις λεπτομέρειες ούτε έχουν σημασία. Το αξιομνημόνευτο είναι ότι μέσα σε ένα εξάμηνο βρέθηκε η άκρη, όπως είχε βρεθεί και με την απαγωγή Μυλωνά. Η Αστυνομία είχε και άλλες επιτυχίες να επιδείξει φέτος, από το Τμήμα Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Είναι η υπηρεσία η οποία εξαρθρώνει τόσο συχνά κυκλώματα παιδικής πορνογραφίας, που δεν μπαίνουμε καν στον κόπο να το σχολιάσουμε. Θεωρούμε αυτονόητο ότι, αν ένας παιδεραστής εισβάλει στο Ιnternet, θα συλληφθεί αυθωρεί.

Ας πάρουμε μια βαθιά ανάσα για να πούμε κάτι, που ίσως μας ταράζει: «Μπράβο Μαρκογιαννάκη». Ολα κι όλα. Ο υπουργός δεν έχει την πολιτική ευθύνη μόνο όταν θέλουμε να ρίξουμε μούντζες. Αποδώσαμε ευθύνες στην κυβέρνηση όταν δολοφονήθηκε ο έφηβος στα Εξάρχεια. Κατηγορήσαμε υπουργούς που επέτρεψαν τον εμπρησμό των πόλεων. Βρίσαμε τους υψηλά ισταμένους σε κάθε χρήση βίας στους μετανάστες. Σε κάθε αποτυχία της Αστυνομίας, σε κάθε ανοργάνωτη επιχείρηση, σε κάθε άστοχη ενέργεια οποιουδήποτε ανεγκέφαλου υπηρετεί στα Σώματα Ασφαλείας αναζητούμε κάποιον παραπάνω για να γιουχάρουμε. Τώρα λοιπόν, με τις απανωτές επιτυχίες της Αστυνομίας, θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι επιτεύχθηκαν ως αποτέλεσμα πολιτικής πίεσης.

Δεν ξέρουμε αν είναι δείγμα μικροψυχίας η εμφατική αναφορά στο όνομα της συζύγου του υπουργού Δημόσιας Τάξης. Ενας κακοποιός αναφέρει την κυρία Μαρκογιαννάκη ως πρόσωπο που επικουρεί τους απαγωγείς. Μια αναξιόπιστη μαρτυρία, που έγινε ως επίδειξη δύναμης, μπαίνει ξαφνικά στο επίκεντρο: «Πολιτικά πρόσωπα εμπλέκονται στην υπόθεση Παναγόπουλου». Είναι γελοίο. Η επίκληση ηχηρών ονομάτων είναι συνήθης, πόσο μάλλον όταν διακυβεύονται πολλά από το «χαλασμένο τηλέφωνο», το οποίο ξεκινά από έναν εγκληματία, μεταβιβάζεται σε έναν δημόσιο υπάλληλο και από εκεί σε κάποιον γνωστό, και πιο πέρα σε συγγενή και καταλήγει σε υπουργικό γραφείο. Είναι υπερβολικό να ισχυριζόμαστε ότι το υπουργικό γραφείο γνώριζε όλες τις παραμέτρους και εν τούτοις υποσχέθηκε διακανονισμούς.

Εκτός από τη φημολογία, υπάρχουν και τα στοιχεία. Από τις υποθέσεις που διαλευκάνθηκαν προκύπτουν κακούργοι αστυνομικοί. Δεν είναι πρωτότυπο, πάντα ορισμένοι εκμεταλλεύονταν την αστυνομική ιδιότητα προς ίδιον όφελος. Ποιο είναι το σημαντικό στις ιστορίες που ακούσαμε την προηγούμενη εβδομάδα: ότι αναρίθμητες γυναίκες γλίτωσαν τις βίζιτες, το ξύλο, την υποτίμηση, τον περιορισμό ή ότι τέσσερις μπάτσοι εγκληματούσαν; Ποιο είναι σημαντικό, ότι για να ξαναγίνει απαγωγή θα περάσουν πολλά, πολλά χρόνια ή ότι κάποιοι εργαζόμενοι στην Ασφάλεια άφηναν να διαρρέουν πληροφορίες για τις έρευνες; Ασφαλώς δεν αναζητούμε δικαιολογητικά για όσους δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους ή συνασπίζονται με τους εγκληματίες. Θεωρούμε πως αυτή τη στιγμή η παρουσία τους στο Σώμα είναι ήσσονος σημασίας. Αλλωστε έτσι όπως έχει πάρει φόρα η ηγεσία της Αστυνομίας (ίσως και η πολιτική ηγεσία) είναι ζήτημα χρόνου να γίνει εκκαθάριση μεταξύ ενστόλων.

Υπάρχουν πίνακες με όλα τα εγκλήματα που διαπράττονται ετησίως. Τις χρονιές που η Αστυνομία ήθελε, οι δείκτες ήταν χαμηλοί. Το 2004 ήταν μια ειρηνική χρονιά, μειώθηκαν όλες οι παράνομες δραστηριότητες που εποπτεύονταν από περιπολίες και ελέγχους. Τούτο δεν σημαίνει ότι θέλουμε μια χώρα αστυνομοκρατούμενη. Το αίσθημα ασφαλείας δεν προκύπτει από τις ακρότητες.
Πηγή