Ο Αχιλλέας στη Μανολάδα

Γράφει ο Παντελής Μπουκάλας

Kι αφού τους ξυλοκόπησαν αγρίως, έπειτα, για να καταρρακώσουν όποιο απομεινάρι αξιοπρέπειας τους έχει αφήσει η ανέχεια και η ανελευθερία, τους έδεσαν πίσω από τα μηχανικά τους άλογα και τους έσυραν στους δρόμους της Μανολάδας. Προς παραδειγματισμόν... Για να μάθουν να μην κλέβουν ξένα πρόβατα, αν και, πρώτον, κανένα πειστήριο δεν βεβαιώνει ότι όντως οι μετανάστες από το Μπαγκλαντές είχαν κλέψει πρόβατα, και, δεύτερον, υποτίθεται ότι στον τόπο όπου εκτός πάμπολλων άλλων φύτρωσε και η Θέμις δεν ισχύει ο νόμος του Χαμουραμπί, δεν κόβουμε χέρια - πόδια για ένα ερίφιο, κάπως αλλιώς λύνουμε τους λογαριασμούς μας. Ποιος ξέρει, μπορεί και να τους τα είχαν κρατημένα από τότε που, δυο χρόνια πριν, τα πρόβατα εξεγέρθηκαν ζητώντας καλύτερες συνθήκες σφαγής, οι μετανάστες δηλαδή είχαν βγει στους δρόμους ζητώντας να τους εκμεταλλεύονται οι ντόπιοι όπως εκμεταλλεύονται ανθρώπους, όχι άλογα ζώα. Πάλι καλά λοιπόν, που, υιοθετώντας με διασταλτικό πνεύμα τη γραμμή της πολιτείας, δεν τους «επαναπροώθησαν» στην κοινή πατρίδα, τη μία και μόνη πατρίδα εντέλει, το χώμα δηλαδή, από το οποίο όλοι προερχόμαστε και στο οποίο όλοι καταλήγουμε αργά ή γρήγορα.

Αυτήν την απόφαση πάντως να τους ..........
σύρουν ζεμένους πίσω από τις μηχανές τους και να διασκεδάσουν ακούγοντας τις κραυγές τους (που πρέπει να ήταν κραυγές απορίας στην αρχή, ώσπου να γίνουν ουρλιαχτά πανικού αλλά και ντροπής για το ανθρώπινο είδος) δεν την παίρνει εύκολα άνθρωπος. Και θυμωμένος να είναι, και πνιγμένος από την οργή του, θα το βρει το όριο. Αν όμως δεν είναι θυμωμένος, δεν έχει ανάγκη να βρει κανένα όριο, δεν το χρειάζεται, του περισσεύει. Και, ψύχραιμος, παριστάνει τον Αχιλλέα στον κάμπο της Πελοποννήσου. Τον Αχιλλέα που έσυρε με το άρμα του το κουφάρι του Εκτορα - μπορεί να το είχαν μάθει στο σχολείο οι συνέλληνές μας, μπορεί, το πιο πιθανό ίσως, να το είδαν στον κινηματογράφο με τον Μπραντ Πιτ, και είπαν να μιμηθούν τον ένδοξο πρόγονο. Θα πείτε, ο Αχιλλέας και ο Εκτορας ήταν σε πόλεμο, και ο ένας είχε σκοτώσει τον αγαπημένο φίλο του άλλου. Αλλά μήπως είναι ηπιότερος και πιο «πολιτισμένος» ο πόλεμος για την περιουσία και για τη δύναμη, για το ποιος έχει το πάνω χέρι και ποιος πρέπει να μείνει εσαεί δούλος, βουβός δούλος;

Επί χρόνια, πολλά χρόνια, η υπερασπιστική γραμμή των μισαλλόδοξων αρπαζόταν από τον εξής ισχυρισμό: «Εμείς ρατσιστές; Οχι βέβαια. Μόνο με τους Αλβανούς έχουμε πρόβλημα, γιατί μόνο οι Αλβανοί είναι ρεμάλια, ούτε καν με τους μαύρους δεν έχουμε τίποτα» - και αυτό το «ούτε καν» τα έλεγε όλα, κυρίως αποκάλυπτε όσα δοκιμάζαμε να κρύψουμε, να τα σκεπάσουμε με το χαλί της υποκρισίας μας. Ο Μπαγκλαντεσιανοί της Μανολάδας όμως δεν είναι Αλβανοί ούτε οι Αφγανοί της Πάτρας ή οι Πακιστανοί του Αγίου Παντελεήμονα και του Εφετείου, όπως δεν ήταν Αλβανοί οι μαύροι που πυροβόλησε και σκότωσε ο Καζάκος. Το ψέμα μας λοιπόν χρειάζεται καινούργιο ένδυμα. Τα παλιά έγιναν ράκη.
Πηγή