ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ – ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΜΑΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ

Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης

Διαβάζω στο σημερινό Τύπο (έντυπο και ηλεκτρονικό) : «Άκαρπη συνάντηση ΠΟΣΔΕΠ - υπουργείου Παιδείας για τα προβλήματα των ΑΕΙ» (ΠΟΣΔΕΠ, για όσους ίσως δεν το ξέρουν, είναι η Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού & Ερευνητικού Προσωπικού των Α.Ε.Ι.). Τι συζήτησαν; Προφανώς για προβλήματα της ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας μας. Πιο το περιεχόμενο των συζητήσεων; Δεν έχει καμιά σημασία, εξόν απ’ το να υπογραμμίσουμε, πως ό,τι συζητιέται για τη παιδεία έχει ένα «εξ ορισμού» ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και πως αν ψάχναμε τα τελευταία 20-30 χρόνια τι συζητείται τη κάθε φορά για τη παιδεία, πάλι, και πάλι, και πάλι, και πάλι, τα ίδια, και τα ίδια, και τα ίδια προβλήματα κλωθογυρίζουν στην ατζέντα των συζητήσεων. Και πάντα θάχουμε απ’ τη μια πλευρά τις διαβεβαιώσεις πως κάνει ό,τι το καλύτερο μπορεί, και πάντα θάχουμε την άλλη πλευρά, να υποστηρίζει ότι αυτό είναι αλήθεια, αλλ’ όχι για τους «άλλους», μα γι’ αυτή. Και όσο μπορώ, όταν μου δίνεται η ευκαιρία, δεν θα παύω να ανατρέχω σ’ εκείνα τα πραγματικά γεγονότα, που αποδεικνύουν πόσο δίκαιο υπάρχει στη θέση που υποστηρίζω, ότι δηλαδή, εδώ η χώρα μας, είναι ένας ιδανικός χώρος για να φιλοξενούνται όλα τα είδη δεινοσαύρων : προβλήματα – δεινόσαυροι, πολιτικές – δεινόσαυροι, πολιτικές αντιλήψεις, νοοτροπίες και συμπεριφορές – δεινόσαυροι, δηλονότι όλη η αρχαιολογία του πράματος μαζεμένη εδώ.

Ποια ήταν ας πούμε τα προβλήματα στην ανώτατη εκπαίδευση το 1995 (14 (!!!) χρόνια πριν;) Να πώς τα κατέγραφα τότε σ’ ένα σχετικό άρθρο μου (Τα ελλείμματα των ΑΕΙ δηλώνουν το έλλειμμα των εθνικών μας προοπτικών, εις : εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, 28/9/1995), κι ας κάνει κάποιος τον κόπο να υπογραμμίσει τις από τότε θετικές εξελίξεις επί του θέματος (ευχαρίστως να τις πληροφορηθούμε). Ιδού εκείνο το άρθρο (υπενθυμίζω ότι τότε είχαμε τη δραχμή ως νόμισμα, εξ ου και οι αναφορές μου στο τότε νόμισμα της δραχμής, και βεβαίως, τα οικονομικά μεγέθη που αναφέρω, κι εκείνα αφορούν την εποχή εκείνη).

Ας παρακάμψουμε τα αυτονόητα. Γνωρίζουμε τη σημασία της Εκπαίδευσης σε όλους τους τομείς του εθνικού μας γίγνεσθαι. Είτε αυτοί είναι οικονομικοί, είτε .......
ευρύτερα κοινωνικοπολιτικοί. Δεν υπάρχει τομέας του οικονομικού και κοινωνικο-πολιτικού επιστητού, που όταν κανείς αναφέρεται σ’ αυτόν, δεν θα γίνει κάποια μεγαλύτερη ή μικρότερη αναφορά στο θέμα της Εκπαίδευσης. Αν και δεν αρέσκομαι σε διαπιστώσεις με δογματικό «ύφος», δεν μπορώ να φανώ συνεπής με την αρχή μου αυτή, ειδικά σ’ αυτό το θέμα. Έτσι θα πω : Όλοι γνωρίζουν τη σημασία της Εκπαίδευσης, αλλά λίγοι την πιστεύουν. Η προοπτική της Εκπαίδευσης έχει εμπλακεί για καλά στο παιχνίδι του πολιτικού κόστους και οφέλους, κι αυτό που βγαίνει σαν συμπέρασμα, είναι πως οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες δεν την αντιμετωπίζουν παρά σ’ αυτή τη λογική. Και φυσικά δεν αναφέρομαι μόνο στους εκάστοτε υπουργούς Παιδείας, αναφέρομαι συλλογικά στις εκάστοτε κυβερνήσεις, αφού, δεν απέχει πολύ της πραγματικότητας αυτό που ελέχθη από κάποιον πρύτανη, ότι τελικά ουσιαστικά η Εκπαίδευση δεν υπάγεται στο υπουργείο Παιδείας, αλλά στα οικονομικά υπουργεία. Γι’ αυτό και η ομολογούμενη από όλους κατάσταση εγκατάλειψης, γι’ αυτό και η παντελής έλλειψη μιας μακροχρόνιας στρατηγικής για την Εκπαίδευση. Και για να ολοκληρώσω τη σκέψη μου : Η ίδια η εκπαιδευτική κοινότητα δεν είναι χωρίς συμμετοχή στο όλο πρόβλημα. Όμως το θέμα μας δεν είναι αυτό.



Διαβάζω στον Τύπο της 18/9/95, σχετικά με τα ελλείμματα ορισμένων ΑΕΙ και δεν μπορώ πράγματι να καταλάβω, αν βρισκόμαστε σ’ ένα κράτος που θέλει να λέει ότι δεν έχουν πια χαθεί τα πάντα, σε ό,τι αφορά την πλευρά της σοβαρότητας, της πολιτικής ευαισθησίας, των ίδιων των κοινωνικών αξιών.



Έχει, λέει, το Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, έλλειμμα 1,5 δις. δρχ. Έχει, λέει, το Πανεπιστήμιο Αθήνας έλλειμμα 1,2 δις. δρχ. Είναι λέει, στην πρόθεση του υπουργείου Παιδείας, να προχωρήσει στην έκτακτη επιχορήγηση 1 δις. δρχ. μέσα στο 1995. Και άλλα τέτοια, πολύ σοβαρά…



Δεν γνωρίζω, βέβαια, τις λεπτομέρειες του οικονομικού προβλήματος των ΑΕΙ και των εργαζομένων σ’ αυτά, π.χ., η μισθολογική αύξηση των καθηγητών των ΑΕΙ, για να μην παίρνει ένας Καθηγητής της Νομικής μισθό μικρότερο απ’ αυτόν ενός ειρηνοδίκη, όπως είπε ο πρύτανης του Πανεπιστημίου της Αθήνας, τις ελλείψεις σε διοικητικό προσωπικό, κ.λπ., αυτό όμως που γνωρίζω, είναι ότι η εικόνα που παρουσιάζουν τα ΑΕΙ είναι τραγική.



Είναι τραγική, όχι λόγω του ύψους του οικονομικού προβλήματος, αλλά, αντίθετα, λόγω της αδυναμίας κάλυψης ποσών σαν αυτών που αναφέρονται παραπάνω, οι δε «έκτακτες» ενισχύσεις του 1 δις. δρχ., κυριολεκτικά ομοιάζουν σαν πέταγμα φιλοδωρήματος στο δισάκι ενός επαίτη. Κι αυτή η κίνηση, στη δική μου τουλάχιστον ευαισθησία, τοποθετεί το θέμα ακριβώς σ’ αυτό το επίπεδο.



Φυσικά, μέσα στο πολυδαίδαλον των γραφειοκρατικών διαδικασιών διαχείρισης των δημοσίων εσόδων και εξόδων, όπου ο τύπος τρώγει την ουσία, όπου είναι δυνατόν η είσπραξη ή η εξοικονόμηση μιας δραχμής να νομιμοποιεί κόστος δύο δραχμών, τίποτα το παράδοξο. Είμαστε συνεπείς στην «εθνική μας μοναξιά», όπως λέει και ένα λαϊκό τραγούδι.



Ας το πω μιας και εξαρχής. Η χώρα μας έχει σοβαρό οικονομικό πρόβλημα. Όλη η προβληματική των παντοίων ερευνητών, εστιάζεται σ’ ό,τι ποσοτικά μπορεί να προσμετρηθεί είτε ως αιτία, είτε ως «μέσο» πολιτικής, είτε ως αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει ελλιπέστερη μορφή τεχνοκρατικής προσέγγισης απ’ αυτή. Οι τεχνοκράτες οφείλουν να διευρύνουν το οπτικό τους πεδίο. Όσο τις ποιοτικές παραμέτρους της οικονομικής μας ανάπτυξης τις αφήνουμε στο περιθώριο, όσο απλά σημειώνουμε την «αναγκαιότητά» τους τόσο πιο πολύ εμπλεκόμαστε σ’ έναν φαύλο κύκλο αδιεξόδου από την κρίση. Θέλω να πω τούτο το πολύ απλό : Ήρθε η στιγμή να ασχοληθούμε επί τέλους με την «καρδιά» της έρπουσας και επιδεινούμενης κρίσης. Και η καρδιά βρίσκεται στα ποιοτικά στοιχεία της. Έτσι για παράδειγμα στον τομέα της χάραξης εθνικών οικονομικών πολιτικών και στρατηγικών, όσο δεν αναγάγουμε σε μείζονα παράμετρο την αναποτελεσματικότητα της διαχείρισης, αλλά επίσης και την αναποτελεσματικότητα των μηχανισμών υπερίσχυσης των πολιτικών, τα ποσοτικοποιημένα μας μοντέλα δεν θα κάνουν τίποτα άλλο από το να «διαπιστώνουν» ότι το α΄ μέγεθος δεν εξελίχθηκε καλά, διότι ένα β΄ μέγεθος που το επηρεάζει πήγε προς τα εκεί αντί προς τα εδώ.



Αλλά κανένα μέγεθος, καμία παράμετρος, οικονομική ή άλλη, δεν πάει προς τα εδώ ή προς τα εκεί μόνη της. Το ίδιο ισχύει σε μικροοικονομικό επίπεδο και για μια επιχείρηση. Πίσω απ’ αυτά τα μεγέθη βρίσκονται άνθρωποι, ανθρώπινες επιλογές, ανθρώπινες αποφάσεις και το ερευνητέο είναι ποιοι είναι αυτοί, πώς επιλέγονται, ποια η αποτελεσματικότητα των εφαρμοζομένων διαδικασιών λήψης αποφάσεων, γιατί τελικά επιλέγονται οι αποφάσεις αυτές, κ.λπ. Μόνο αν δοθούν απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα θα αποκαλυφθεί η αληθής φύση αιτίου-αιτιατού στην κίνηση των ποσοτικοποιημένων μεγεθών. Ισχύει εδώ κατ’ αναλογίαν αυτό που σημειώνει ο Peter Drucker, όταν αναφερόμενος στο ίδιο αυτό θέμα σε μικροοικονομικό επίπεδο και ειδικότερα σε σχέση με τον παράγοντα «επιχειρηματικότητα» σημείωνε (Peter Drucker : Καινοτομία και επιχειρηματικότητα, εκδ. Βιβλιοθήκη Μάνατζμεντ) :: «Η κλασσική οικονομική επιστήμη αριστοποιεί αυτό που ήδη υπάρχει, όπως κάνει και η παραδοσιακή οικονομική θεωρία μέχρι σήμερα, συμπεριλαμβανομένων των οπαδών των θεωριών του Κέυνς, τον Φρήντμαν και των υποστηρικτών της Θεωρίας της Προσφοράς. Επικεντρώνεται στη μέγιστη απόδοση των ήδη υπαρχόντων πόρων και στοχεύει στη δημιουργία ισορροπίας. Αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον επιχειρηματία και γι’ αυτό τον αποπέμπει στο μυστηριώδες βασίλειο των «εξωτερικών παραγόντων», μαζί με το κλίμα, τον καιρό, τις κυβερνήσεις και την πολιτική, τους λοιμούς και τους πολέμους, αλλά επίσης και στην τεχνολογία. Ο παραδοσιακός οικονομολόγος, πέρα από σχολές και «ισμούς», δεν αρνείται βέβαια, ότι αυτοί οι εξωτερικοί παράγοντες υπάρχουν ή ότι παίζουν ρόλο. Αλλά δεν ανήκουν στον κόσμο του ούτε υπολογίζονται στο μοντέλο του, στις εξισώσεις ή στις προβλέψεις του».



Δεν θα πούμε κάτι το νέο. Οι κρίσεις έχουν τούτο, ανάμεσα στ’ άλλα, χαρακτηριστικό. Ξεκαθαρίζουν το τοπίο από το παλιό και το νέο έρχεται στο προσκήνιο. Όσοι χλευάζουν το νέο αποκαλώντας το «θεωρία» –είτε διότι δεν το κατανοούν, είτε διότι αδυνατούν να το παρακολουθήσουν-, όσοι αποκαλούν «πρακτικότητα» την κατεστημένη προχειρολογία, τον κατεστημένο ερασιτεχνισμό, είναι οι υποψήφιοι για να εξέλθουν απ’ την ενεργή υπηρεσία, είναι οι υποψήφιοι για να μπουν στο περιθώριο. Είτε μιλάμε για άτομα, είτε μιλάμε για επιχειρήσεις, είτε μιλάμε για ένα ολόκληρο κράτος. Έχουμε την αίσθηση ότι εδώ, αυτό που συμβαίνει είναι να σέρνουμε τα προβλήματά μας, αναμένοντας άραγε τι; Η πορεία προς τη στιγμή όπου κάποτε οι ψευδαισθήσεις τελειώνουν, είναι αναπόφευκτη. Οι απαισιόδοξοι που αυτοβαφτίζονται αισιόδοξοι, μας λένε ότι μπορούμε και την αρρώστια να υπομένουμε και τα αναποτελεσματικά μέτρα να μην μας κάμπτουν. Εγώ ως αισιόδοξος, Λέω ότι οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε την αρρώστια και ότι οφείλουμε να ονοματίσουμε τα πράγματα με τα’ όνομά τους. Αν το όνομα είναι αναποτελεσματικότητα, έτσι πρέπει να την ονομάσω. Εγχειρίδια που μας δείχνουν την τεχνική να ονοματίζουμε το σωστό λάθος και τανάπαλιν, μου έτυχε να διαβάσω, αλλά δεν με αφορούν.



Ας επανέλθουμε στα ελλείμματα των ΑΕΙ. Το άρθρο αυτό, δεν είχε σκοπό να επιχειρήσει «βουτιά» στις δύσκολες ατραπούς εξεύρεσης πολιτικών, που με την σειρά τους θα μπορούσαν να εξεύρουν κάποιους πόρους, έστω και με τρόπο αντισυνταγματικό. Και για να προλάβω «εκρήξεις» «ευαίσθητων» ψυχών, ας διευκρινίσω τούτο σε ό,τι με αφορά : Το σύνολο των φορολογικών νομοθεσιών πάσχει από έλλειψη συνταγματικότητας. Όταν το Σύνταγμα επιβάλλει να συμμετέχουν όλοι στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνατότητές τους, αυτό που υποστηρίζω είναι ότι καμία φορολογική νομοθεσία δεν κινήθηκε ποτέ μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο. Η άποψη αυτή δεν είναι «ειδικού» συνταγματολόγου, είναι η άποψη ενός κοινού πολίτη.



Το άρθρο αυτό, αντίθετα, μπορεί να υποδείξει μια άμεση λύση στο συγκεκριμένο πρόβλημα των ΑΕΙ, έτσι όπως αυτό παρουσιάζεται στον Τύπο. Η λύση που θα προταθεί έχει τα ακόλουθα δύο πλεονεκτήματα. Πρώτον, δεν απαιτεί εξουθενωτική «πολιτική βούληση» –για το υποκείμενο της βούλησης αυτής. Δεύτερον, δεν έχει σημαντικό πολιτικό κόστος –ποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτό θα πει κάποιος; απλώς έτσι το μνημονεύω. Η λύση αυτή είναι «πυροσβεστική», οπωσδήποτε δεν έχει καμιά σχέση με τις επιβαλλόμενες να δρομολογηθούν λύσεις σε μακροχρόνια περίοδο και επίπεδο θεσμικό.



Είναι δε η ακόλουθη :



Να αποσταλεί σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες και σε όλους τους οργανισμούς και επιχειρήσεις που ελέγχονται από το Δημόσιο, επιστολή που θα ζητά να υποβληθεί κατάσταση όλων των ανώτατων στελεχών τους και των μελών των διοικήσεών τους, όπως και των ανωτέρων στελεχών τους, με το σύνολο των ετησίων αποδοχών τους και με το έργο που παρήγαγαν το τρέχον έτος –αν βάλουμε και τα προηγούμενα χρόνια, ακόμα καλύτερα. Όσοι απ’ αυτούς θεωρηθεί ότι αμείβονται χωρίς η αμοιβή τους να αντιστοιχεί σε έργο ή χωρίς να αντιστοιχεί σε επαρκές έργο και παρ’ όλα αυτά εξακολουθούν να υπάρχουν ή εκτελούν έργο μη παραγωγικό και άρα μη αναγκαίο, να παύσουν να επιβαρύνουν τις υπηρεσίες τους και τα σχετικά κονδύλια να οδεύσουν σε άλλους τομείς, όπως η ενίσχυση των ΑΕΙ εν προκειμένω.



Τι θα βγει απ’ αυτό; Ίσως πάρα πολλά, οπωσδήποτε όμως κάτι. Ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Έστω από αυτή τη διαδικασία ότι «εντοπίζονται» κάποιες πληθωρικές –από καθαρά ποσοτική άποψη- παρουσίες 10 μελών διοικήσεων ή ανωτάτων στελεχών του Δημοσίου, οι οποίοι αδυνατούν να δικαιολογήσουν την παρουσία τους. Αν υποθέσουμε ότι κατά μέσο όρο επιβαρύνει ο καθένας τους συνολικά την υπηρεσία τους με 2 εκ. δρχ. το μήνα, το ποσό που μπορεί να συγκεντρωθεί είναι αμέσως πάνω από 280 εκ. δρχ. σ΄ ετήσια βάση. Και βέβαια, αν οι «υποψίες» ήταν για 10 άτομα, δεν θα κάναμε το κόπο να το συζητάμε. Φαντασθείτε όμως να είναι 100. Να πούμε 500; Μήπως 1.000 ή παραπάνω; Μήπως από την άλλη δεν μιλάμε για επιβάρυνση μόνο 2 εκ. αλλά σε αρκετές περιπτώσεις, μεγαλύτερη; Και φυσικά δεν αναφερόμαστε μόνο σε μέλη διοικήσεων. Το είπαμε ήδη. Μιλάμε και για ανώτερα στελέχη (π.χ., κάποιες εκατοντάδες σύμβουλοι εδώ κι εκεί, με περίεργες αρμοδιότητες, και με αποδοχές αντιστρόφως ανάλογες της προσφοράς τους).



Και για να «δέσουμε» περισσότερο την πρότασή μας, θα μπορούσαμε με ψήγματα «τεχνοκρατικών επιφάσεων», να πούμε και τα εξής «πολύ σπουδαία». Ότι δηλαδή η απομάκρυνσή τους θα οδηγήσει σε βελτίωση των ίδιων των οικονομικών των υπηρεσιών τους, αφού οι τελευταίες θα πάψουν να επιβαρύνονται με κόστος που δεν αντιστοιχεί σε έργο ανάλογο. Οι ίδιοι οι απομακρυνόμενοι, από αμειβόμενοι αλλά μη εργαζόμενοι –σε σχέση με την επιβάρυνση που προκαλούν- θα αναγκασθούν να εργασθούν συμβάλλοντας έτσι στην εθνική παραγωγή, εκείθεν στο εθνικό εισόδημα, κ.λπ. Έτσι για να ικανοποιηθεί και η επιστημοσύνη μερικών…



Άλλωστε δεν αξίζει τον κόπο να περιχαρακωθεί η λειτουργία μερικών πανεπιστημίων, θυσιάζοντας λίγη από την κατεστημένη αδικία; Και ας το πούμε και αυτό : Τι είναι μεγαλύτερο σκάνδαλο; Η πράξη καθ’ αυτή ή η ανοχή της πράξης;



Αυτά ισχυριζόμουν τότε, κι επέλεξα μια περίοδο σχετικά κοντινή με το σήμερα, για να μην πάω ακόμα πιο πίσω, και επικαιροποιήσω το τι έγραφα ας πούμε το 1978 (21 χρόνια πριν!!!), και που ξαναδιαβάζοντάς τα, και συγκρίνοντάς τα με τη τρέχουσα ατζέντα, βλέπω ότι δεν χρειάζεται ν’ αλλάξω ούτε ένα «και» (για όποιον ενδιαφέρεται, παραπέμπω εις : Βασίλης Χασιώτης : Το μέλλον των Ελλήνων πτυχιούχων των Ανωτάτων Σχολών Οικονομικών Επιστημών, εις : περιοδικό Οικονομικός Ταχυδρόμος, 16/2/1978). Αρκεί εδώ, έτσι για επίλογο, να μεταφέρω απ’ το άρθρο μου αυτό, ένα απόσπασμα ερωτημάτων της εποχής εκείνης διατυπωμένων απ’ τον καθηγ. Κουτσουμάρη, για να δούμε πόσο είναι επίκαιρα και σήμερα –άρα, δεν είχαν λυθεί ποτέ (οι υπογραμμίσεις δικές μου) : «…Μέχρι ποίου σημείου, το πανεπιστημιακό μας σύστημα διαθέτει σήμερον την δέουσαν ελευθερίαν και τα κίνητρα δι’ ανακαινίσεις και προσαρμογάς; Μέχρι ποίου σημείου διαθέτει ευκαμψίαν και ελευθερίαν πειραματισμού, ή διαθέτει ικανότητα επιλογής των ακαδημαϊκών εκείνων επιστημόνων και διοικητικών που πράγματι έχουν ενδιαφέρον και έφεσιν, δι’ αλλαγάς και προσαρμογάς προς την πρόοδον; Μέχρι ποίου σημείου υπάρχει σήμερον ισορροπία μεταξύ περιεχομένου σπουδών και επιστημονικής εξειδικεύσεως, ιδίως εις το προπτυχιακόν επίπεδον; Μέχρι ποίου σημείου το παρόν σύστημα κρίσεως και επιλογής των σπουδαστών δια πανεπιστημιακήν εκπαίδευσιν είναι το αρμόζον, ώστε να επιτελώνται ικανοποιητικώς οι βασικοί σκοποί της εκπαιδεύσεως, μεταξύ των οποίων ουσιώδους σημασίας είναι και η συμβολή εις μιαν δικαιοτέραν κατανομήν του εθνικού εισοδήματος…».



Εις υγεία λοιπόν, των πολιτικών ηγεσιών συνολικά, των πολιτικών ηγεσιών του υπουργείου παιδείας, των πνευματικών μας ηγεσιών, του καθηγητικού μας πανεπιστημιακού κατεστημένου, και ημών όλων που τους επιλέγουμε, και με την δεοντολογική υπογράμμιση, ότι εξαιρούνται όσους δεν «ακουμπά» η κριτική αυτή…