Όλα είναι Παιδεία:

Υπάρχουν μαθητές ανεπίδεκτοι μάθησης ή «ανεπίδεκτοι» δάσκαλοι;


Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Δυστυχώς, δε βρέθηκε ακόμη το μαγικό χωνί που θα γεμίζει με γνώση τον εγκέφαλο, δίχως το άνοιγμα τρύπας στο κρανίο. Δίχως κόπο και αγάπη για γνώση δεν μαθαίνει κανείς. Το θέμα είναι πως παρακινείται κανείς.
Σίγουρα όχι με δασκάλους που το μοναδικό μέλημά τους είναι η παράλληλη απασχόληση ή η ναρκισσιστική αυτοπροβολή και δημοσιότητα

Αν βρεθείτε σε μια παρέα μεσηλίκων και κάνετε την ερώτηση : «πόσα ονόματα δασκάλων θυμάστε που επηρέασαν θετικά την μαθησιακή σας ζωή», θα παρατηρήσετε ότι οι περισσότεροι δεν θα σας πουν πάνω από ένα ή δύο ονόματα. Πολύ φοβούμαι, ότι αν δεν αλλάξει ριζικά ο τρόπος εκπαίδευσης και αξιολόγησης των δασκάλων μας και τεθεί η ίδια ερώτηση μετά από 30-40 χρόνια στα σημερινά παιδιά, τα περισσότερα δεν θα θυμούνται κανέναν
Η ευκολία, με την οποία κατά το παρελθόν, δάσκαλοι έλεγαν ανερυθρίαστα στους γονείς: «δυστυχώς το παιδί σας δεν τα παίρνει τα γράμματα γι αυτό φροντίστε να του μάθετε μια τέχνη», σήμερα δεν είναι εφικτή. Σήμερα γνωρίζουμε καλύτερα πως επιτελείται η μάθηση. Με εξαίρεση ένα μικρό ποσοστό ατόμων με νοητική υστέρηση και ένα εξ ίσου μικρό ποσοστό ιδιοφυών ατόμων, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων, κάτω από συγκεκριμένες φυσιολογικές συνθήκες, είναι ικανή για μια ολοκληρωμένη και ικανοποιητική μάθηση. Αρκεί βεβαίως να υπάρχουν οι κατάλληλοι δάσκαλοι. Όπως μας λέει ο J. Rogers το να πει ένας δάσκαλος δίδαξα ,αλλά ο μαθητής δεν έμαθε, είναι το ίδιο ανόητο με το να πούμε, του πούλησα ένα αμάξι, αλλά δεν το αγόρασε.
Ο άνθρωπος, μαθαίνει καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Μαθαίνει να πίνει, να περπατάει, να μιλάει, να διαβάζει, μαθαίνει ξένες γλώσσες, κ.λ.π. κ.λ.π., άλλος με λιγότερη και άλλος με περισσότερη επιτυχία, κάτι που εξαρτάται από το μαθησιακό περιβάλλον και την ικανότητα παρακίνησης προς μάθηση. Δεν υπάρχει καμία θεωρία που να μπορεί να απαντήσει ικανοποιητικά σε όλα τα ερωτήματα του «πως» και «γιατί» μαθαίνει κάποιος. Ολες όμως συμφωνούν με τις θέσεις των περισσοτέρων παιδαγωγών:«η μάθηση είναι κάτι που.....
καλλιεργείται, και καλλιεργείται καλύτερα εκεί όπου βρίσκει σταθερό συναισθηματικό έδαφος, δηλαδή ενδιαφέρον για κάτι». Με λίγα λόγια, χωρίς ενδιαφέρον δε μαθαίνει κανείς. Το βασικό πρόβλημα λοιπόν είναι, «πως προκαλούμε αυτό το ενδιαφέρον» και αυτό είναι δουλειά του παιδαγωγού. Ο παιδαγωγός που δεν θα καταφέρει να πείσει κάποιους για τη χρησιμότητα των προς μάθηση γνώσεων και δεν βρει τρόπους η διαδικασία αυτή να γίνει με χαρά και διασκέδαση, έχει αποτύχει.
Νέες νευροβιολογικές έρευνες συνδέουν τη μάθηση με την ικανοποίηση ή ακόμη και με την ηδονή και αντικρούουν όλους αυτούς που πιστεύουν στην επιβολή της μάθησης. Ο δάσκαλος ή ο γονιός, που αντί να δείξει στο παιδί τη λύση ή να το αναγκάσει να απομνημονεύσει κάτι, θα το βοηθήσει να βρει τη λύση μόνο του, έχει πετύχει ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ολοι σχεδόν έχουμε γνωρίσει ή έχουμε ακούσει για πολύ κακούς μαθητές, ακόμη και μέχρι τα 14 ή 16, που αίφνης, με την άφιξη ενός ικανού καθηγητή που τους παρακίνησε, μεταμορφώθηκαν ριζικά. Το πρόβλημα είναι ιδιαίτερα σημαντικό στις πρώτες τάξεις του δημοτικού, γι αυτό και οι πρώτες χώρες στον κόσμο σε θέματα παιδείας ρίχνουν όλο το βάρος και τα περισσότερα χρήματα στα νηπιαγωγεία και στις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Στη χώρα μας, με το που ανέλαβε την προεδρία του Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης ο κος Μπαμπινιώτης, το πρώτο πράγμα που δήλωσε ήταν: «η αναβάθμιση της παιδείας περνά μέσα από την αναμόρφωση του Λυκείου». Με λίγα λόγια μας είπε πως θα αρχίσει το χτίσιμο από τον δεύτερο όροφο. Πολλοί δεν θα φτάσουν ποτέ στο λύκειο διότι θα έχουν μείνει στο δρόμο «από καύσιμα».
Και για να επανέλθουμε στο κύριο θέμα μας, ένας καλός δάσκαλος μπορεί να ενθουσιάσει και να παρακινήσει ένα παιδί να βρεθεί στα 26 του καθηγητής πανεπιστημίου. Ενας κακός μπορεί να το στείλει στην ίδια ηλικία στη φυλακή. Στη χώρα μας, θεωρητικά και πρακτικά, ο καθένας που αποφοίτησε από μια ακαδημία, δίχως καν ψυχολογικό τεστ, μπορεί να γίνει δάσκαλος. Υπάρχουν δυστυχώς δάσκαλοι, που όχι μόνο δεν έχουν όρεξη γι αυτό που κάνουν, αλλά χρήζουν ακόμη και ψυχιατρικής παρακολούθησης και όμως διδάσκουν.