Οι τελευταίοι των Μοϊκανών

..και η Αλήθεια

Γράφει ο Αλέξανδρος Πιστοφίδης

Το 1959-60 είχαμε στην Βόρεια Ελλάδα τις κινητοποιήσεις των καπνοπαραγωγών. Το αίτημά τους ήταν η εξασφάλιση «τιμής ασφαλείας», μιας κατώτερης δηλαδή τιμής που θα εξασφάλιζε ένα ελάχιστο κέρδος. Ο λόγος; Κάθε χρόνο πριν το Πάσχα, οι εκπρόσωποι των πέντε εταιρειών εμπορίας καπνού επισκεπτόταν τα χωριά των καπνοπαραγωγών, αγόραζαν σε κάθε χωριό τις σοδιές 4-5 ατόμων στην τιμή των 65 δρχ την Οκά περίπου και έφευγαν. Λίγες ημέρες πριν το Πάσχα, τα «ντεφτέρια» στον μπακάλη, και όχι μόνο, είχαν ξεπεράσει την αξία των προς πώληση καπνών. Οι αγρότες που δεν είχαν πουλήσει τα καπνά κινδύνευαν να κάνουν Πάσχα μόνο με κόκκινα αυγά. Ετρεχαν λοιπόν στους μεσάζοντες και τους εκλιπαρούσαν να πάρουν όσο-όσο τα καπνά τους. Ετσι το 80-90% των καπνοπαραγωγών πουλούσε τα καπνά στην τιμή των 25 και 30 δραχμών. Η τότε κυβέρνηση Καραμανλή (ΕΡΕ),αρνιόταν πεισματικά να πάρει θέση, λέγοντας ότι δεν επεμβαίνει στην «ελεύθερη» αγορά. Οσοι ήμασταν τότε παιδιά, θυμόμαστε με φρίκη την πίκρα και την απόγνωση των γονιών μας τις μέρες του Πάσχα. Μέχρι τα μέσα του 60, οι περισσότεροι νέοι, κυρίως των χωριών των καπνοπαραγωγών, πήραν το δρόμο για τις φάμπρικες της Γερμανίας και του Βελγίου. Στα γραφεία της γερμανικής επιτροπής ελέγχου στην πλατεία Τερψιθέας στον Πειραιά, ουρές νέων, κυρίως από την βόρεια Ελλάδα, εξεταζόταν από γερμανούς γιατρούς ολόγυμνοι, σαν ζώα, ακόμη και στα δόντια. Επιλεγόταν οι πιο υγιείς και δυνατοί. Η μαζική έξοδος ερήμωσε την ελληνική επαρχία αλλά ήταν μια διέξοδος για τους νέους που διψούσαν για δουλειά που θα τους επέτρεπε να ζουν σαν άνθρωποι.

Το βασικό αίτημα εκείνης της εποχής εξακολουθεί να αποτελεί μέχρι σήμερα ένα ανεκπλήρωτο όνειρο. Μπορεί κατά την εποχή των επιδοτήσεων της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής να ξεχάστηκε, διότι οι γεωργοί πέρασαν μια εποχή σχετικά καλή, σήμερα όμως το πρόβλημα έχει γίνει πιο έντονο από τότε. Οι αγρότες δεν έχουν απλώς «ντεφτέρια» στον μπακάλη που γνωρίζουν αλλά χρέη, πολλά χρέη σε τράπεζες και προμηθευτές και το χειρότερο, σήμερα δεν υπάρχει ούτε η διέξοδος της φάμπρικας της Γερμανίας. Με μαθηματική ακρίβεια, οι αγρότες μας οδηγούνται στην ολοκληρωτική καταστροφή.

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική απορροφούσε ένα μεγάλο μερίδιο του κοινοτικού προϋπολογισμού, το οποίο όμως διαρκώς μειώνεται. Από το 80% το 1965, πέσαμε στο 65% το 1984, στο 34% σήμερα για να πάει στο 32% μετά το 2013. Τον περασμένο Νοέμβριο, οι υπουργοί Γεωργίας της ΕΕ συμφώνησαν στην μείωση κατά 10% των γεωργικών επιδοτήσεων και στη γενική αναθεώρηση της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής. Αν σκεφτεί κανείς, ότι σύμφωνα με την Eurostat του 2006, η χώρα μας είναι η χώρα της ΕΕ με την μεγαλύτερη συνεισφορά της γεωργίας στο ΑΕΠ, ( 4,7 για την Ελλάδα, 2,8 για την Ισπανία, 1,2 για τη Δανία, 1,9 για την Ιταλία και 1,3 για τα 25 κράτη μέλη) τότε μπορεί να καταλάβει κανείς τι σημαίνει αυτό μακροπρόθεσμα για την οικονομία μας και για τους αγρότες μας.

Μέσα σε αυτήν την τραγική κατάσταση ακούγονται διάφορες ανοησίες, πως δήθεν οι αγρότες μας είναι συντηρητικοί (λες και των άλλων χωρών είναι προοδευτικοί) και δεν είναι διατεθειμένοι να αναδιαρθρώσουν τις καλλιέργειές τους και να καινοτομήσουν. (το μεγάλο ψέμα αφού κι εκεί που το έχουν κάνει συνάντησαν τα ίδια προβλήματα με τους μεσάζοντες που δρουν με τον ίδιο τρόπο).

Οι κτηνοτρόφοι της Βαυαρίας και της Ελβετίας πουλάνε το γάλα τους 30% ακριβότερα από τους έλληνες. Μπορεί κανείς από τους ανθρώπους του Υπουργείου και της Επιτροπής Ανταγωνισμού, να μας εξηγήσει γιατί οι γερμανοί και ελβετοί καταναλωτές πίνουν το γάλα στην μισή τιμή από εμάς; Αν μας δώσουν απάντηση έχει λυθεί και το πρόβλημα. Όλα τα άλλα είναι παραμύθια. Κάποιοι σε αυτήν την χώρα θέλουν να εξαφανίσουν τους αγρότες και να τους αντικαταστήσουν με 2-3 χιλιάδες φάρμες. Διαβάστε τα τελευταία κείμενα της διεύθυνσης γεωργίας των Βρυξελλών και θα το καταλάβετε.