Ο ΠΟΝΤΙΚΟΣ ΠΟΥ ΕΚΑΜΕ ΑΡΑΔΗ

Γράφει η taspa

Κάποτε ζούσε ένα ζευγάρι γέρων ,πολύ γέρων।
Κάθε βράδυ η γριά άφηνε το λυχνάρι στο λυχνοστάτη γιατί ο γέρος της είχε το συνήθειο να σηκώνεται να πίνει νερό।
Κάμποσες βραδιές που σηκωνόταν ο γέρος έβλεπε το λυχνάρι σβησμένο και με δίχως λάδι και φιτίλι।
-Μα τι συμβαίνει γριά? ρώτησε κάποτε। Ειναι τώρα κάμποσες βραδιές που βρίσκω το λυχνάρι σβηστό και το φιτίλι και το λάδι χαμένο।
Παραφυλάει η γριά και κοντά στα μεσάνυχτα βλέπει εναν -μικρούλι ποντικό-να τραβάει αράδα στο λυχνοστάτη να τον σβήνει και να επιδίδεται στο δείπνο του।
-Γέρο....,γέρο....ξύπνα ,τον έπιασα τον κλέφτη। Ηταν ένας ποντικός।
-Ωχ ου κακό που πάθαμε ,φωνάζει ο ο γέρος απελπισμένος।
Σώπαινε καημένε,του λέει η γριά ,πως κάνεις έτσι για μια κουταλιά λάδι?
-Γριά......γριά....μην είσαι μισοκούτελη।Δεν τόχω καημένη για το λάδι που έφαγε ο ποντικός।

Μα το'χω για τον ποντικό που έκαμε αράδη (αράδη=αρχή)

taspa