Το δύσκολο πέρασμα της ΕΚΤ ανάμεσα στην Σκύλα/δολάριο και... την Χάρυβδη/ρούβλι


Την Πέμπτη η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας είχε έκτακτη συνεδρίαση. Θέμα της η άμεση ανάγκη μείωσης του βασικού επιτοκίου, καθώς το ρούβλι συνεχίζει να ανατιμάται με ταχύτατους ρυθμούς.

Η απόφαση που ανακοίνωσε η κα Ναμπιούλινα, η πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας ήταν άμεση μείωση των επιτοκίων από το 14% στο 11%.

Ένα επίπεδο μόλις 1,5 μονάδες πάνω από εκείνο στο οποίο βρισκόταν το βασικό επιτόκιο πριν από τον πόλεμο.

Όμως το ρούβλι, παρ' όλα αυτά, εξακολουθεί να παραμένει στο υψηλότερο επίπεδο από το 2018.

Στις αρχές Φεβρουαρίου, χρειάζονταν 75 ρούβλια για να αγορασθεί ένα δολάριο. Την Πέμπτη μετά τη μείωση των επιτοκίων χρειάζονταν μόνο 64 ρούβλια, ενώ την προηγούμενη ημέρα, πριν από την μείωση των επιτοκίων χρειάζονταν μόλις 55 ρούβλια.

Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διέρρευσαν, αν η ανατίμηση του ρουβλιού συνεχισθεί, θα πρέπει να αναμένεται και νέα μείωση των επιτοκίων...

Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας μείωσε το μερίδιο που οι εξαγωγείς ήταν υποχρεωμένοι να μετατρέψουν σε ρούβλια από 80% σε 50%.

Η πλειονότητα των ευρωπαϊκών εταιρειών που εξακολουθούν να εισάγουν ενεργειακά προϊόντα (φυσικό αέριο, πετρέλαια, μαζούτ), αλλά και λιπάσματα, σιτηρά κλπ, όπως άλλωστε και ολόκληρη η Αφρική, η Λατινική Αμερική, η Νοτιοανατολική Ασία και η Κίνα, χρειάζονται ρούβλια για να εξασφαλίσουν φθηνές και σταθερές προμήθειες, από την Ρωσία, «σπρώχνοντας» έτσι την συναλλαγματική ισοτιμία του ρωσικού νομίσματος σε διαρκή ανατίμηση έναντι του Ευρώ και του δολαρίου.

Η ζήτηση για ρούβλια είναι ισχυρή επειδή με ρούβλια μπορείς να αγοράσεις πετρέλαιο και φυσικό αέριο, χάλυβα και λιπάσματα, σιτηρά και τιτάνιο από την Ρωσία, κάτι που δεν μπορείς να το κάνεις με ευρώ ή με δολάρια. Και αν κάποια χώρα ή εταιρεία επιμείνει να αγοράσει από άλλες χώρες με ευρώ ή με δολάρια είναι υποχρεωμένη να αγοράσει μικρότερες ποσότητες με την ίδια αξία χρημάτων... Αποτέλεσμα αυτής της νέας κατάστασης είναι ότι το εμπορικό πλεόνασμα της Ρωσίας μέσα στο πρώτο τετράμηνο του 2022 ξεπέρασε τα 95,8 δισ. δολ. έναντι 27,5 δισ. δολ. το πρώτο τετράμηνο του 2021...