Η κυβέρνηση κλείνει το μάτι στις ιδιωτικές επενδύσεις φυσικού αερίου...


 ...και γυρίζει την πλάτη στην αποθήκευση ενέργειας...


Σχεδιάζοντας την ενεργειακή μετάβαση, η κυβέρνηση ενίσχυσε υπέρμετρα το φυσικό αέριο και εμπόδισε την ανάπτυξη της αποθήκευσης ενέργειας από ΑΠΕ, όπως αποκαλύπτει εκτενές ρεπορτάζ του The Manifold.

Από το... 2019, η κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να φέρει νόμο για την ένταξη των μονάδων αποθήκευσης στο σύστημα, κάτι που δεν έχει γίνει.  Η αποθήκευση ενέργειας θα μπορούσε να περιορίσει τη χρήση του ακριβού φυσικού αερίου. Εγκαινιάζοντας αυτοπροσώπως τη νέα μονάδα φυσικού αερίου του Ομίλου Μυτιληναίου στη Βοιωτία, ο πρωθυπουργός αποκάλυψε κάτι για τη νέα εποχή που έλειπε από την προηγούμενη ομιλία του: Το φυσικό αέριο, είπε, θα είναι «ήπια γέφυρα μετάβασης στην εποχή της “πράσινης ενέργειας”». Με την έκρηξη της ενεργειακής κρίσης από το καλοκαίρι του 2021, η μετάβαση αυτή κάθε άλλο παρά ήπια αποδείχθηκε, όπως αποκαλύπτει εκτενές ρεπορτάζ. Το καλοκαίρι του 2021 η κυβέρνηση έβαλε “φρένο” στις αιτήσεις έργων ΑΠΕ με μπαταρία, «για να μην φανεί ότι προσπερνάει σειρές», ενώ δεν έχει προχωρήσει σε έργα αντλησιοταμιεύσης. «Ο λόγος είναι απλός: κάνεις επενδύσεις στο φυσικό αέριο και θες να αποσβέσουν τα χρήματά τους» λέει ο Εμμ. Καραπιδάκης, επικεφαλής της Πρωτοβουλίας Συστημάτων Αποθήκευσης Ηλεκτρικής Ενέργειας. (The Manifold, Ποιος φταίει για την ενεργειακή ακρίβεια στην Ελλάδα;, Reporters United, 28/1/2022).

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία προκάλεσε πανικό αλλά ήδη πριν την εισβολή που επέτεινε την ενεργειακή κρίση, υπήρχαν φωνές που διαφωνούσαν με την προσπάθεια των υπευθύνων να ρίξουν όλο το βάρος της ενεργειακής κρίσης στη Ρωσία. Στο ρεπορτάζ δίνονται συγκεκριμένα παραδείγματα: Χαρακτηριστικότερο όλων ήταν ένα λάβρο άρθρο του πρύτανη της κλιματικής σχολής του Πανεπιστημίου Columbia Τζέισον Μπόρντοφ, που δημοσιεύτηκε στις αρχές Φεβρουαρίου στο περιοδικό Foreign Policy, στο οποίο επεσήμανε ότι οι υψηλές τιμές στην ενέργεια είναι «άμεσο αποτέλεσμα του συστήματος που ήθελαν οι Ευρωπαίοι ηγέτες» και «γνώρισμα, όχι σφάλμα» της σταδιακής μεταρρύθμισης της αγοράς αερίου στην ΕΕ. «Το φυσικό αέριο», γράφει ο Μπόρντοφ, «ιστορικά πωλούνταν στην Ευρώπη στη βάση μακροχρόνιων συμβολαίων, συνήθως συνδεδεμένων με την τιμή του πετρελαίου, με ελάχιστη ευελιξία. […] Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, οι Ευρωπαίοι ρυθμιστές εφάρμοσαν ένα πλάνο μεταρρύθμισης της αγοράς που είχε ως στόχο το να αφήσει τις δυνάμεις της αγοράς να λειτουργήσουν. Απορρύθμισαν τον τομέα του φυσικού αερίου και ενθάρρυναν τις εκτεταμένες επενδύσεις σε αγωγούς φυσικού αερίου και εγκαταστάσεις για εισαγωγές LNG. […] Το αποτέλεσμα ήταν ο αυξημένος ανταγωνισμός και η δημιουργία gas-pricing hubs [σ.σ: δηλαδή χρηματιστηριακές αγορές φυσικού αερίου]».

Μια σειρά κινήσεων της ελληνικής κυβέρνησης δείχνει ότι οι υποδομές φυσικού αερίου όχι μόνο δεν συζητείται να παρακαμφθούν, αλλά αντιθέτως βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση με τις τεχνολογίες μετάβασης στην καθαρή ενέργεια — και ιδίως με τις τεχνολογίες αποθήκευσης, δηλαδή τις «μπαταρίες», την αντλησιοταμίευση και την θερμική αποθήκευση, οι οποίες υπόσχονται να παρέχουν με καθαρό τρόπο τη σταθερότητα που δίνουν στο σύστημα τα ορυκτά καύσιμα. Παρότι μέχρι και η ηγεσία του υπουργείου έχει αλλάξει και ο νυν υπουργός Κώστας Σκρέκας είναι στα βάθη της υπουργικής θητείας του, το θεσμικό πλαίσιο για την αποθήκευση ενέργειας ακόμα εκκρεμεί. Αντίθετα, επιμέρους πλην κομβικές αποφάσεις της κυβέρνησης δημιούργησαν προσκόμματα στα έργα αποθήκευσης ενέργειας, ξεκινώντας με την απρόσμενη απόφαση της κυβέρνησης το καλοκαίρι του 2021 να απαγορεύσει τις αιτήσεις αδειοδότησης για έργα που συνδυάζουν ΑΠΕ με αποθήκευση ενέργειας.

Τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν κυλήσει πολύ διαφορετικά. Οι άδειες που έχουν κατατεθεί για έργα αποθήκευσης ενέργειας, αγγίζουν τα 14 GW — περισσότερο δηλαδή από την εγκατεστημένη ισχύ όλων των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής της Ελλάδας. Σύμφωνα με τον κ. Καραπιδάκη και το ρεπορτάζ, από τις διάφορες τεχνολογίες αποθήκευσης, οι μπαταρίες, που αφορούν και την πλειοψηφία των αιτήσεων για άδειες, είναι αυτές που μπορούν να υλοποιηθούν στο πιο σύντομο χρονικό διάστημα, απαιτώντας περίπου έναν χρόνο από την έναρξη της διαδικασίας μέχρι να μπορούν να συνδεθούν στο σύστημα. «Θα μπορούσαμε ήδη να έχουμε τα πρώτα έργα τώρα», δηλώνει ο επικεφαλής της Πρωτοβουλίας. «Θα μπορούσαμε πραγματικά να στηρίξουμε και τις τιμές τώρα που έχει ξεφύγει το κόστος της κιλοβατώρας. Δεν θα είμαι υπερβολικός να πω ότι θα είχαμε λύσει το πρόβλημα, αλλά θα είχαμε τουλάχιστον ένα ακόμη όπλο». «Την ασφάλεια που παρέχει το φυσικό αέριο στο σύστημα μπορούν να την προσφέρουν οι μπαταρίες, η αντλησιοταμίευση και κάθε άλλη τεχνολογία αποθήκευσης», συνεχίζει ο κ. Καραπιδάκης. «Υπάρχει ένας ανταγωνισμός και δυστυχώς αυτή τη στιγμή μας κερδίζει το φυσικό αέριο».

Σε πρόσφατη επίσκεψή της στις ΗΠΑ, η γενική γραμματέα Ενέργειας και Ορυκτών Πόρων του ΥΠΕΝ Αλεξάνδρα Σδούκου χαρακτήρισε το φυσικό αέριο όχι πια ως «μεταβατικό καύσιμο», αλλά ως «εγγυητή» της μετάβασης στην καθαρή ενέργεια, κάνοντας ξεκάθαρη την πολιτική που θα ακολουθήσει η κυβέρνηση, στην οποία κυριαρχούν οι ιδιωτικές επενδύσεις φυσικού αερίου.

Σε πρόσφατο ρεπορτάζ του ΤΡΡ, ο Παναγιώτης Παπαδομανωλής ασχολήθηκε με τις ανακοινώσεις της ελληνικής κυβέρνησης για την επανεκκίνηση του προγράμματος έρευνας και εκμετάλλευσης των εγχώριων υδρογονανθράκων. O οικονομολόγος Λεωνίδας Βατικιώτης και ο Νίκος Χαραλαμπίδης από την Greenpeace μίλησαν για το θέμα στο TPP με αφορμή τις ανακοινώσεις της ελληνικής κυβέρνησης. Ο Λ. Βατικιώτης σχολίασε πως «οι ΗΠΑ αξιοποίησαν τον πόλεμο στην Ουκρανία για να απαιτήσουν και να επιταχύνουν την διάρρηξη των ενεργειακών δεσμών της Δυτικής Ευρώπης με την Ρωσία». Ο Ν. Χαραλαμπίδης εστίασε στο οικολογικό κόστος, ενώ υπογράμμισε πως οι εξορύξεις «γίνονται από πολυεθνικές εταιρείες που δεν έχουν καμία δέσμευση με κάποια ρήτρα πως μέρος του προϊόντος θα καταλήξει στην ελληνική αγορά για τη μείωση της ενεργειακής εξάρτησης της χώρας. Θα είναι ένα χρηματιστηριακό προϊόν που μπαίνει τη διεθνή αγορά και βάσει των κανόνων της πηγαίνει στον πελάτη που πληρώνει».

thepressproject.gr