ΕΛΣΤΑΤ: Το 30% του πληθυσμού βρέθηκε μπροστά στον κίνδυνο φτώχειας...

Ιδιαίτερα σημαντικά είναι τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής σε σχέση με τα επίπεδα της φτώχειας για το 2019, με αναφορά στα εισοδήματα του 2018. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2019, 3.161.900 άνθρωποι, βρέθηκαν μπροστά σε...

κίνδυνο φτώχειας. Παράλληλα το ποσοστό απόκλισης μεταξύ του φτωχότερου και του πλουσιότερου 20%, βάσει εισοδήματος, διαμορφώνεται σε 5,1%. Ωστόσο ο κίνδυνος της φτώχειας παρουσιάζει σχετική μείωση σε σχέση με τα ποσοστά του 2018.

Η ΕΛΣΤΑΤ, έδωσε στη δημοσιότητα τρεις διαφορετικές εκθέσεις που διαμορφώνουν το πεδίο σε σχέση με τη φτώχεια στην Ελλάδα. Η πρώτη έκθεση αφορά τον κίνδυνο φτώχειας, ενώ η δεύτερη, παρουσιάζει την οικονομική ανισότητα. Η τρίτη έκθεση της Αρχής, αφορά την υλική στέρηση και τις συνθήκες διαβίωσης.

Κίνδυνος φτώχειας
Πιο συγκεκριμένα, η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, σε σχέση με τον κίνδυνο φτώχειας, η οποία και αποτελεί τη βασική πηγή αναφοράς των συγκριτικών στατιστικών, για την κατανομή του εισοδήματος και τον κοινωνικό αποκλεισμό, κατέγραψε ότι το μέσο ισοδύναμο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα το 2019, ανήλθε σε 9.382 ευρώ, υψηλότερο κατά 3,9% από το προηγούμενο έτος.

Με βάση τα στοιχεία της Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών του 2019, o πληθυσμός που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό ανέρχεται σε 30,0% (3.161.900 άτομα) του πληθυσμού της χώρας, παρουσιάζοντας μείωση σε σχέση με το 2018 κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες (3.348.500 άτομα που αντιστοιχούσαν στο 31,8% του πληθυσμού).

Ο κίνδυνος φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στο ηλικιακό πλαίσιο 18-64, είναι υψηλότερος (33,1%) και διαμορφώνεται ως εξής:

το 31,4% είναι Έλληνες
το 53,7% είναι αλλοδαποί που διαμένουν στην Ελλάδα. Από αυτούς διαμένουν στην Ελλάδα, ηλικίας 18-64, το 53,7% γεννήθηκαν σε άλλη χώρα, ενώ το 30,9% είναι αλλοδαποί που γεννήθηκαν και διαμένουν στην Ελλάδα
Όπως παρουσιάσει η Αρχή, για το 2019, το 17,9% του συνολικού πληθυσμού της χώρας βρισκόταν μπροστά στον κίνδυνο της φτώχειας. Τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο πενίας, εκτιμώνται σε 698.454, σε ένα σύνολο 4.123.242 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.881.600 στο σύνολο των 10.534.857 ατόμων του πληθυσμού.

Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2019 ανά φύλο είναι το εξής:

18,0% για τις γυναίκες
17,7% για τους άνδρες
Ωστόσο το εν λόγω ποσοστό για τους άνδρες παρουσιάζει μείωση κατά 0,8% σε σχέση με το 2018, ενώ αναφορικά με τις γυναίκες σημειώνεται επίσης μείωση αλλά μικρότερη και διαμορφώνεται στο 0,5%.

Κίνδυνος φτώχειας στους ηλικιωμένους
Σημαντικά είναι τα ευρήματα της ΕΛΣΤΑΤ και για του ηλικιωμένους. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία της Αρχής, ο κίνδυνος για άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών εκτιμάται σε 13,4% για τις γυναίκες και σε 10,9% για τους άνδρες. Παράλληλα για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών ο εκτιμάται σε 12,7%, ενώ για άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών, σε 18,4%. Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες άνω των 75 ετών εκτιμάται σε 15,4%, ενώ για τους άνδρες της αντίστοιχης ομάδας ηλικιών εκτιμάται σε 9,3%.

Σε σχέση με τα νοικοκυριά, σε όσα υπάρχει μόνο ένας ενήλικας και τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί, ο κίνδυνος της φτώχειας, σημείωσε αύξηση της τάξεως των 4,1 ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με το 2018 και ανέρχεται πλέον σε 36,9%.

Στοιχεία για εργαζόμενους και ανέργους
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους εργαζομένους ανέρχεται σε 10,2%, σημειώνοντας μείωση κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το έτος 2018. Για τους ανέργους, ο κίνδυνος φτώχειας ανέρχεται σε 44,9%, παρουσιάζοντας σημαντική διαφορά μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,3% και 39,3% αντίστοιχα). Ο κίνδυνος φτώχειας για τους εργαζομένους με πλήρη απασχόληση ανέρχεται σε 9,1%, ενώ για τους εργαζομένους με μερική απασχόληση ανέρχεται σε 20,9%.

Οικονομική ανισότητα
Η ΕΛΣΤΑΤ σε σχέση με την οικονομική ανισότητα, συνέκρινε το ισοδύναμο διαθέσιμο εισόδημα που κατέχει το 20% των πλουσιότερων ατόμων με αυτό που κατέχει το 20% των φτωχότερων και το οποίο επηρεάζεται από τις ακραίες τιμές κατανομής εισοδήματος.

Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι το μερίδιο του εισοδήματος του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,1 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του φτωχότερου 20%. Ουσιαστικά το συγκεκριμένο ποσοστό ορίζει το χάσμα μεταξύ των πλουσιότερων και φτωχότερων κατοίκων της χώρας.

Υλική Υστέρηση
Αναφορικά με την υστέρηση σε αγαθά, η τρίτη έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, αναφέρεται σε ελλείψεις των νοικοκυριών, όπως δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονομικών αναγκών, αδυναμία κάλυψης εξόδων για διακοπές μίας εβδομάδας το χρόνο, αδυναμία διατροφής που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναμία πληρωμής για ικανοποιητική θέρμανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωμη τηλεόραση, τηλέφωνο, αυτοκίνητο, αδυναμία αποπληρωμής δανείων ή αγορών με δόσεις, καθώς και δυσκολίες στην πληρωμή πάγιων λογαριασμών.

Η ΕΛΣΤΑΤ καταδεικνύει ότι κατά τη διάρκεια των ετών από το 2009 και μετά, παρατηρείται αύξηση της υλικής στέρησης, δηλαδή αύξηση του πληθυσμού που, λόγω οικονομικών δυσκολιών, στερείται τεσσάρων τουλάχιστον από τα εννέα βασικά αγαθά και υπηρεσίες όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω.

Το ποσοστό της υλικής στέρησης για το 2019 εκτιμάται σε 16,2%, δηλαδή, μειώθηκε κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018.

Η μείωση του ποσοστού της υλικής στέρησης το 2019 σε σχέση με το 2018 ορίζεται ως εξής:

μεγαλύτερη μείωση στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (1,0 ποσοστιαία μονάδα) συγκριτικά με τις υπόλοιπες ομάδες ηλικιών. Η υλική στέρηση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών ανέρχεται για το 2019 σε 17,6%.
στα άτομα ηλικίας 18 έως 64 ετών το ποσοστό των ατόμων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2019 ανέρχεται σε 17,0%, ποσοστό μειωμένο κατά 0,3 μονάδες σε σχέση με το 2018
για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω, το ποσοστό υλικής στέρησης το 2019 σημείωσε μείωση κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το 2018 και ανήλθε σε 13,0%.
Τα νοικοκυριά που αντιμετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας ως εξής:

το 5,9% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία με οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.)
το 5,2% των νοικοκυριών διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονομικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κλπ.)
το 7,7% των νοικοκυριών διαμένει σε ενοικιασμένη κατοικία
το 8,3% των νοικοκυριών διαμένει σε δωρεάν παραχωρημένη κατοικία
το 28,7% του πληθυσμού διαβιεί σε κατοικία με στενότητα χώρου. Το ποσοστό αυτό για τον μη φτωχό πληθυσμό και σε 45,7% για τον φτωχό πληθυσμό
Αδυναμίες των νοικοκυριών να καλύψουν παροχές όπως η θέρμανση
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ένα ποσοστό 73,0% των φτωχών νοικοκυριών και το 42,2% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική δυσκολία να αντιμετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες ύψους, περίπου, 380 ευρώ.

Για τα φτωχά νοικοκυριά, ένα ποσοστό 37,7%, δηλώνει ότι στερείται ισσοροπημένης διατροφής, ενώ το ποσοστό που δηλώνει οικονομική αδυναμία να έχει ικανοποιητική θέρμανση το χειμώνα ανέρχεται σε 34,1%,

Ακόμα σε σχέση με τα νοικοκυριά που έλαβαν καταναλωτικό δάνειο προκειμένου να αποπληρώσουν υποχρεώσεις και να αγοράσουν απαραίτητα αγαθά, ένα ποσοστό 45,4%, δηλώνει ότι αδυνατεί να αποπληρώσει τις δόσεις ή και ολόκληρο το ύψος του δανείου.

Ποσοστό 58,6% των φτωχών νοικοκυριών, δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωμή λογαριασμών όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύματος, του νερού ή του φυσικού αερίου. Το 64,8% των φτωχών νοικοκυριών, δήλωσε ότι το συνολικό μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά του, δεν επαρκεί για την κάλυψη συνήθων αναγκών.

Το ελάχιστο μέσο καθαρό μηνιαίο εισόδημα για την αντιμετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της Χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.921 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.640 ευρώ, ενώ τα μη φτωχά νοικοκυριά 1.982 ευρώ.

Υγεία πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω
Σε σχέση με την υγεία του πληθυσμού, τα δεδομένα που έδωσε η έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, αναδεικνύει ένα ποσοστό της τάξεως του 23,7%, ηλικίας 16 ετών και άνω, το οποίο έχει χρόνιο πρόβλημα υγείας. Εξ αυτών, τo 9,3% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε ιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν.

To 9,5% του πληθυσμού ηλικίας 16 ετών και άνω δήλωσε ότι υπήρξε περίπτωση, κατά την διάρκεια των τελευταίων 12 μηνών, που πραγματικά χρειάστηκε οδοντιατρική εξέταση ή θεραπεία για πρόβλημα υγείας και δεν υποβλήθηκε σε αυτήν. Τα συνολικά ποσοστά για το φτωχό και μη φτωχό πληθυσμό ανέρχονται σε 16,2% και 8,1% αντίστοιχα...