Η κυβέρνηση της πρώτης Κυριακής...


 Το «ποιος θα είναι πρώτος», προβάλλεται έως στιγμής το μέγα ερώτημα της επερχόμενης κάλπης. Αυτής που –θυμίζουμε – θα γίνει με το αναλογικό σύστημα που ψηφίστηκε το 2016.

Από την οπτική των επιδιώξεων των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, Νέας Δημοκρατίας και... ΣΥΡΙΖΑ, η φιλοδοξία του να πρωτεύσουν είναι αντιληπτή και σε ένα βαθμό θεμιτή. Η επιδίωξη της πρωτιάς αποτελεί από μόνη της μια συνθήκη «boostαρίσματος» των κομματικών μηχανισμών. Καλλιεργεί την αίσθηση της έγερσης και της αναζήτησης ενός «νικηφόρου αποτελέσματος».

Είναι όμως έτσι ακριβώς τα πράγματα από την οπτική της αποτύπωσης της πραγματικής βούλησης και των συσχετισμών δύναμης του εκλογικού σώματος; Δηλαδή το πραγματικό ζητούμενο ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος;

Μια τέτοια αντίληψη θα μπορούσε να δικαιολογηθεί –ίσως- επαρκώς σε προηγούμενες δεκαετίες. Τότε που τα συστήματα της «ενισχυμένης αναλογικής» ήταν τα κυρίαρχα ενώ ταυτόχρονα τα πολιτικά κόμματα που διεκδικούσαν την κυβερνητική διαχείριση λάμβαναν ποσοστά που λίγο απείχαν από το 50%, κι ως εκ τούτου μπορούσε να εικάσει κανείς ότι σε κάποιες από τις πολιτικές επιλογές τους προσέγγιζαν το ποσοστό αυτό, ή ακόμη και το ξεπερνούσαν.

Χαρακτηριστικά θυμίζουμε το 48,07% του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου το 1981 και το 46,88% του 1993 ή το 46,89% της Ν.Δ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1990. Οριακά στην ίδια κατηγορία «χωράει» και το 45,36% που πέτυχε η Νέα Δημοκρατία του Κώστα Καραμανλή στις εκλογές του 2004.

Μετά την οικονομική και συνακόλουθα πολιτική κρίση του 2009-2018 ο εκλογικός πήχης έχει πέσει αισθητά. Έτσι σήμερα τα κόμματα που διεκδικούν την κυβέρνηση διαθέτουν «σκληρούς πυρήνες» της τάξης του 30% ενώ οι εκλογικές επιδόσεις που ξεπερνούν το 40% αποτελούν πλέον «μακρινό όνειρο».

Εύλογα συμπεραίνει κανείς πως στις μέρες μας ένα πλειοψηφικό κοινωνικό ρεύμα δεν μπορεί να εκφραστεί αυτούσια από έναν κομματικό σχηματισμό. Αντίστοιχα μια μονοκομματική κυβέρνηση μπορεί να στηρίζεται αποκλειστικά στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία που της παρέχει η ευνοϊκή μεταχείριση ενός εκλογικού νόμου.

Είναι δηλαδή καταδικασμένη σε ένα μόνιμο έλλειμμα κοινωνικού ριζώματος, αφού θα μπορεί να εκφράσει στην καλύτερη περίπτωση το 1/3 της κοινωνίας, έστω με κάποιες συγκυριακές διακυμάνσεις. Ίσως και κάτι λιγότερο αν αναλογιστεί κανείς τα αυξητικά ποσοστά της αποχής από την εκλογική διαδικασία.

Αν όλα τα παραπάνω συνιστούν αυτό που αποκαλείται «κρίση αντιπροσώπευσης», αυτονόητα η υπέρβασή της προκρίνει σημαντικές αλλαγές αντιλήψεων. Για τα κόμματα που επιζητούν την κυβερνητική διαχείριση, μια από αυτές θα μπορούσε να είναι η αλλαγή προτεραιοτήτων. Δηλαδή η επιδίωξη της πραγμάτωσης της -διαπιστωμένης μέσω των εκλογών- τάσης του εκλογικού σώματος, άσχετα από τις τοποθετήσεις των κομμάτων στο «εκλογικό βάθρο». Δηλαδή το κριτήριο της πρωτιάς να «μπει σε δεύτερη μοίρα».

Από τις πολιτικές ηγεσίες δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια διάθεση. Βρίσκονται όμως σε αντιστοιχία με αυτό που σκέπτονται οι πολίτες; Ιδίως αυτοί που αυτο-τοποθετούνται στον προοδευτικό χώρο; Μια απορία που αξίζει να διερευνηθεί παραπάνω...

Γεράσιμος Λιβιτσάνος

news247.gr