Αγνόησαν τις Ανεξάρτητες Αρχές...


 Προσχηματικό, άτολμο και αρκετά «επικοινωνιακό» είναι το νομοσχέδιο για την κυβερνοασφάλεια και την προστασία των... προσωπικών δεδομένων που κατατέθηκε χθες στη Βουλή από το υπουργείο Δικαιοσύνης. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι αγνόησε το μεγαλύτερο μέρος των έντονων ενστάσεων φορέων, όπως η Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών, η Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων κ.ά.

Στην ουσία του, το νομοσχέδιο επιμένει να αγνοεί βασικά ζητήματα που έθεσαν ως καίρια οι Ανεξάρτητες Αρχές και σίγουρα, με το σκάνδαλο των υποκλοπών να ταλανίζει την πολιτική ζωή της χώρας, δεν κινείται σε μια λογική πλήρους διαφάνειας, ειδικά από τη στιγμή που η ενημέρωση ενός θύματος υποκλοπής δεν έχει αναδρομική ισχύ. Με λίγα λόγια, θύματα παρακολούθησης της ΕΥΠ όπως ο Νίκος Ανδρουλάκης και ο δημοσιογράφος Θανάσης Κουκάκης εξακολουθούν να μην μπορούν να μάθουν για ποιους λόγους βρέθηκαν σε αυτό το καθεστώς από τις μυστικές υπηρεσίες της χώρας.

Αλλά δεν είναι μόνο εκεί το πρόβλημα. Η κυβέρνηση, παρά τις σοβαρές ενστάσεις των Ανεξάρτητων Αρχών, επιμένει να θεωρεί πως τα 3 χρόνια είναι ένας καλός χρόνος για να ενημερωθεί κάποιος (υπό προϋποθέσεις) αν βρέθηκε σε καθεστώς παρακολούθησης. Αυτό αναφέρεται στο άρθρο 4, παρ. 7 του νέου νόμου, όπου σημειώνεται χαρακτηριστικά: Μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την παύση της ισχύος της διάταξης άρσης του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας γνωστοποιείται η επιβολή του περιοριστικού μέτρου στον θιγόμενο, υπό την προϋπόθεση ότι δεν διακυβεύεται ο σκοπός για τον οποίο αυτό διατάχθηκε.

Για τη γνωστοποίηση του πρώτου εδαφίου υποβάλλεται σχετικό αίτημα στην Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.), το οποίο διαβιβάζεται στην Ε.Υ.Π. και τη Δ.Α.Ε.Ε.Β. Η άρση γνωστοποιείται μετά από απόφαση τριμελούς οργάνου, το οποίο αποφασίζει εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών».

Η κυβέρνηση έκανε πίσω σχετικά με το ποιοι θα απαρτίζουν το τριμελές όργανο. Η αρχική της πρόταση περιλάμβανε τον διοικητή και τον εισαγγελέα της ΕΥΠ, μαζί με τον πρόεδρο της ΑΔΑΕ. Πλέον αυτό αλλάζει. Και πάλι όμως, τα 3 χρόνια είναι ένα υπερβολικά μεγάλο διάστημα, πόσο μάλλον από τη στιγμή που η κυβέρνηση επιμένει στην πρότασή της όπως το υλικό παρακολούθησης να καταστρέφεται στους 6 μήνες (άρθρο 5, παρ. 3). Επιπλέον, άπτεται του τριμελούς οργάνου να ενημερώσει τον παρακολουθούμενο για τους λόγους για τους οποίους βρέθηκε σε αυτό το καθεστώς. Με απλά λόγια, ο παρακολουθούμενος μπορεί να μη μάθει ποτέ τους λόγους παρακολούθησής του.

Ανυποχώρητη είναι η κυβέρνηση και στο κομμάτι που αφορά την κατοχή και χρήση λογισμικών παρακολούθησης από το κράτος. Κι ενώ η Αρχή Προστασίας Δεδομένων στη γνωμοδότησή της είχε αποφανθεί πως κάτι τέτοιο χρειάζεται συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο, η κυβέρνηση την αγνόησε και επιμένει στην έκδοση προεδρικού διατάγματος και μόνο. Από εκεί και πέρα η κατοχή και χρήση τέτοιων λογισμικών από ιδιώτες μετατρέπεται από πλημμέλημα σε κακούργημα και επιφέρει ποινές κάθειρξης έως και 10 έτη.

Μεγάλη κουβέντα είχε γίνει επίσης για τον ορισμό των «λόγων εθνικής ασφάλειας» προκειμένου να γίνει μια παρακολούθηση. Πλέον, σύμφωνα με το άρθρο 3, παρ. α, ο ορισμός δεν είναι τόσο γενικός και διατυπώνεται ως εξής: «“Λόγοι εθνικής ασφάλειας” είναι οι λόγοι που συνάπτονται με την προστασία των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων των Ελλήνων πολιτών, όπως, ιδίως, λόγοι σχετικοί με την εθνική άμυνα, την εξωτερική πολιτική, την ενεργειακή ασφάλεια και την κυβερνοασφάλεια».

Σε ό,τι αφορά την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων, το σχετικό άρθρο αναφέρει ότι για να γίνει χρειάζεται λεπτομερής τεκμηρίωση και εν συνεχεία απαιτείται η έγκριση του προέδρου της Βουλής, ο οποίος μέσα σε 24 ώρες θα πρέπει να δώσει τη σχετική εντολή στον διοικητή της ΕΥΠ, έχοντας σταθμίσει τα τεκμήρια.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως για πρώτη φορά «τίθενται αυξημένες απαιτήσεις τεκμηρίωσης του αιτήματος για άρση του απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας», τονίζοντας πως «το αίτημα αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους που στοιχειοθετούν κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια, την αναγκαιότητα της άρσης του απορρήτου για την αντιμετώπιση του κινδύνου, το αντικείμενο της άρσης, δηλαδή τα εξωτερικά στοιχεία της επικοινωνίας ή και το περιεχόμενο αυτής και την απολύτως αναγκαία χρονική διάρκεια».

Η ΕΥΠ στην ουσία παραμένει ανεξέλεγκτη. Στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει ούτε ένα άρθρο που να προβλέπει έλεγχο στην Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών από κάποια Ανεξάρτητη Αρχή, όπως είχε εισηγηθεί σχετικά η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Για τα μάτια του κόσμου και για καθαρά επικοινωνιακούς λόγους δημιουργείται «γραφείο Τύπου και Ενημέρωσης», το οποίο θα υπάγεται στον διοικητή της ΕΥΠ «για να ενημερώνει τους πολίτες», όπως επίσης και μια Ακαδημία Πληροφοριών και Αντικατασκοπείας (ομολογουμένως βαρύγδουπος τίτλος), με αποστολή την εκπαίδευση, επιμόρφωση και εξειδίκευση του προσωπικού, αλλά και Μονάδα Εσωτερικού Ελέγχου για τον έλεγχο φαινομένων παράβασης καθήκοντος και διαφθοράς εντός της υπηρεσίας. Κάτι σαν τους «αδιάφθορους» της ΕΛ.ΑΣ.

Σε ό,τι αφορά το Κέντρο Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας (το διαβόητο ΚΕΤΥΑΚ), παύει να υπογράφει συμβάσεις που δεν θα αναρτώνται στη Διαύγεια. Για τον έλεγχο των προηγούμενων συμβάσεων βέβαια, ούτε λόγος. Τέλος, διοικητής της ΕΥΠ θα αναλαμβάνει είτε διπλωμάτης, είτε απόστρατος, ανώτατος αξιωματικός. Παράλληλα, συστήνεται Ενοποιημένο Κέντρο Αναφοράς Κυβερνοασφάλειας στη Γενική Διεύθυνση Κυβερνοασφάλειας της Γενικής Γραμματείας Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων του υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης. Το Κέντρο έχει ως σκοπό την ανάπτυξη, υποστήριξη και ενδυνάμωση των ικανοτήτων σε εθνικό επίπεδο για την έγκαιρη ανίχνευση και αντιμετώπιση κυβερνοαπειλών σε όλη την επικράτεια, ιδίως μέσω της ενίσχυσης των δυνατοτήτων έγκαιρης προειδοποίησης, ανίχνευσης και αντιμετώπισης κυβερνοεπιθέσεων...

Δημήτρης Τερζής

Η Εφημερίδα των Συντακτών