Νέο χτύπημα κατά της κυβέρνησης από την Ολγα Κεφαλογιαννη...


 Για τα καλά, έχουν βγει τα μαχαίρια στη ΝΔ καθώς ουδείς από τους βουλευτές θέλει να επωμιστεί την «επιτελική» αποτυχία του κλειστού περιβάλλοντος Μητσοτάκη.

Τελευταίο χτύπημα... αποτέλεσε η ερώτηση που κατέθεσε η Όλγα Κεφαλογιάννη προς τον υπουργό Εργασίας, Κωστή Χατζηδάκη, αναφορικά με τις αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών των δικηγόρων που έρχονται από 1/1/23.

Συγκεκριμένα, η «γαλάζια» βουλευτής η οποία αρκετές φορές έχει διαφοροποιηθεί από την κεντρική γραμμή της ΝΔ, εκφράζοντας ευθέως τα διαφωνίες της, αναφέρει ότι κατέθεσε ερώτηση προς τον υπουργό Εργασίας «για το θέμα της σημαντικής αύξησης των ασφαλιστικών εισφορών των δικηγόρων και συνολικά των αυτοτελώς απασχολούμενων και ελεύθερων επαγγελματιών, από 1.1.2023, λόγω της απρόβλεπτης, ραγδαίας αύξησης του πληθωρισμού το 2022, συνεπεία των δυσμενών διεθνών εξελίξεων».

Η ίδια επισημαίνει δε ότι «δεδομένης μάλιστα της ιδιαίτερα δύσκολης περιόδου που βιώνουμε και των εκτιμήσεων για έναν ακόμα πιο δύσκολο χειμώνα, έθεσα στον αρμόδιο υπουργό το ερώτημα για ενδεχόμενη νομοθετική πρωτοβουλία, με την οποία δύναται να ανασταλεί η σημαντική αύξηση αυτή από το νέο έτος».

Υπενθυμίζεται ότι η Όλ. Κεφαλογιάννη είχε καταθέσει ερώτηση προς τον υπουργό Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα αναφορικά με τον διορισμό της Μαριάνθης Παγουτέλη στη θέση της αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου αναφορικά με τις αντισημιτικές και ακροδεξιές απόψεις που είχε εκφράσει η δικαστικός στο παρελθόν.

Επιπλέον η ίδια είχε εκφράσει την έντονη αντίθεσή της με αφορμή το νομοσχέδιο της κυβέρνησης για τη συνεπιμέλεια των παιδιών, ενώ αναφορικά με τους εμβολιασμούς ενάντια στον κορωνοϊό εξαπέλυσε «καρφιά» κατά της κυβέρνησης σημειώνοντας ότι «χρειάζεται πειθώ και όχι εκφοβισμό».

Η λίστα με τα «χτυπήματα» της Όλ. Κεφαλογιάννη κατά της κυβέρνησης συνεχίζεται με τις αιχμές που είχε αφήσει κατά του Μαξίμου για την υπόθεση Λιγνάδη, ενώ αναφορικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών και τα «γαλάζια» σενάρια που την έφερναν εκτός της επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας είχε ξεκαθαρίσει ότι «η συνέχιση της συμμετοχής μου στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, ιδίως σε αυτήν την κρίσιμη περίοδο, αποτελεί αυτονόητη υποχρέωση και επιβεβλημένο κοινοβουλευτικό μου καθήκον».

Παράλληλα, είχε ασκήσει κριτική και για την επίκληση του «απορρήτου» όσους κατέθεσαν σχετικά στην Εξεταστική Επιτροπή  για την υπόθεση των παρακολουθήσεων.