Πού κερδίζονται οι εκλογές;...

 
Υπάρχει μια εδραιωμένη πεποίθηση πως οι εκλογές κερδίζονται στο κέντρο. Δημοσκόποι, κυβερνήσεις, αξιωματικές αντιπολιτεύσεις το θεωρούν τόσο δεδομένο που οι εκλογικές τους τακτικές καθορίζονται κατεξοχήν από αυτό. Περισσότερο «κοινωνιολογικά» ειπωμένο, τις εκλογές κερδίζει όποιος... πλειοψηφεί στις «μεσαίες τάξεις».

Τελευταία, μάλιστα, χρησιμοποιείται το επιχείρημα πως ένα μεγάλο ποσοστό, άνω του 70%, αυτοτοποθετείται στους «μεσαίους». Συνεπώς, έχει μεγάλη σημασία να προσαρμοστούμε στην αυτοαντίληψη του κόσμου και να μιλήσουμε στη γλώσσα που οι ίδιοι θέλουν, στη γλώσσα που τους μιλάει και στην οποία αναγνωρίζονται.

Δεν πρόκειται, στο πλαίσιο μιας επιφυλλίδας, να μπω στη μακρά συζήτηση περί ιδεολογίας. Η αυτοαντίληψη είναι από τα κεντρικά πεδία όπου δίνεται η ιδεολογική πάλη. Για ένα κόμμα που επιδιώκει τον ριζικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, η προσαρμογή είναι ασύγγνωστο σφάλμα. Καθήκον είναι η υπέρβασή της, έτσι ώστε να γίνει όσο το δυνατόν καθαρότερη η θέση στην κοινωνική ιεραρχία, άρα και τα συμφέροντα, της καθεμιάς κοινωνικής ομάδας.
Οπως σημείωνε ο Αλτουσέρ, «η ιδεολογία αναπαριστά τη φαντασιακή σχέση των ατόμων με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξής τους». Καλεί τα άτομα ως υποκείμενα, τα διαμορφώνει σε υποκείμενα, τους προσφέρει την αυτοαντίληψή τους. Η αποδόμηση αυτής της αυτοαντίληψης είναι από τις θεμελιώδεις ενέργειες της Αριστεράς - χωρίς αυτό καμιά μετασχηματιστική πολιτική δεν έχει νόημα. Ο αντίπαλος έχει κερδίσει στο δικό του γήπεδο - και, μάλιστα, από τα αποδυτήρια.

Επανέρχομαι: πού κερδίζονται οι εκλογές;

Πράγμα, βέβαια, που δεν είναι το σημαντικότερο του κόσμου, σε αντίθεση με ό,τι νομίζει μια μανιακά κυβερνητιστική Αριστερά. Με τα λόγια της Λουτσιάνα Καστελίνα, στην «Εποχή» της 8ης Οκτωβρίου, «[τ]ο να είναι κανείς στην κυβέρνηση δεν είναι αναγκαστικά κάτι καλό. Οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις […] ψηφίστηκαν όταν η Αριστερά δεν ήταν στην κυβέρνηση. Αυτή η μανία ήρθε αργότερα και είναι προβληματική».

Το ερώτημα δεν είναι το σημαντικότερο, αλλά ούτε και το «ασημαντότερο». Θα απαντήσω, λοιπόν, λέγοντας πως οι εκλογές κερδίζονται και χάνονται, κυρίως, στην αποχή και στην εκλογική συμπεριφορά των κατώτερων στρωμάτων.

Ας ξεκινήσω με το πιο πρόσφατο παράδειγμα, αυτό των ιταλικών εκλογών. Σύμφωνα με τα στοιχεία (Δ. Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος στον ιστότοπο redandblack), η εργατική τάξη σε ποσοστό 43,4% προτίμησε την αποχή, το άκυρο ή το λευκό, ενώ οι άνεργοι ακολούθησαν την ίδια εκλογική συμπεριφορά σε ποσοστό 47,8%. Οι αριθμοί είναι, πραγματικά, συντριπτικοί. Η μισή εργατική τάξη της Ιταλίας δεν ψηφίζει κανέναν. Αλλά και η συνολική αποχή ανέβηκε κατά περίπου 10%, οφειλόμενη και στη μικρή συμμετοχή των νέων ανθρώπων.

Στην Ελλάδα, αντίστοιχα, η συμμετοχή στις εκλογές παρουσιάζει μια τάση συνεχούς μείωσης, με μικρά σκαμπανεβάσματα. Στις εκλογές του 2009 ψήφισαν 7.000.000 εκλογείς, ενώ τον Σεπτέμβριο του 2015 μόλις 5.600.000 (αποχή 44%!), από 6.300.000 τον Ιανουάριο του ίδιου έτους. Η πτώση της συμμετοχής κατά περίπου 10 μονάδες είναι εύλογο να θεωρηθεί πως οφείλεται σε αριστερό εκλογικό αναχωρητισμό λόγω των γεγονότων του 2015. Δεν είναι τυχαίο πως ο ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015 πήρε μόλις 1.900.000 ψήφους από τα 3.600.000 του «όχι» στο δημοψήφισμα, και με σημαντική μεταβολή της εκλογικής του βάσης.

Επιπλέον, ενδιαφέρον είναι ότι το 95% όσων απείχαν το 2015 απείχαν και το 2019, συνεπώς η αποχή εμφανίζει εξαιρετικά υψηλή συνοχή. Πράγμα που σημαίνει, κατά τη γνώμη μου, πως ένα μεγάλο μέρος ριζοσπαστικοποιημένου προς τα αριστερά κόσμου εγκατέλειψε την εκλογική «ενασχόληση» μετά τα γεγονότα του 2015, με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα, γυρίζοντας την πλάτη του στη συμβατική πολιτική, απαξιώνοντας τους φορείς της, σε όλες τους τις εκδοχές, έστω κι αν δεν βρήκε κάποιον εναλλακτικό τρόπο πολιτικής παρουσίας με μαζικούς όρους.

Τα πράγματα γίνονται χειρότερα αν προσθέσουμε και το δεδομένο (Π. Κουστένης, 2019 «Οι πρώτες εκλογές μετά το Μνημόνιο», Εκδ. Παπαζήση, σελ. 45) πως το 2019 στον ίδιο τον πυρήνα της εργατικής τάξης, τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, η Ν.Δ. κέρδισε με 38% έναντι 30% του ΣΥΡΙΖΑ! Ακόμη και τα χαμηλότερα στρώματα των εργατών, αυτών με σπουδές μέχρι το Λύκειο, έδωσαν 35% στη Ν.Δ. και 34% στον ΣΥΡΙΖΑ – ας σημειωθεί πως τον Σεπτέμβριο του 2015, πόσο μάλλον τον Ιανουάριο της ελπίδας, η Ν.Δ. είχε μόλις 16% έναντι 40% του ΣΥΡΙΖΑ! Ακόμη και στους ανέργους, όπου ο ΣΥΡΙΖΑ διατήρησε τα άνω του 40% ποσοστά του, η Ν.Δ. από 17% έφτασε στο 29%.

Αν απ’ αυτά προκύπτει το συμπέρασμα ότι το εκλογικό επίδικο είναι οι «μεσαίες τάξεις», σηκώνω τα χέρια ψηλά. Εκτός και αν θεωρούμε πως το παιχνίδι είναι οριστικά χαμένο σε ό,τι αφορά τις κατώτερες τάξεις.

Χρήστος Λάσκος (εκπαιδευτικός)

efsyn.gr