UBS: Δύσκολη η ενεργειακή απεξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία - Η θέση της Ελλάδας

0

 
Από τις πιο εξαρτημένες ευρωπαϊκές χώρες αναφορικά με τις εισαγωγές ρωσικών ενεργειακών προϊόντων είναι η Ελλάδα, όπως αναφέρει η UBS.

Συγκεκριμένα, το 46% των εισαγωγών (37% πετρέλαιο, 9% φυσικό αέριο) που αφορούν την ενέργεια στην Ελλάδα προέρχονται από τη Ρωσία έναντι 23% για την Ευρωζώνη, 24% για την Ιταλία, 7% για την Ισπανία και 5% για την Πορτογαλία. Την Ελλάδα, σύμφωνα με τη UBS, ξεπερνούν η Λιθουανία που βρίσκεται στην κορυφή με ποσοστό της τάξεως του 94%, με 57% ακολουθεί η Σλοβακία και στο 57% η Ολλανδία...

Αναφορικά με την Ελλάδα, ο ελβετικός οίκος εστιάζει και στη συμφωνία Ελλάδας, Κύπρου και Ισραήλ για τη δημιουργία του μεγαλύτερου και βαθύτερου υποθαλάσσιου καλωδίου μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κατά μήκος της Μεσογείου, για τη σύνδεση των δικτύων ηλεκτρισμού τους. Παράλληλα, το έργο «Euro-Asia interconnector» αναμένεται να ολοκληρωθεί έως το 2024. Επίσης, μετά το πέρας αρκετών ετών σχεδιασμού, υπήρξε η συμφωνία για τον υποθαλάσσιο αγωγό EastMed, επίσης έργο που αναμένεται να προμηθεύσει την υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη με φυσικό αέριο από την Ανατολική Μεσόγειο.

Όπως αναφέρει η UBS, η Ελλάδα σχεδιάζει την επιτάχυνση των ερευνών φυσικού αερίου στις δυτικές και νότιες θάλασσές της, έχοντας παράξει μικρές ποσότητες πετρελαίου στο παρελθόν, με ενδείξεις για σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου. Τον Μάρτιο, η Ελληνική Διαχειριστική Εταιρεία Υδρογονανθράκων πρότεινε ένα «φιλόδοξο αλλά εφικτό» σχέδιο ερευνών, το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε δοκιμές γεωτρήσεων σε περίπου τέσσερα χρόνια. Φυσικά πέρα από τις εργασίες για πρόσθετες προμήθειες LNG, η ελληνική κυβέρνηση έχει επίσης ζητήσει από τον ΔΕΣΦΑ να εξετάσει το κόστος του να προσθέσει μία πλωτή δεξαμενή στον τερματικό σταθμό LNG, κοντά στην Αθήνα. Ο ΔΕΣΦΑ βρίσκεται επίσης σε συνομιλίες με την ιταλική Snam για την πρόσβαση σε στρατηγικά αποθέματα στην Ιταλία, σύμφωνα με τη UBS.

Εξετάζοντας ευρύτερα το ενεργειακό σκέλος, ο ελβετικός οίκος αναφέρει πως κατά τις τελευταίες εβδομάδες, οι τιμές ενέργειας έχουν υποχωρήσει, αλλά ορισμένοι περιορισμοί ως προς τον όγκο δείχνουν πλέον αρκετά πιθανοί. Στις 5 Απριλίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε νέες κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της απαγόρευσης των εισαγωγών ρωσικού άνθρακα. Σε αυτό το στάδιο, δεν έχουν ενεργοποιηθεί περιορισμοί για τις εισαγωγές ρωσικού πετρελαίου, αλλά σύμφωνα με πληροφορίες θα συζητηθούν από τους υπουργούς Εξωτερικών της ΕΕ την επόμενη εβδομάδα.

Οι εισαγωγές από τη Ρωσία αντιπροσωπεύουν το 24% της ενεργειακή κατανάλωσης της ΕΕ (πετρέλαιο 13%, φυσικό αέριο 9% και άνθρακας 2%). Δεδομένης της περιορισμένης εξάρτησης της ΕΕ από τον άνθρακα και της αναμφισβήτητα λογικής διαθεσιμότητας του άνθρακα στις παγκόσμιες αγορές, ένα «μπλοκάρισμα» των εισαγωγών της ΕΕ στον άνθρακα θα πρέπει να είναι περισσότερο διαχειρίσιμο από ό,τι για το πετρέλαιο και ιδιαίτερα το φυσικό αέριο. Αλλά ακόμη και αν το πλήγμα στη βιομηχανική παραγωγή περιορίζονταν, η διακοπή των εισαγωγών άνθρακα θα μπορούσε να οδηγήσει σε υψηλότερες τιμές ενέργειας και συνεπώς να λάβει περαιτέρω επιβάρυνση της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.

Η εξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια

Η υποκατάσταση των ενεργειακών εισαγωγών της Ευρώπης από τη Ρωσία θα είναι πολύ δύσκολη, όπως εκτιμά η UBS. Οι προκλήσεις είναι μεγαλύτερες για το φυσικό αέριο από ό,τι για τον άνθρακα ή το πετρέλαιο, δεδομένων των τεχνικών και των λοιπών ιδιαιτεροτήτων της αγοράς. Ο άνθρακας αντιπροσωπεύει μόλις το 10,2% του ενεργειακού «μείγματος» της ΕΕ, το 36% του οποίου εισάγεται, το 46% αυτού από τη Ρωσία. Οι εισαγωγές ρωσικού άνθρακα ως ποσοστό της συνολικής χρήσης ενέργειας είναι μεγαλύτερες στη Δανία, τη Σλοβακία, τη Γερμανία, τη Φινλανδία και την Ολλανδία. Το πετρέλαιο αντιπροσωπεύει το 34,5% του ενεργειακού μείγματος της ΕΕ, το 97% του οποίου εισάγεται, το 23% από τη Ρωσία.

Το μερίδιο του ρωσικού πετρελαίου στη συνολική ενεργειακή χρήση είναι υψηλότερο στις χώρες της Βαλτικής, την Ελλάδα, τη Φινλανδία, τη Σλοβακία, την Ολλανδία και το Βέλγιο. Επίσης, το φυσικό αέριο αντιπροσωπεύει το 23,7% του ενεργειακού μείγματος της ΕΕ, το 84% του οποίου εισάγεται, το 39% από τη Ρωσία. Το μερίδιο των ρωσικών εισαγωγών φυσικού αερίου στη συνολική χρήση ενέργειας είναι υψηλότερο στις χώρες της Βαλτικής, τη Σλοβακία, την Ιταλία, την Ολλανδία, τη Γερμανία και την Αυστρία - μερικές από τις οποίες αντιτάχθηκαν πιο έντονα στην άμεση διακοπή των εισαγωγών ρωσικού φυσικού αερίου.

Οι προσπάθειες της Ευρώπης να μειώσει τις ρωσικές εισαγωγές ενέργειας

Εκτός από τα μέτρα που σχετίζονται με τις κυρώσεις, πολλές ευρωπαϊκές χώρες έχουν ανακοινώσει μεγαλύτερης διάρκειας μακροπρόθεσμα σχέδια για τη μείωση των ενεργειακών εισαγωγών από τη Ρωσία. Βραχυπρόθεσμα, η διαφοροποίηση των συμβολαίων για τον άνθρακα και το πετρέλαιο αποτελεί προτεραιότητα, για παράδειγμα η Γερμανία στοχεύει να τερματίσει την εξάρτησή της από το ρωσικό πετρέλαιο και τον άνθρακα μέχρι το τέλος του 2022.

Ωστόσο, η μείωση της εξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο είναι πιο περίπλοκη, απαιτώντας μεγαλύτερες προμήθειες υγροποιημένου φυσικού αερίου, διευρυμένες υποδομές (π.χ. τερματικοί σταθμοί LNG, πανευρωπαϊκά δίκτυα αγωγών), μεγαλύτερη ενεργειακή απόδοση και ευρύτερη χρήση των ΑΠΕ.

Το σχέδιο REPowerEU της ΕΕ προβλέπει μείωση κατά δύο τρίτα του ρωσικού φυσικού αερίου μέχρι το τέλος του 2022 και μια ανεξάρτητη θέση μέχρι το 2030. Σε επίπεδο χωρών, η Γερμανία στοχεύει να μειώσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου στο 10% έως τα μέσα του 2024, ενώ η Ιταλία στοχεύει να τερματίσει τις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου μέχρι το 2025 και η Γαλλία μέχρι το 2027.

Μέτρα για τη στήριξη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων

Από την έναρξη του πολέμου, οι μεγαλύτερες ευρωπαϊκές χώρες έχουν ανακοινώσει μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα που αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 0,4% του ΑΕΠ ως απάντηση στις υψηλότερες τιμές της ενέργειας (κυρίως αφορούν μειώσεις φόρων στο σκέλος της ενέργειας και υψηλότερες μεταβιβάσεις προς τα νοικοκυριά), περίπου στο ίδιο μέγεθος με τα μέτρα που είχαν ήδη είχαν ήδη εφαρμοστεί πριν από την εισβολή. Μέχρι στιγμής, αυτό ταιριάζει σε γενικές γραμμές με τις προηγούμενες εκτιμήσεις της UBS, για πρόσθετες δαπάνες ύψους 2% του ΑΕΠ που προκλήθηκαν ως απάντηση στον πόλεμο, κυρίως για ενεργειακές επιδοτήσεις, την άμυνα, την ενεργειακή ασφάλεια και τη στήριξη των προσφύγων.

Συντηρητικά, η UBS, υποθέτει έναν δημοσιονομικό πολλαπλασιαστή 0,5, που συνεπάγεται μια συνολική επίπτωση στην ανάπτυξη κατά 1% το 2022 – 2023, εκ των οποίων το 25% αυτού οφείλεται στις ενεργειακές επιδοτήσεις.


Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)