Μας τα παίρνουν από παντού...


 Από τις υψηλότερες ασφαλιστικές εισφορές μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ πληρώνουν οι Ελληνες πολίτες, ενώ την ίδια στιγμή στα ύψη είναι οι φόροι κατανάλωσης αλλά και περιουσίας. Αντίθετα, σημαντικά χαμηλότερα... είναι τα έσοδα από τη φορολόγηση των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων, σε σχέση τόσο με τις χώρες του ΟΟΣΑ όσο και με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης.

Συγκεκριμένα, τα έσοδα από τα φυσικά πρόσωπα ανέρχονται στο 15,8% των συνολικών κρατικών εσόδων, ενώ ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ είναι στο 24%, όταν για παράδειγμα στην Πορτογαλία ανέρχεται στο 19,9%, στην Ιταλία στο 26,9% και στην Ισπανία στο 23,8%....

Βέβαια το χαμηλό ποσοστό των φορολογικών εσόδων είναι ενδεχομένως αποτέλεσμα αφενός της φοροδιαφυγής που καταγράφεται κυρίως στους ελεύθερους επαγγελματίες και αφετέρου της χαμηλής εισπραξιμότητας (οι εμπρόθεσμες πληρωμές του φόρου εισοδήματος κυμαίνονται περίπου στο 70%-72%).

Επίσης, παρά τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών κατά 3,9 ποσοστιαίες μονάδες, η χώρα μας εξακολουθεί να εισπράττει το 33,2% των εσόδων του κράτους από τις ασφαλιστικές εισφορές, όταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ είναι 26,4%. Προκειμένου, δηλαδή, να συντηρηθεί το πολυδάπανο και μη ανταποδοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, οι μισθωτοί κατά κύριο λόγο υποχρεώνονται στην καταβολή ιδιαίτερα υψηλών εισφορών.

Παράλληλα, σε σύγκριση με άλλες χώρες, η Ελλάδα έχει σημαντικά υψηλότερη φορολογία και κατ’ επέκταση αυξημένες εισπράξεις από τους φόρους στην περιουσία, η οποία ανέρχεται στο 7,9% των συνολικών εσόδων έναντι 5,6% του μέσου όρου του ΟΟΣΑ. Στους φόρους κατανάλωσης η χώρα μας αδιαμφισβήτητα κρατάει τα σκήπτρα και προφανώς η σύσταση (από το Tax Foundation) για στροφή στην έμμεση φορολογία ως λιγότερο στρεβλωτική προς την οικονομική δραστηριότητα δεν έχει ουσία. Συγκεκριμένα, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης και λοιποί έμμεσοι φόροι «φέρνουν» το 38,5% του συνόλου των εσόδων, δηλαδή σχεδόν 6,5 μονάδες πάνω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Στην Ευρώπη, μόνο η Εσθονία, η Ουγγαρία και η Λετονία έχουν υψηλότερο ποσοστό εξάρτησης από τους φόρους κατανάλωσης.  

Οπως προκύπτει από μελέτη που εκπόνησε το Tax Foundation, o ΟΟΣΑ τάσσεται υπέρ της αλλαγής του μείγματος των φορολογικών εσόδων και συγκεκριμένα στη μεταφορά των φορολογικών εισπράξεων από το εισόδημα (ατομικό και επιχειρήσεων) στην κατανάλωση και την περιουσία. Βέβαια, για την Ελλάδα η σύσταση αυτή δεν έχει ουσία καθώς, όπως προαναφέρθηκε, το μεγαλύτερο τμήμα των εσόδων προέρχεται από τους έμμεσους φόρους αλλά και την περιουσία. Μάλιστα και στις δύο πηγές εσόδων η Ελλάδα κάνει… πρωταθλητισμό διατηρώντας τους υψηλότερους συντελεστές τόσο σε επίπεδο ΟΟΣΑ όσο και στην Ευρωζώνη. Οπως προκύπτει από τη συγκριτική έρευνα του Tax Foundation (με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ), οι φόροι στο εισόδημα μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερη ζημιά απ’ ό,τι οι φόροι στην περιουσία και την κατανάλωση, ωστόσο το μείγμα είναι καθοριστικής σημασίας.  

Οπως τονίζεται στη μελέτη, οι κυβερνήσεις πέρα από την αναθέρμανση των οικονομιών βλέπουν και αναθέρμανση των φορολογικών εσόδων και το ζητούμενο είναι ποια συνταγή θα εφαρμόσουν εφεξής, έτσι ώστε και τα έσοδα να συνεχίσουν να αυξάνονται, και να μην ανακοπεί η ανάκαμψη, και να μην επιβαρυνθούν νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, μια χώρα θα μπορούσε να μειώσει τη φορολογία των νομικών προσώπων προκειμένου να προσελκύσει επενδύσεις, ρίχνοντας το βάρος σε άλλους φόρους, όπως οι φόροι στην κατανάλωση ή στις εισφορές. Από την άλλη μεριά, μια χώρα θα μπορούσε να αποφασίσει να αυξήσει τα έσοδά της με διεύρυνση της φορολογικής βάσης και ενιαίο συντελεστή, καθώς, όπως σημειώνει η έρευνα, συχνά αυτές οι πηγές εσόδων είναι λιγότερο επιζήμιες επενδυτικά.  

Τα συγκριτικά στοιχεία δείχνουν ότι στην 30ετία που μεσολάβησε από το 1990 τα κράτη στηρίχθηκαν περισσότερο στη φορολογία των επιχειρήσεων, παρά τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, όπως επίσης στις ασφαλιστικές εισφορές, αν και σε αυτή την περίπτωση η διευρυμένη βάση και οι χαμηλοί συντελεστές προκαλούν μικρότερες στρεβλώσεις από τους υψηλότερους συντελεστές στη φορολογία εισοδήματος των φυσικών προσώπων.  

Σύμφωνα με παλαιότερη μελέτη του ΟΟΣΑ, οι κυβερνήσεις θα πρέπει να αποφεύγουν συνεχείς αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και αντίθετα να διευρύνουν τη φορολογική βάση, μειώνοντας τις απαλλαγές από τον ΦΠΑ που «κοστίζουν» περίπου 0,5% ΑΕΠ. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΟΟΣΑ, ο περιορισμός των απαλλαγών ΦΠΑ και η αύξηση της συλλογής των εσόδων από τον ΦΠΑ (ώστε να φθάσει στο 90% του μέσου όρου των χωρών του ΟΟΣΑ) θα συνεισφέρουν από 0,69% το 2025 έως 1,25% το 2030...

Προκόπης Χατζηνικολάου

Η Καθημερινή