Πληθωρισμός και χρέος διαμορφώνουν τα σενάρια της επόμενης μέρας


 Πολλαπλασιάζονται, μέσα από τα επίσημα κείμενα των φορέων οικονομικής ανάλυσης της κατάστασης της Ευρωζώνης, τα στοιχεία που υποθάλπουν την αβεβαιότητα και καθιστούν τους επενδυτές επιφυλακτικούς για το αν το πρωτοφανές δημόσιο χρέος σε πολλές οικονομίες της νότιας ιδιαίτερα Ευρώπης, είναι βιώσιμο χωρίς την άμεση στήριξη της ΕΚΤ.

Η απάντηση που προκύπτει στο τελευταίο Οικονομικό Δελτίο της ΕΚΤ, διατυπώνει σαφείς επιφυλάξεις για το πως θα κινηθεί η ευρωπαϊκή οικονομία στο α' τρίμηνο του 2022 και μεταθέτει για αργότερα τις αισιόδοξες προβλέψεις, τόσο για τον πληθωρισμό, όσο και για την ανάκαμψη της οικονομίας. Η Isabel Schnabel, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, η οποία μίλησε σήμερα σε συνέδριο που είχε οργανώσει το SPD για τη χρηματοδότηση της οικονομίας ήταν ακόμα πιο σαφής. Όπως είπε, στη ζώνη του ευρώ υπάρχουν «ανοδικοί κίνδυνοι για τις προοπτικές του πληθωρισμού». Και αυτό οφείλεται τόσο στους κυκλικούς παραγόντες που προκλήθηκαν από την κρίση και τα lockdown κατά του Covid, όσο και λόγω των «διαρθρωτικών εξελίξεων»....

Που πάει να πει ότι θα χρειαστεί «προσεκτική παρακολούθηση» αυτών των κινδύνων και «εάν είναι απαραίτητο για να διασφαλιστεί η σταθερότητα των τιμών, αντίμετρα νομισματικής πολιτικής». Δεν θα μπορούσε να μιλήσει πιο ξεκάθαρα για να δηλώσει την μετακίνησή της από τους υποστηρικτές της προσωρινότητας των πληθωριστικών πιέσεων, στους μετριοπαθώς «σκληρούς». Παρ’ ότι μίλησε για αντίμετρα νομισματικής πολιτικής, διαβεβαίωσε ότι «μέχρι στιγμής» στη ζώνη του ευρώ δεν υπάρχουν ενδείξεις για προσδοκίες για τον πληθωρισμό που δεν έχουν αντιμετωπιστεί από τον στόχο της ΕΚΤ για σταθερότητα των τιμών ή για την ενεργοποίηση «μιας σπείρας τιμών-μισθών». Για να προσθέσει ότι η χαλάρωση των πληθωριστικών πιέσεων αναμένεται τον επόμενο χρόνο, αλλά χωρίς να διευκρινίσει το τι άλλο θα χρειασθεί να κάνει η ΕΚΤ για να το διασφαλίσει αυτό…

Από την πλευρά τους οι αγορές κινούνται διαφορετικά, προτιμούν τα …σενάρια. Ο ελβετικός τραπεζικός κολοσσός, η UBS έχει τα δικά της σενάρια. Ο Thomas Wacker, καθ’ ύλην αρμόδιος στην UBS περιγράφει τρία πιθανά σενάρια που συνδέουν το χρέος με τον πληθωρισμό και τα επιτόκια. Συγκεκριμένα διαμορφώνει έναν ορίζοντα προβλέψεων για την πορεία του δημόσιου χρέους από το 2023 έως το 2030.

Το πρώτο σενάριο έχει ως προϋπόθεση την επιστροφή στην προ Covid πραγματικότητα :«Οι οικονομίες ανακάμπτουν από το σοκ της πανδημίας, οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού επιλύονται, ο πληθωρισμός επιστρέφει κάτω από τον στόχο του 2% της ΕΚΤ και η εξομάλυνση της νομισματικής πολιτικής εξελίσσεται ομαλά. Τα επιτόκια σταθεροποιούνται ελαφρώς χαμηλότερα από τα προ πανδημίας επίπεδα. Σε περίπτωση νέας οικονομικής αδυναμίας, οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να χρησιμοποιήσουν και πάλι τα υφιστάμενα εργαλεία νομισματικής τόνωσης». Σε ένα τέτοιο περιβάλλον «τα επίπεδα χρηματοδότησης θα παραμείνουν σε γενικές γραμμές σταθερά, αλλά δεδομένου του επίμονα χαμηλού κόστους χρήματος, ο λόγος χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί σταδιακά εάν η ανάπτυξη του παρονομαστή υπερβεί εκείνη του αριθμητή».

Το δεύτερο σενάριο, μετά το τέλος του πανδημικού σοκ, προβλέπει ότι «ο πληθωρισμός μειώνεται αλλά παραμένει περίπου ή ελαφρώς πάνω από τον στόχο της ΕΚΤ». Αυτή ξεκινά προσεκτικά τον κύκλο αυξήσεων των επιτοκίων και μειώνει το μέγεθος του ισολογισμού του. «Οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα, αλλά τα spreads στις περιφερειακές χώρες αυξάνονται ελάχιστα».

Η UBS υποστηρίζει ότι στην περίπτωση αυτή «τα ομόλογα που εκδίδονται με μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια θα συνεπάγονται σταδιακά κόστος καθώς τα εν λόγω χρεόγραφα αναχρηματοδοτούνται». Ωστόσο, όπως υποστηρίζει «πιστεύουμε ότι ο υψηλότερος πληθωρισμός αυξάνει τον ονομαστικό ρυθμό ανάπτυξης, συμβάλλοντας ενδεχομένως στη μείωση του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ». Για τον Thomas Wacker, η μείωση του χρέους θα μπορούσε να είναι ταχύτερη σε αυτό το σενάριο σε συνάρτηση πάντα με την …ένταση της  χρηματοπιστωτικής «καταστολής».

Το τρίτο σενάριο είναι το άσχημο σενάριο. Σ’ αυτό το σενάριο τόσο το κόστος όσο και το επίπεδο του χρέους εκτοξεύονται σημαντικά και ταυτόχρονα. «Μια διαρθρωτική αλλαγή στο μακροπρόθεσμο καθεστώς πληθωρισμού είναι μια συχνά συζητούμενη πιθανότητα και θα μπορούσε να προκληθεί από τον λεγόμενο «υπερκυκλικό κύκλο εμπορευμάτων», οικονομικές πολιτικές που προκύπτουν από μέτρα αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής (μετάβαση στην πράσινη ενέργεια, κ.α.), ή εμπορικούς πολέμους και άλλες γεωπολιτικές αναταραχές. Οι κεντρικές τράπεζες σ’ αυτή την περίπτωση θα πρέπει να αντιδρασουν στον πληθωρισμό άνω του στόχου τους, αυξάνοντας τα επιτόκια και μειώνοντας τα πολλά περιουσιακά στοιχεία στα χαρτοφυλάκιά τους». Αυτό ασφαλώς δρομολογεί μια κατάσταση επιβράδυνσης της οικονομική ανάπτυξης και με τις τιμές να αυξάνονται σταθερά, θα ισχυροποιηθεί μία τάση επιστροφής της στασιμότητας.


Στο σενάριο αυτό για την UBS, «η υψηλότερη ονομαστική ανάπτυξη θα μπορούσε να αντισταθμιστεί από την επιδείνωση των δημόσιων οικονομικών,  χάρη σε περισσότερες παρεμβάσεις κοινωνικής στήριξης για την άμβλυνση των επιπτώσεων της αύξησης του πληθωρισμού και της ανεργίας. Τα μέτρα «πράσινης μετάβασης» θα βαρύνουν κατά πάσα πιθανότητα σε μεγάλο βαθμό και θα καθιστούν πολύ δύσκολη τη δημοσιονομική εξυγίανση. Η αδυναμία της κεντρικής τράπεζας να προσφέρει το δίχτυ ασφαλείας που παρείχε τα τελευταία 10 χρόνια, λόγω της ανάγκης της να καταπολεμήσει τον πληθωρισμό, μπορεί να οδηγήσει σε αύξηση των δεικτών χρέους και εκτίναξη του κόστους του χρέους, με αποτέλεσμα μια νέα ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους. Ο μεγάλος κίνδυνος είναι ότι θα καταλήξουμε σε μια τελική λύση που θα είναι ανεπιθύμητη αλλά αποπληθωριστική από τη φύση της: την ύφεση.