Ο πόλεμος πουλάει και... δεν κολλάει...


 Τελικά, είτε πρόκειται για ιούς και πανδημίες είτε για συγκρούσεις και πολέμους, ο θάνατος -και κυρίως ο φόβος αυτού- αποτελεί μία από τις πιο προσοδοφόρες οικονομικές δραστηριότητες στις αρχές του 21ου αιώνα. Το γνωρίζουν καλύτερα τόσο οι φαρμακευτικές εταιρείες που έχουν... αναλάβει εργολαβικά να σώσουν την ανθρωπότητα από τον κορονοϊό με τα εμβόλιά τους όσο και οι μεγάλες εταιρείες παραγωγής οπλικών συστημάτων, που κατάφεραν πέρυσι εν μέσω πανδημίας και βαθιάς ύφεσης στην παγκόσμια οικονομία να αυξήσουν τα κέρδη τους, για 6ο συνεχόμενο χρόνο, σε νέα επίπεδα-ρεκόρ....

Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου για την Ειρήνη με έδρα τη Στοκχόλμη (SIPRI), που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, οι εκατό μεγαλύτερες βιομηχανίες όπλων του κόσμου κατάφεραν να αυξήσουν πέρυσι τις πωλήσεις όπλων και στρατιωτικών υπηρεσιών στα 531 δισ. δολάρια από 470 δισ. το 2019. Παρακάμπτοντας την ύφεση -3,1% που κατέγραψε στο πρώτο έτος της πανδημίας η παγκόσμια οικονομία, οι εκατό αμυντικοί κολοσσοί είδαν τις πωλήσεις τους να καταγράφουν ποσοστιαία άνοδο 1,3% σε σχέση με το 2019 και 17% έναντι του 2015.

Κάτι που όπως εξηγεί η ερευνήτρια στο Πρόγραμμα Στρατιωτικών Δαπανών και Παραγωγής Οπλων του SIPRI, Αλεξάντρα Μαρκστάινερ, δεν είναι άμοιρο της θωράκισης που προσέφεραν οι κυβερνήσεις στις εταιρείες του κλάδου, με την αμείωτη ζήτησή τους για όπλα και στρατιωτικές υπηρεσίες. «Σε μεγάλο μέρος του κόσμου, οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν, ενώ κάποιες κυβερνήσεις επιτάχυναν τις πληρωμές τους προς τη βιομηχανία όπλων», ανέφερε χαρακτηριστικά η Μαρκστάινερ.

Η «αγάπη» των κυβερνήσεων για τις επιχειρήσεις στρατιωτικών προϊόντων και υπηρεσιών δεν είναι βέβαια άμοιρη των τεράστιων ποσών που οι δεύτερες διαθέτουν κάθε χρόνο για λόμπι. Οι κορυφαίες επιχειρήσεις του κλάδου έχουν διαθέσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες περίπου 2,5 δισ. δολάρια για άσκηση πίεσης και έλεγχο στα κέντρα λήψης των αποφάσεων που τις αφορούν, ειδικά στα υπουργεία Αμυνας και Εξωτερικών. Οι πολεμικές βιομηχανίες εκλέγουν ακόμη εδώ και χρόνια... πολιτικούς, όντας σταθερά μεταξύ των μεγαλύτερων χρηματοδοτών προεκλογικών εκστρατειών υποψηφίων τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε άλλες χώρες του κόσμου.

Η «στρατηγική» αυτή απέδωσε καρπούς και στη διάρκεια της πανδημίας. Το Πεντάγωνο επιφύλαξε μια εξαιρετικά ευμενή μεταχείριση στον κλάδο. Οι εργαζόμενοι της αμερικανικής πολεμικής βιομηχανίας για παράδειγμα εξαιρέθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την υποχρέωση να δουλεύουν από το σπίτι, ενώ κάποιες συμβάσεις προέβλεπαν εμπρόθεσμες πληρωμές προς τις επιχειρήσεις, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη οικονομική ευχέρεια.

Διόλου τυχαία οι αμερικανικές εταιρείες συνέχισαν έτσι για ακόμη μια χρονιά να είναι κυρίαρχες στην παγκόσμια κατάταξη «Top 100» τόσο σε αριθμό όσο και σε πωλήσεις. Aπό τις 100 εταιρείες με τις μεγαλύτερες πωλήσεις όπλων πέρυσι, οι 41 ήταν αμερικανικές εταιρείες. Οι συνολικές πωλήσεις αυτών αυξήθηκαν κατά 1,9% έναντι του 2019, στα 285 δισ. δολάρια, και ήταν ίσες με το 54% των συνολικών πωλήσεων όπλων του «Top 100».

Στην πρώτη θέση της λίστας των 100 ήταν για ακόμη μια χρονιά η Lockheed-Martin (μαχητικά αεροσκάφη F-35, πύραυλοι, κ.λπ.), με πωλήσεις 58,2 δισ. δολαρίων, ποσό μεγαλύτερο του ΑΕΠ της Λιθουανίας. Ακολούθησαν οι Raytheon, Boeing, Northrop Grumman και General Dynamics, ενώ στην 6η θέση -και την υψηλότερη μεταξύ των ευρωπαϊκών ομίλων- ήταν η βρετανική BAE Systems. Τη δεκάδα έκλεισαν οι κινεζικές Norinco (7η), AVIC (8η), CETC (9η) και η αμερικανική L3 Harris (10η), ενώ η Airbus ήταν 11η.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι κινεζικές εταιρείες με τζίρο περίπου 66,8 δισεκατομμύρια δολάρια είχαν το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό (13%) στις συνολικές πωλήσεις όπλων πέρυσι μετά τους αμερικανικούς κολοσσούς, ενώ το τρίτο μεγαλύτερο μερίδιο είχαν οι εταιρείες του Ηνωμένου Βασιλείου. Συνολικά οι 26 ευρωπαϊκές εταιρείες όπλων του «Top 100» είχαν πέρυσι τζίρο 109 δισ. δολάρια, με μερίδιο 21% στο σύνολο των πωλήσεων...

Η Εφημερίδα των Συντακτών